Δεν μάθαμε πολλά. Ίσως ότι η ενιαία κλίμακα που θα φορολογηθούν τα εισοδήματα με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα είναι η κλίμακα Ρίχτερ και ότι ο Αλέξης Γρηγορόπουλος πέθανε από τη γρίπη των χοίρων. Ακόμα ότι τα προγράμματα stage αφού είναι νόμιμα είναι και ηθικό να τα ξεχειλώνουμε. Κανείς δεν βγήκε σοφότερος, συμφώνησαμε.
Χορτάσαμε άποψη μετά από τα δύο debates γι’ αυτό η δική μας περισσεύει. Σε αυτό που θα σταθούμε και φαντάζει ανησυχητικό, είναι η αντίληψη των δημοσιογράφων για το ρόλο τους. Ενώ διαμαρτυρήθηκαν πριν το debate για την υποβαθμισμένη συμμετοχή τους, συμφώνησαν μετά την διαδικασία ότι το πιο ενδιαφέρον σημείο ήταν οι ερωτήσεις μεταξύ των αρχηγών και ότι το τηλεοπτικό θέαμα που δημιούργησε αυτή η νέα κατάσταση, καθιστά σχεδόν περιττή την παρουσία τους. Με δυο λόγια, αυτοαναιρούνται. Αυτοκαταργούνται με τόλμη. Αποσύρονται εθελοντικά για το καλό της πατρίδος. «Ας τους αφήσουμε μόνους» λένε και αποχωρούν διακριτικά.
Βρήκαμε στο Debate τον αποδιοπομπαίο τράγο. Ιδού ο ένοχος! Μια διαδικασία παράλληλων μονολόγων, που αφήνει περιθώριο στους πολίτες να συγκρίνουν χωρίς «θορύβους», αποκλείει επικοινωνιακούς σχεδιασμούς και είναι μια δοκιμασία για τους αρχηγούς, κρίνεται ανεπιθύμητη από αυτούς που θα όφειλαν να την επιζητούν. Κανείς φυσικά δεν κατηγορεί τις δημοσιογραφικές πολιτικές εκπομπές κραυγών, κανείς δε βροντοφωνάζει όχι σε αυτές.
Είναι αστείο αυτό που λέγεται, ότι οι αρχηγοί δεν απαντούν στις ερωτήσεις, ενώ στην πραγματικότητα εξαντλούν όλο το χρόνο τους. Ο δημοσιογράφος πρέπει ακριβώς αυτό να τονίζει σε κάθε ευκαιρία: την ανεπάρκεια της απάντησης. Ο πολιτικός θα ένιωθε ότι εκτίθεται όταν δεν απαντάει, αν βρισκόταν κάποιος να το προβάλλει. Ίσως θα θεωρούσε πως είναι υποχρεωμένος να απαντήσει. Έλα μου όμως που οι γενικολογίες των δημοσιογράφων είναι ίδιες με εκείνες των αρχηγών. Όπως και οι ιδιοτέλειες ενδεχομένως. Η συζήτηση δε θα χωρούσε την πολυτέλεια του σχολιασμού του μπλαζέ ύφους του Γιώργου, της πυγμής του Κώστα, της υπέρβασης του χρόνου από τον Χρυσόγελο και του ερωτικού βλέμματος του Αλέξη. Θέλουμε έναν πολίτη αρκετά ώριμο για να καταλάβει την υπεκφυγή και να τη βαθμολογήσει.
Στους τηλεοπτικούς αστέρες δεν αρέσει που πρέπει να κάνουν σύντομη ερώτηση. Τι εφιάλτης. Φυσικά και δεν τους αρέσει αφού έχουν συνηθίσει να βγάζουν λόγους, να μιλούν περισσότερο από τους καλεσμένους τους και να προπαγανδίζουν τις θέσεις τους. Η ερώτηση δεν θα θεωρούνταν πάσα αν διέθετε κύρος, αν της αποδιδόταν κάποια στοιχειώδης αξία, αν δεν αποτελούσε απλά αφορμή για φλυαρία και κούφιες ρητορείες. Είναι αλήθεια ότι το σύγχρονο πολιτικό τοπίο αφαίρεσε από την ερώτηση την παλαιότερη κυριαρχία της. Αντί να δούμε λοιπόν πώς θα αποκαταστήσουμε την θεμελιώδη αυτή «αδικία», κοιτάμε να πούμε ποιος κέρδισε παρά να μπούμε στη διαδικασία να δούμε τι έγινε. Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν δικαίωμα ούτε να διακόψουν; Μα τι εξευτελισμός.
