Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο γλωσσικός λοιμός

Γιατί άραγε αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ αξίες που σε πολλούς θα φανούν προφανείς; Πιστεύω πως η πρώτη παρόρμηση πηγάζει από μια δική μου υπερευαισθησία ή δυσανεξία: νομίζω πως η γλώσσα χρησιμοποιείται πάντα με τρόπο προσεγγιστικό, τυχαίο και απρόσεχτο, και αυτό με κάνει να νιώθω μια αφόρητη ενόχληση. Μη νομίζετε πως αυτή η αντίδρασή μου σημαίνει και αδιαλλαξία απέναντι στους άλλους. Απεναντίας, την πιο μεγάλη ενόχληση τη νιώθω ακούγοντας τον εαυτό μου να μιλάει. Γι’ αυτό προσπαθώ να μιλάω όσο το δυνατόν λιγότερο. Και αν προτιμώ το γράψιμο, είναι γιατί έτσι μπορώ να διορθώνω κάθε μου φράση όσες φορές χρειάζεται μέχρι να νιώσω αν όχι ικανοποιημένος με την επιλογή των λέξεων, τουλάχιστον απαλλαγμένος από τους λόγους που μου δημιουργούν το αίσθημα του ανικανοποίητου. Η λογοτεχνία- και αναφέρομαι στη λογοτεχνία που ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις απαιτήσεις- είναι η Γη της Επαγγελίας, όπου η γλώσσα γίνεται αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να είναι.

Μερικές φορές νομίζω πως μια ολέθρια επιδημία έχει πλήξει το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρωπότητας: τη χρήση των λέξεων. Μια γλωσσική πανούκλα που εκδηλώνεται ως απώλεια της γνωστικής δύναμης και της αμεσότητας, ένας αυτοματισμός που τείνει να ισοπεδώσει την έκφραση με τις πιο γενικόλογες, ανώνυμες, αφηρημένες εκφράσεις. Να διαλύσει την πυκνότητα των σημασιών, να αμβλύνει τις εκφραστικές κορυφώσεις, να σβήσει κάθε σπίθα που παράγεται από τη σύγκρουση των λέξεων υπό νέες συνθήκες. Δεν μ’ ενδιαφέρει εδώ να μάθω αν τα αίτια αυτής της επιδημίας πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική, στην ιδεολογία, στη γραφειοκρατική ομοιομορφία, στην ομογενοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην τυπολατρική διάδοση μιας μέσης κουλτούρας. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι οι δυνατότητες εξυγίανσης. Η λογοτεχνία (και ίσως μόνο η λογοτεχνία) είναι σε θέση να δημιουργήσει αντισώματα που μπορούν να καταπολεμήσουν την εξάπλωση του γλωσσικού λοιμού.

Ίταλο Καλβίνο, Τα αμερικανικά μαθήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση Μαρίας Σπυριδοπούλου.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Οι ίδιοι δεν

Αηδίασα τους φοιτηταράδες με τις αποδείξεις τραπέζης, που ζούσαν σαν ευνούχοι σε μια κατάσταση μητρικής τηλεθωπείας, τους χαρισματικούς που- απαξάπαντος- κάποτε θα κυβερνούσαν την Ελλάδα και πόζαραν από τα είκοσι για υπουργοί, μα πάνω απ’ όλα ένιωσα το ρόλο των καθηγητών. Αυτοί μοίραζαν τα χαρτιά. Ο καθηγητής φοράει πάντα το σκούφο του pater familias. Αναγκαίο κακό που δεν του έδωσα και μεγάλη σημασία. Άλλο με έθιξε: το πνεύμα τους και το ήθος τους. Ενώ η παράδοση έχει να επιδείξει πλήθος τραγωδών και συνάμα κωμικών- Πλάτωνα, Σαίξπηρ, Νίτσε, Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι- όπου με ηδονή βλέπεις να καταργείται η συμβατική σοβαρότητα, στο μικρό κόσμο των καθηγητών το καρναβαλίστικο στοιχείο είχε θυσιαστεί στη βλοσυρότητα της αυθεντίας. Το στομάχι τρώει τα πάντα εξόν από τον εαυτό του κι ο κύριος καθηγητής αμφισβητεί, κρίνει, καταγγέλλει τα πάντα εκτός από τον ίδιο: δηλαδή την έδρα του, το σπίτι του, την άγνοιά του, την ανύπαρκτη φαντασία του, τη γυναικούλα του, το καθεστώς κτλ.

Ένα πράγμα θέλω να πω: ότι το καθηγητιλίκι (και οι στρατιές των πνευματικά ανήλικων που το ανέχονται) είναι μια ύποπτη υπόθεση. Όλοι γράφουν με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο. Δεν αφήνουν κενά στα γραφτά τους, δεν τολμούν να ομολογήσουν αδυναμία, δεν ζητούν πουθενά συγγνώμη, γιατί το πνεύμα του πανεπιστημίου- η σοβαρότητα καθ’ εαυτή- δεν επιτρέπει τέτοιες επικίνδυνες ειλικρίνειες. Πίσω από τις καλοραμμένες φράσεις, παραμονεύει η τερατώδης ηθική του ορθώς φέρεσθαι, ένα savoir vivre και ένα savoir ecrire όσο και mentir που πάει γάντι στη γενική υποκρισία. Διαβαστεροί, όλοι οι καθηγητές περιορίζονται, όπως γράφει ο Νίτσε, να αρνούνται ή να επικροτούν το ήδη ειπωμένο, οι ίδιοι δε σκέφτονται.

Κωστής Παπαγιώργης, Σιαμαία και Ετεροθαλή, Εκδόσεις Καστανιώτη.