Σε μια κορυφαία διαδικασία για τη δημοκρατία, η αντίληψή τους είναι: Αν ενοχλούμε να φύγουμε. Ο διακοσμητικός ρόλος που τους επιφυλάσσει η νέα πραγματικότητα δεν τους ενοχλεί. Ίδια αντίληψη και εδώ με την πολιτική ηγεσία. Κυριαρχεί η πνευματική τύφλωση και η ελάχιστη σοβαρότητα. Μπροστά στον ενθουσιασμό τους για το καινούριο τηλεοπτικό happening των ερωτήσεων των αρχηγών, απεκδύονται τις ευθύνες τους με ευχαρίστηση, ελαφρότητα και γενναιοδωρία. Θα επιτρέψουμε τελικά στην τηλεόραση να σκηνοθετεί και να αποφασίζει για το δημόσιο διάλογο; Δεν μπορούν να μπουν στην ουσία οι τηλεοπτικοί αστέρες και δε θέλουν να «παίζουν» λίγο; Ποιος θα κάνει τις δυσάρεστες ερωτήσεις;
Η τηλεόραση καθορίζει το ρόλο του δημοσιογράφου πλέον, τον προσδιορίζει, τον υπαγορεύει. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι να υπακούσουν. Πώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους είναι δευτερεύον. Την ώρα που η δύναμη της επικοινωνίας αμφισβητείται, οι προσπάθειες χειραγώγησης αποτυγχάνουν και ο κόσμος ψηφίζει κρίνοντας από την καθημερινότητα του, οι δημοσιογράφοι παίζουν το παιχνίδι των πολιτικών. Δεν καλύπτουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», γίνονται όμηροι των νόμων της τηλεόρασης. Όχι απλά βρίσκονται στα σπλάχνα του συστήματος, αλλά σκέφτονται με τους όρους του. Είναι έτοιμοι για το καλό του Debate, για μια πιο κατινίστικη πολιτική αντιπαράθεση, να βγουν από τη μέση και να πουν: « Αφού τα παιδιά περνούν καλά, δε μας πέφτει λόγος συμπεθέρα».
Οι δημοσιογράφοι εκπροσωπούν όλους εκείνους που θα ήθελαν να ρωτήσουν κάτι τους αρχηγούς. Όταν μεμψιμοιρούν για τα πιεστικά δευτερόλεπτα και αμέσως μετά εκστασιάζονται με το καινούριο θέαμα του δημοσιογράφου-γιου του σανοπώλη, επιδεικνύουν την άγνοια τους για το κοινό αίσθημα και την απόσταση που τους χωρίζει από την κοινωνία. Θα τους περιμέναμε να υπερασπιστούν το debate που εκπέμπει πολιτικό πολιτισμό και απαγορεύει τις απευθείας συγκρούσεις, από τις οποίες έχουμε χορτάσει στη Βουλή και στις εκπομπές τους.
Η πολιτική αντιπαράθεση ακολουθεί τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Η καινούρια αντίληψη φαίνεται να λέει ότι όλα θα τα διορθώσει η αόρατη χειρ της τηλεόρασης, αρκεί να της έχουμε εμπιστοσύνη. Δεν είναι της μόδας να ανησυχείς για το μέλλον της δημοσιογραφίας που δίνει πάσες ενώ θα έπρεπε να παίζει άμυνα. Τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί αρχηγοί βρίσκονται αντιμέτωποι στο debate ενώ στην πραγματικότητα είναι στην ίδια όχθη.
Μήπως είναι η ώρα των δημοσιογράφων του Τύπου; Είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε πως δε χρειαζόμαστε λιγότερους δημοσιογράφους. Χρειαζόμαστε λιγότερους αστέρες της τηλεόρασης που καταθέτουν τα όπλα τους και δε συνειδητοποιούν το χρέος τους. Διαφορετικά καληνύχτα και καλή τύχη.
Ελίτ
-
Περιέχει τοποθέτηση προϊόντος το άρθρο; Όχι ακριβώς, διότι δεν θα μιλήσουμε
για φρυγανιές, παρόλο που αυτή τη μάρκα παίρναμε στο πατρικό μου σπίτι και,
για...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου