Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Η τεμπελιά σώζει


Για να μπορούμε να ελέγχουμε τη φύση, πρέπει να την υπακούμε. Francis Bacon.

Πρόσφατα η φύση με το ίδιο της το αίμα, την ηφαιστειακή της στάχτη από την Ισλανδία, ύψωνε το λάβαρο της επανάστασης στις φωνές των άγρυπνων επικριτών μας. Αδιαφορώντας για την οικονομική κρίση και αντιστεκόμενη στο ρεαλισμό των αριθμών, γέμισε τον ουρανό κινδύνους και καθήλωσε τα αεροπλάνα στο έδαφος, αρνούμενη να κανονίσει το πρόγραμμά της με τρόπο που να μην ενοχλεί τα κέρδη. Το μάθημά της αν και απασχόλησε την επικαιρότητα, δεν θεωρήθηκε επίκαιρο.

Η ενοχλητική της αυθάδεια, που ζητούσε επιβράδυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων, πείσμωσε τις αγορές και τα Μίντια. Η απλή αυτή ενέργεια του ηφαιστείου, που είχε ξεχαστεί, προσέβαλε τις αεροπορικές εταιρίες. Η αναιδέστατη φύση δεν πρόλαβε να αντικαταστήσει τους φυσικούς νόμους της με νέους καπιταλιστικούς. Αφήνοντας το ηφαίστειό της να εκραγεί, αν έβλεπε κανείς ειδήσεις, θα νόμιζε ότι είχε παρανομήσει- και είναι πολύ εκνευριστικό να σκέφτεσαι ότι κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερη η ανήθικη αυτή μάνα.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, εξαιτίας της βαθιά προβληματικής του σύλληψης, δεν κατάλαβε ποτέ το τυχαίο, το έκτακτο, το επείγον και το ανθρώπινο κι ούτε θέλησε να αποκτήσει έστω κάποια εργαλεία κατανόησής του. Απολαμβάνει σαδιστικά και μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα που αμφισβητείται από τους ίδιους του τους οπαδούς, να κάνει επίδειξη της δύναμής του, αγνοώντας ό,τι δεν τον διευκολύνει γιατί κερδίζει από αυτό. Αφού έχει σχεδόν ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο ενάντια στη φύση με πιο πρόσφατο θύμα του τον Κόλπο του Μεξικού, ήρθε για να παρακάμψει την ανθρώπινη φύση και να εξαλείψει καθετί που την κάνει θαυμαστή, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες της και αδιαφορώντας για τις θαυμαστές ιδιοτροπίες της.

«Η εργασία απελευθερώνει». Αυτό είχαμε μάθει από την πύλη του Άουσβιτς. Τα σύγχρονα στρατόπεδα εργασίας που θέλουν να δημιουργήσουν οι ισχυροί του κόσμου δεν θα σου επιτρέπουν να έχεις καλές και κακές μέρες, προσωπικά προβλήματα, σκέψεις και ανασφάλειες. Όλα αυτά, κατά τη γνώμη τους, είναι για τους αδύναμους. Τα κέρδη απαιτούν επαγγελματικό φανατισμό. Οι εργοδότες δεν σου εμπιστεύονται μια δουλειά, αλλά τα κέρδη της εταιρίας τους. Το σύστημα επέβαλε τις δικές του ανάγκες. Η εξειδίκευση κατατρόπωσε την παιδεία για να βολέψει την εξουσία, ο έρωτας πάνω στη βιασύνη του επιβλήθηκε στα ιδανικά, η οικονομία κατέλυσε τη δημοκρατία.

Η τεμπελιά απεναντίας, έχει λύσει τα προβλήματά της εδώ και καιρό. Είναι περισσότερο φιλοσοφημένη από το κυνήγι του χρήματος. Αν και τελευταία μας χρεώθηκε, δεν πρόκειται περί ελληνικής πατέντας. Οι Λεττριστές πρώτα και στη συνέχεια οι Καταστασιακοί του Ντεμπόρ, «φτιαγμένοι» και απροσάρμοστοι, κατήγγειλαν στα μέσα του περασμένου αιώνα τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα κάθε μισθωτής εργασίας. «Μη δουλεύετε ποτέ» είπαν και ενέπνευσαν το Μάη του ‘68. Οι τοίχοι γέμισαν με συνθήματα προκλητικά, μηνύματα ελευθερίας. Η δελεαστική τους πρόταση είναι εκείνο το διαβολάκι που μας επισκέπτεται συχνά και μας προτείνει κήπους, θάλασσες και έρωτες. «Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ’ άλλα κουραφέξαλα» διακήρυσσε με βεβαιότητα ο Ρεμπώ. «Οι μέρες κατά τις οποίες δεν σαλεύουν ούτε τα χέρια μας, είναι τόσο ασυνήθιστα σιωπηλές, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να τις βιώσουμε δίχως να ακούμε πολλά» συμπληρώνει ο Ρίλκε.

«Ανάμεσα σε τόσους στοχαστές δεν βρέθηκε ούτε ένας να εκθειάσει το παράδειγμα ενός Θεού που δημιούργησε τον κόσμο σε 6 μέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη» λέει ο Βανεγκέμ αλλά δεν έχει ακριβώς δίκιο. Ο Πολ Λαφάργκ, που ήταν γαμπρός του Μαρξ, έγραφε πριν 130 χρόνια: «Αν, ξεριζώνοντας απ την καρδιά της το διεστραμμένο πάθος που την κυβερνά και διαστρεβλώνει τη φύση της, η εργατική τάξη ύψωνε το φοβερό ανάστημά της όχι για ν’ απαιτήσει τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τα δικαιώματα της εκμετάλλευσης, ούτε και το Δικαίωμα στη δουλειά που δεν είναι τίποτε άλλο απ το δικαίωμα στην εξαθλίωση, μα για να σφυρηλατήσει έναν ατσάλινο νόμο που θ’ απαγόρευε στον καθένα να δουλεύει περισσότερες από τρεις ώρες τη μέρα, η Γη, η γριά Γη, ξετρελαμένη απ τη χαρά της θα ‘νιωθε να γεννιέται μέσα της ένα καινούργιο σύμπαν».

Ο Μπροντιγιάρ δείχνει να συμφωνεί: «Η αληθινή αξία χρήσης του χρόνου είναι το να χάνεται». Η πίεση για ταχύτητα έκαναν τον ελεύθερο χρόνο πολυτέλεια, που ούτως ή άλλως μάθαμε να φοβόμαστε. Για να δράσει κανείς, πρέπει προπαντός «να είναι απόλυτα ήσυχος, να μη του μένει καμία αμφιβολία» γράφει ο Ντοστογιέφσκι. Κι ο κόσμος βρίσκει την ευκαιρία να εκμαιεύσει την μπρεχτική έγκρισή μας όταν αρχίσουμε να ματώνουμε μέσα του και να τον υπηρετούμε.

Δεν έχω πειστεί καθόλου για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της τεμπελιάς. Δεν αμφιβάλλω όμως καθόλου για την αξία της δημιουργικής της πλευράς. Το αστείο, άλλωστε, είναι πως όλοι, λίγο ή πολύ, θεωρούμε τους εαυτούς μας δουλευταράδες. Γιατί όμως οι εργασιομανείς να μη μας τρομάζουν όσο και οι τεμπέληδες; Τα νούμερα κάτι μου λέει ότι ποτέ δε θα βγαίνουν. Ξέρετε άλλωστε κανέναν έρωτα πολυάσχολο ή κανένα έργο τέχνης που είχε πολλές δουλειές; Τι μπορείς να κάνεις όταν η φύση σε καλεί να τα παρατήσεις όλα εκτός από το να αφήσεις τις δουλειές σου να περιμένουν; Μήπως το δικαίωμα μας στην τεμπελιά θα έπρεπε να είναι ήδη κατοχυρωμένο;

Το πιο επικίνδυνο πρόσωπο της τεμπελιάς είναι η αδιαφορία, η οποία ποτέ δεν ενόχλησε την εξουσία. Δεν τη βρήκε ποτέ κατάπτυστη επειδή την νομιμοποιεί και την ενδυναμώνει. Κάποια επόμενη στάχτη, που θα σημάνει την επόμενη στάση για περισυλλογή, ίσως μας φοβίσει και πάψουμε να ερωτευόμαστε, να περπατάμε και να δουλεύουμε στα τυφλά. Το αληθινό πρόβλημα, η τεμπελιά που επιδεικνύουμε απέναντι στους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, ελπίζω αφελώς πως κάποτε, με μία έκρηξη που θα άξιζε η λάβα της να μας κάψει, θα απαλλασσόταν από το μανδύα της χυδαιότητας και της υποκρισίας. Το φως θα επέστρεφε στις ζαλισμένες ζωές μας.

Διαφορετικά πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος η φύση σαν εξυπνότερη που είναι να υποχωρήσει «κάνοντας σε μια κούφια πλέον ανθρωπότητα χαλάλι τον θρίαμβο να αφανισθεί, εκπληρώνοντας έτσι την πιο μεγάλη της επιθυμία»(Καρλ Κράους). Αν δεν είναι αυτό που πραγματικά ψάχνει, είμαι σίγουρος πως οι τεμπέληδες θα βρουν το χρόνο να την προειδοποιήσουν. Το ότι δεν θα βρεθεί κανείς να τους πιστέψει, είναι ένα άλλο ζήτημα.

Υ.Γ: Τις τελευταίες ημέρες πάντως αποδείχτηκε περίτρανα: Το πρόβλημα δεν ήταν ο Έλληνας τεμπέλης, αλλά ο δουλευταράς Μαντέλης.

Αποπροσανατολισμός

Σας απασχολούν με την ανεργία, την αύξηση στα όρια συνταξιοδότησης, την κυβέρνηση του Δ.Ν.Τ που έρχεται στην Αθήνα και τις περικοπές των μισθών σας για να σας αποπροσανατολίσουν από τα πραγματικά σας προβλήματα που είναι η παραίτηση της Γκερέκου, η μάχη του Γιώργου Αλκαίου και το dvd της Τούβλη. Βρείτε τρόπους, αυθεντικά μεσημεριανά, ανεξάρτητες φωνές και ενημερωθείτε. Η τρομολαγνεία τους δεν θα περάσει.

Απλή λογική

Είναι ξεκάθαρο ότι ψηφίζουμε λάθος. Πρέπει να δώσουμε τόπο στην οργή, να σκεφτούμε λογικά και να εμπιστευτούμε το ένστικτο των πολιτικών που δεν μας κυβερνούν όταν πραγματικά το θέλουν. Τι εννοώ; Εξηγούμαι που έλεγε κι ο Καραμανλής: Αν μας κυβερνούσε η Ν.Δ την περίοδο που μας κυβερνά το ΠΑ.ΣΟ.Κ και το αντίστροφο, η χώρα τώρα θα ήταν πλούσια, θα είχε έντιμους πολιτικούς, μηδενικό δημόσιο χρέος και γεμάτα ταμεία σύμφωνα με όσα ακούμε και από τις δύο πλευρές. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να δώσουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης στην εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση; Μήπως η λύση είναι μπροστά στα μάτια μας; Εγώ μια φορά, την άποψη μου την κατέθεσα και αμαρτία ουκ έχω.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Δε θα φτύσω στους τάφους σας.

Ο Καμύ στα Σημειωματάρια έχει καταγράψει την εξής ιστορία: Στη Σιέννα κάποτε ένας κοντοτιέρος ζητούσε τα πάντα επειδή έσωσε στον πόλεμο την πόλη. Τίποτα από όσα μπορούσαν να του χαρίσουν όμως δεν θα τον αντάμειβε αρκετά, ούτε καν η ύπατη εξουσία. Μπροστά στο αδιέξοδο που φαινόταν να δημιουργείται, κάποιος πρότεινε: «Να τον σκοτώσουμε και να τον προσκυνάμε». Έτσι κι έγινε. Τον ξεφορτώθηκαν επειδή ήταν μισθοφόρος ή ήταν αυτή η μόνη λύση;

Η μέγιστη τιμή που θεώρησαν πάντως ότι μπορεί να του αποδοθεί προϋπέθετε το θάνατο. Να απέμεινε άραγε καμιά τιμή για τους ζωντανούς στη γη ή τις απολαμβάνουν πλέον όλες οι νεκροί του Άδη; Τι είναι αυτό που δεν μας δίνει η ζωή και είμαστε τόσο αδιάφοροι απέναντί της; Γιατί εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, θυμόμαστε ότι είμαστε φανατικοί της υπέρμαχοι μονάχα όταν αυτή εκλείψει; Και πόσο διαρκεί αυτή της η υπεράσπιση; Όσο η μόδα και η επικαιρότητα υποθέτω.

«Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του» διέταξε το 1209 μετά από μια ακόμη Σταυροφορία ο Aρχιεπίσκοπος Αρνό –Αμορί, δούκας της Ναρμπόν και εκπρόσωπος του Πάπα. Στο σημερινό πεδίο της ενημέρωσης, τον Θεό τον λένε δημοσιογράφο και συνήθως έχει στήλη και δημόσιο λόγο. Εκείνος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της αναγνώρισης των πτωμάτων. Η μάλλον, των δικών του πτωμάτων.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ένας δημοσιογράφος είναι να περνάει με άνεση ανάμεσα στους νεκρούς. Αν το σκεφτείτε, πρόκειται για μια τεράστια εξουσία πάνω στην ανθρωπότητα
. Θέλοντας και μη, είναι αναγκασμένος κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του να βάλει μια αξία πάνω σε κάθε ζωή που χάνεται. Είναι πρακτικά αδύνατον να παρουσιάσει όλους τους θανάτους της ημέρας γιατί δεν θα μείνει καθόλου χρόνος για να παρουσιάσει τη ζωή, που στο χρηματιστήριο των ειδήσεων καταγράφεται δυσκολότερα και βιαιότερα, καθώς τα ρεπορτάζ βρίσκονται στην αδύναμη θέση να υπονοούν μόνο μερικά σημεία της.

Αναπόφευκτα λοιπόν, μια σημαντική ανισορροπία δημιουργείται. Το σύνολο των ζωών που αφαιρούνται κάθε μέρα από τον κόσμο, δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν δημοσιογραφικά και οι ποικίλες αιτίες που προκάλεσαν τους θανάτους ακόμα πιο σπάνια καταγράφονται. Ορισμένες φορές οι νεκροί δεν πρέπει καν να αναφέρονται ή απλούστατα παραλείπονται, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μέρη όπου η φτώχεια και η ανέχεια είναι απαράβατος κανόνας. Μέσα στην αμεριμνησία και τον ατομικισμό του σύγχρονου απρόσωπου πολιτισμού μας, είναι σχεδόν δεδομένο ότι εφόσον υπάρχουν δράματα τα οποία αγνοούμε, θα μας διαφύγουν εντελώς κι οι θάνατοι που τα αφορούν. Το φύλλο της εφημερίδας, αυτό το αηδιαστικό ορεκτικό με το οποίο ο πολιτισμένος άνθρωπος συνοδεύει το πρωινό του γεύμα όπως έλεγε ο Νίτσε, κάποια δεδομένη στιγμή κλείνει και δεν χωράει άλλο πόνο. Για τις, δε, γεννήσεις, ούτε λόγος.

Ο δημοσιογράφος αναγκασμένος επομένως, εκ των πραγμάτων, να καταπνίξει όσο μυείται στην πρακτική κάθε ιδιαίτερη ευαισθησία του, μαθαίνει να αντιμετωπίζει τις ειδήσεις με απάθεια και τους νεκρούς επαγγελματικά. Αν οι νεκροί σταθούν τυχεροί και συμπέσουν με την επικαιρότητα, έχει καλώς. Γίνονται άνθρωποι, αποκτούν πρόσωπο και ονοματεπώνυμο. Γίνονται αυτό που δε θα τολμούσαν να πουν κυνικά οι εκπρόσωποι του Τύπου: τυχεροί μέσα στην ατυχία τους. Σε αυτό το blog στέκομαι κι εγώ συχνά συγκλονισμένος μπροστά στις αναπόφευκτες απώλειες. Κάθε άνθρωπος που χάνεται είναι μια ελπίδα χαμένη για τον κόσμο.

Μέσα από τόσο θάνατο, είναι σα να μας χαρίστηκε η ζωή που ζούμε, λέει ο Πατρίκιος στην ΟφειλήΈτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή, κι όσος καιρός μου μένει, σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν για να τους ιστορήσω». Ο φόβος μας, ωστόσο, μπροστά του δείχνει να ξεπερνάει επικίνδυνα την επιθυμία μας να υπερασπιστούμε τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει και τη στάση μας απέναντί της. Η τάση μας να ξεχνάμε τον τρόπο που λειτουργούν τα Μίντια και την εγγενή αναποτελεσματικότητά τους να γίνουν καθρέφτης της πραγματικότητας, δεν θα ήταν άξια σχολιασμού αν ο κόσμος ήταν εξοικειωμένος με τη χρήση τους. Στην ατελείωτη λατρεία του θανάτου, θαρρεί κανείς πως το ανθρώπινο πλάσμα αξίζει πια περισσότερο νεκρό.

Οι νεκροί των τραγωδιών του δυτικού κόσμου απολαμβάνουν χωρίς να το γνωρίζουν σεβασμό που δεν απολαμβάνουν για τη δημοσιογραφία και την πολιτική οι ζωντανοί. Διαθέτουν προνόμια και φήμη που ούτε που φαντάζονταν όσο ζούσαν. Μόνο οι διάσημοι βιώνουν εν ζωή των πεθαμένων τις τιμές. Καθώς λοιπόν όλοι είναι απορροφημένοι με το χρέος στους νεκρούς, ελάχιστοι εκπληρώνουν το αντίστοιχο απέναντι στους ζωντανούς. Οι περισσότεροι βρίσκουν μια καλή δικαιολογία για να ξεφύγουν από αυτό. Η υπερευαισθησία μας απέναντι στο θάνατο δεν μας απομακρύνει από το ενδεχόμενο αλλά μάλλον ενισχύει την πιθανότητα να μην είμαστε τελικά υπέρ της ζωής, αλλά απλώς εναντίον του θανάτου. Οι ζωντανοί, κι όχι άδικα, νιώθουν συχνά σαν να μην υπάρχουν ή αισθάνονται ότι πρέπει να προβούν στο απονενοημένο διάβημα για να τους προσέξουν. Σαν να ανήκαν όλες σε παρεξηγημένους συγγραφείς ή σε πληγωμένους εραστές, οι ζωές μας δεν βολεύονται στην ανυπαρξία και την ησυχία.

Είμαστε αναμφισβήτητα ως άνθρωποι ικανότεροι να εννοήσουμε και να εκτιμήσουμε κάτι που σταματά να υπάρχει. Γι’αυτό και οι νεκροί χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης μεταξύ μας. Μα όσο ενοχλητικό κι αν είναι, όσες διαφωνίες, δυσκολίες και απογοητεύσεις κι αν αυτό περιλαμβάνει, το χρέος στους ζωντανούς δεν μπορεί και δεν πρέπει να λησμονιέται ή να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει, επίσης, με όλη μας την καρδιά να υπερασπιζόμαστε τους νεκρούς παρόλο που δεν χρήζουν προστασίας, όχι επειδή πάσχουμε από κάποια ιδιάζουσα φοβία, αλλά μόνο και μόνο για να αφυπνίζουμε τους ζωντανούς και τους αυτόκλητους σωτήρες τους που επιδεικτικά τους αγνοούν.

Φτάνουμε λοιπόν και στο ερώτημα: Ποιος σκότωσε τους 3 νεκρούς και το αγέννητο βρέφος της Marfin; Είμαστε όλοι συνένοχοι λέτε μα δε μου δίνετε κανένα λόγο για να σας πιστέψω. Πέρα από το αποτυχημένο υπονοούμενο ορισμένων, που ταυτίζονται στη βεβαιότητα των επιχειρημάτων τους με αυτούς που λένε πως οι νεκροί ήταν μια προσφορά του Βγενόπουλου, ότι οι ειρηνικές πορείες συνοδεύουν δολοφόνους, έχουν χρέος όσοι μιλούν για τους νεκρούς να μη γίνονται μελό. Αν ούτε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων στα συγκλονιστικά μοιρολόγια του ή αν ούτε ο Γιάννης Ρίτσος στον Επιτάφιο κατάφεραν να αποτυπώσουν την απώλεια στις μουσικές και τις λέξεις, δεν θα τα καταφέρει ούτε η Μαρία Χούκλη- την αναφέρω επειδή κατά τα άλλα την εκτιμώ. Συγγνώμη Μαρία αλλά το βρήκα ψεύτικο και μακάβριο το κείμενό σου. Δεν βρήκαμε καλύτερο τρόπο να θρηνήσουμε; Τίποτα αληθινό δεν βρίσκουμε να πούμε; Δεν είναι βάρβαρο να λέμε σε ένα παιδί που δεν θα γεννηθεί ποτέ για τις αριστερές δυνάμεις; Γιατί δεν τολμούμε τουλάχιστον να σωπάσουμε; Κι αν σωπάσουμε, τότε «ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;» (Αναγνωστάκης).

Ένα είναι βέβαιο: Οι μελοδραματισμοί και οι υπερβολές στο ύφος, δε θα φέρουν πίσω τους ανθρώπους και περισσότερο φαίνεται σαν να προσπαθούν να τους παρηγορήσουν, σαν να ήταν αυτό δυνατό, παρά να τους τιμήσουν. Πολύ περισσότερο, δεν εξυπηρετούν την συνειδητοποίηση από πλευράς μας του τρομερού εγκλήματος. Είναι εντελώς άστοχο να αντιπαραβάλλουμε συναισθηματισμούς και ευκολίες σε θρασύδειλους και δυστυχισμένους φονιάδες. Οι μάζες λέει ο Μπροντιγιάρ, αναφερόμενος σε εμάς αρκετά άκομψα, είναι σε θέση να καταναλώνουν εικόνες δίχως να καταναλώνουν το νόημά τους και υποστηρίζει ότι αυτή η άρνηση νοήματος είναι η μόνη δυνατότητα αντίστασης που διαθέτουν.

Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που δεν συγκλονίζει κανέναν μας ο θάνατος. Ο νεκρός μοιάζει αταίριαστος μέσα στο τηλεοπτικό καρναβάλι. «Η τεμπέλικη απελπισία μας δεν μας ωθεί να πολεμήσουμε την αδικία αλλά να συνυπάρξουμε με αυτήν» σημειώνει ο Μπρυκνέρ. Το μελόδραμα γίνεται ένα άνετο καταφύγιο για τη σκέψη και την κατάθεση των πνευματικών όπλων, η φυγή από την πραγματικότητα συναντά την νεκροφιλία, η ψευδο-ευαισθησία ακυρώνει κάθε αλήθεια στο συναίσθημα.

Όπως ο νεκροθάφτης ξέρει πως το χώμα ποτέ δε θα σωθεί, έτσι κι ο δημοσιογράφος περιορισμένης ευθύνης θα συνεχίσει μόνο στα δικά του μνήματα σταυρούς να καρφώνει. Στη δεοντολογία του επαφίεται να βρει την αλήθεια αλλά εκείνος, διόλου σπάνια, το μόνο που κάνει είναι να επιλέγει συμμάχους μέσα στα νεκροτομεία των ειδησεογραφικών πρακτορείων που βολεύουν και δικαιώνουν τις λογικοφανείς αναλύσεις του. Τα άψυχα κορμιά, ο θρήνος της μάνας και εκείνος των συγγενών, υποβιβάζεται συνειδητά σε πρόσχημα για να ανανεωθεί η διαφωνία με φρέσκο αίμα, απλά και μόνο για να μην παρεκκλίνει η γραμμή της εφημερίδας που σιγοψιθυρίζει όχι στις απεργίες και στις πορείες. Η επίσημη ενημέρωση υποτιμάει τον εαυτό της για να έχει κάθε βράδυ στο τραπέζι της ένα μεγαλύτερο κομμάτι διαφημιστικής πίτας.

Αν δεν μπορούν λοιπόν οι άνθρωποί της να διδάξουν ή έχουν παραιτηθεί από αυτόν τους το ρόλο που θα μας παρείχε μια μεγαλύτερη προστασία όταν θα πηγαίναμε στις δουλειές μας, ας μας αφήσουν τουλάχιστον να σκοτωθούμε με την ησυχία μας κι ας σταματήσουν να μας βάζουν λόγια. Είναι ωραίο να μιλάς για τους νεκρούς, όταν δεν έχεις τίποτα να πεις στους ζωντανούς. Αντί για κλάματα και λέξεις μπερδεμένες που δεν έχουνε συναίσθηση και δεν υπηρετούν πιστά το συναίσθημα, ας πούμε ένα όχι πειστικό αυτή τη φορά στη βία χωρίς να τη συγχέουμε με το σπασμωδικό ξέσπασμα του κόσμου. Έχετε ακόμα εκπομπές, εφημερίδες, στήλες, λόγο. Μπορεί να βλέπουν τηλεόραση ή να σας διαβάζουν οι μελλοντικοί δολοφόνοι. Σπάστε τη νεκρική σιγή σας. Μιλήστε στον κόσμο για τον Γκάντι, τον Κινγκ και τον Θορώ. Προσέξτε καλά, σας προειδοποιεί από τον τάφο του ο τελευταίος, «να μην υπηρετήσετε την αδικία που καταδικάζετε».

«Όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί» λέει ο Λειβαδίτης. Το χρέος προς τους νεκρούς είναι σαφές κι είναι το να υποστηρίζουμε την ανθρώπινη ζωή όσο αυτή υφίσταται χωρίς να αποκλείουμε τις αντιφάσεις της. Να ζήσουμε, να βιαστούμε να προλάβουμε τους ζωντανούς, να προειδοποιήσουμε για το μίσος μέχρι να γίνει αγάπη και ανεκτικότητα, να σώσουμε ό,τι απέμεινε από το μέλλον, να παλέψουμε με την αδιαφορία. Ας υπερασπιστούμε χωρίς ντροπή για μια φορά και τη ζωή κι ας της επιστρέψουμε τη δύναμή της. Σε αυτό το τελευταίο, ένας πραγματικός αναρχικός, μπορεί και να μας φάνει χρήσιμος.

Απ'ό,τι δείχνουν τα πράγματα, είναι η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας απέναντι στους ζωντανούς που πρέπει να ξανασκεφτούμε. Κι όταν καταφέρουμε
σε όλους τους ανθρώπους να δούμε τον εαυτό μας, τίποτα περισσότερο και σπιθαμή λιγότερο(Γουίτμαν), ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία(Ντύλαν Τόμας).


Υ.Γ1: Οι Έλληνες οδηγοί είναι τρομοκράτες με τα όλα τους και δεν τηλεφωνούν κιόλας πριν πεταχτούν μπροστά σου και σε παρασύρουν στους αριθμούς των εφημερίδων. Οι εφημερίδες έγραψαν πριν λίγο καιρό ότι είχαμε 13,6% μείωση στους νεκρούς του πασχαλινού 3ημέρου σε σχέση με πέρυσι. Πόσοι νεκροί να είναι αυτοί; 1,56; 2,64; 3,78; Δεν ξέρω, Ρωτάω, να μάθω. 38 νεκρούς θρηνήσαμε το γιορτινό εκείνο 3ημερο. Αλλά δεν είδα ονόματα, δεν είδα φωτογραφίες τους, δεν είδα το ανθρώπινο δράμα τους. Δεν βρέθηκε κανείς να θρηνήσει τη ζωή ούτε μετά θάνατον. Δεν άκουσα κανέναν να λέει ότι χρεοκοπήσαμε ηθικά και πνευματικά, ούτε καν οδηγικά. Είναι ή δεν είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας και του απέναντι ρεύματος;

Υ.Γ2: Ο Μαλέλης είπε ότι οι δημοσιογράφοι που έρχονται από το Καποδιστριακό στο Σταρ- αλήθεια τι άδοξη διαδρομή- δεν γνωρίζουν ούτε τα βασικά. Ίσως επειδή δεν παίρνουν ούτε τον βασικό, ίσως επειδή και αυτά που ήξεραν είναι υποχρεωμένοι να τα ξεχάσουν;

Υ.Γ3: Αγγελική, Επαμεινώνδας, Παρασκευή και ένα αγέννητο βρέφος που το κλάμα του ποτέ δεν θα ακουστεί. Ελπίζω οι δολοφόνοι να χορτάσανε.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Σταφύλια της οργής (1939)

- Το σπίτι είναι δικό μου. Εγώ το 'χτισα. Για κάνε πως το ρίχνεις- θα στέκομαι στο παράθυρο με το ντουφέκι. Κάνε μονάχα πως έρχεσαι πολύ κοντά και θα σου την ανάψω σαν να 'σουνα λαγός.
- Δεν φταίω εγώ. Τίποτα δεν περνάει από το χέρι μου. Θα χάσω τη θέση μου αν δεν το κάνω. Και άκου: Πες πως με σκοτώνεις. θα σε κρεμάσουν, μα πολύ πριν σε κρεμάσουν, θα 'χουν βάλει κιόλας στη θέση σου κανέναν άλλον πάνω στο τρακτόρι και θα σου γκρεμίσει αυτός το σπίτι. Δε θα σκοτώσεις τον πραγματικό φταίχτη.
- Έτσι είναι. Ποιος σου 'δωσε τη διαταγή; Αυτόν θα κυνηγήσω. Αυτός είναι για σκότωμα.
- Κάνεις λάθος. Κι αυτός πήρε διαταγή από την Τράπεζα. Η Τράπεζα του λέει: "Διωξ'τους αυτούς από τα σπίτια τους, ειδεμή θα σε διώξουν από τη θέση ".
- Μα η Τράπεζα έχει Διοικητή. Έχει συμβούλιο. Θα γεμίσω το ντουφέκι μου και θα πάω στην Τράπεζα.
- Κάποιος μου σφύριξε ότι η Τράπεζα πήρε διαταγές από πιο ψηλά.
- Μα πού σταματά η αλυσίδα; Ποιον πρέπει να σκοτώσουμε; Δεν το 'χω σκοπό να πεθάνω από την πείνα, πριν σκοτώσω αυτόν που με κάνει να πεθάνω από την πείνα.
- Δεν ξέρω. Μπορεί να μην υπάρχει κανένας για σκότωμα. Μπορεί και να μην είναι άνθρωποι ανακατεμένοι σε όλα αυτά. Μπορεί, όπως έλεγες, να τα κάνει όλα αυτά η ιδιοκτησία. Όπως κι αν είναι, σου είπα τις διαταγές που έχω.
- Πρέπει να το σκεφτώ. Όλοι μας πρέπει να το σκεφτούμε. Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος για να σταματήσει το κακό. Δεν είναι όπως ο σεισμός ή το αστροπελέκι. Είναι μια συμφορά που την έφτιαξαν οι άνθρωποι. Κάτι που, μα το Θεό, μπορούμε να το αλλάξουμε.

Τζον Στάϊνμπεκ.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Είμαστε εις το εγώ

Σκοπός της τιμωρίας είναι να κάνει καλύτερους εκείνους που τιμωρούν. Νίτσε.

Τι κινητοποιεί τον άνθρωπο; Η φιλοδοξία, η εξουσιομανία, ο έρωτας, το μίσος, η αγάπη; Εγώ που μεγαλώνοντας διακρίθηκα στην τελευταία κατηγορία, πέρασα και περνάω ακόμα πολλά διαστήματα άεργος. Είναι η αγάπη από μόνη της αδύναμη; «Τα πάθη, οι ιδιωτικές επιδιώξεις και η ικανοποίηση εγωιστικών επιθυμιών είναι αποτελεσματικότατες πηγές δράσης» έλεγε ο Χέγκελ.

Ο Μίλτον Φρίντμαν της Σχολής του Σικάγου τον άκουσε και είχε μια ιδέα: «Υποθέστε ότι εσείς και τρεις φίλοι περπατάτε στο δρόμο και βρίσκετε ένα χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων στο πεζοδρόμιο. Θα ήταν βέβαια γενναιόδωρο εκ μέρους σας να το μοιραστείτε ή να τους κεράσετε ένα ποτό. Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν το κάνετε. Νομιμοποιούνται οι άλλοι τρεις να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να σας υποχρεώσουν να μοιραστείτε τα λεφτά; Υποθέτω ότι οι περισσότεροι θα λέγατε όχι». Ο μεγάλος παραμυθάς των οικονομικών κατάφερε κάπως να δικαιολογήσει αυτή του τη γυφτιά κερδίζοντας εκατομμύρια πιστούς οπαδούς. Οι άνθρωποι άρχισαν να μοιάζουν ντεμοντέ, ξεπερασμένοι και συνηθισμένοι μπροστά στα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Το υποπτευόμασταν ότι μπορεί εκεί να οδηγηθούν τα πράγματα, αλλά παλαιότερα το είχαμε απορρίψει.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα ο Λεοπάρντι διαπίστωνε ότι «μαζί με τη βιομηχανία επελαύνουν η μικρότητα, η αδιαφορία, ο εγωισμός, η πλεονεξία, η υποκρισία και η δόλια κερδοσκοπία». Ο κόσμος όμως είχε την τύχη να διαθέτει ηγεσίες. «Η Εργασία προηγείται του κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο είναι μόνο ο καρπός της Εργασίας και δεν θα είχε υπάρξει ποτέ αν δεν είχε προηγουμένως υπάρξει εργασία. Η εργασία είναι ανώτερη του κεφαλαίου και δικαιούται με το παραπάνω την ύψιστη προσοχή» έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν. «Πάντα ξέραμε ότι η απεριόριστη αναζήτηση του εγωιστικού συμφέροντος ήταν ηθικά λανθασμένη. Τώρα γνωρίζουμε ότι είναι και οικονομικά λανθασμένη» διακήρυσσε ο Ρούζβελτ μετά το Κραχ. Ποιος τους θυμάται όμως αυτούς τους αισχρούς «κομμουνιστές»; Καραβάνια οικονομολόγων, τραπεζιτών και χρηματιστών έβαλαν σκοπό της ζωής τους να τους διαψεύσουν και περίμεναν για αυτή τη στιγμή υπομονετικά. Στην περίπτωση του νέου κραχ, δεν τηρήθηκαν καν τα προσχήματα. Η εξουσία που χάθηκε μέσα στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της απληστίας έπρεπε άμεσα να ανανεωθεί.

«Όσο περισσότερο η κυριαρχία που υφίσταται κάποιος είναι απρόσωπη και συνολική, τόσο εξαπλώνεται η ιδέα της αδυναμίας όσων βρίσκονται υπό κυριαρχία και υπό χειραγώγηση και τόσο η ιδέα ενός κοινωνικού κινήματος μοιάζει ψευδαίσθηση» λέει ο Μορέν που πιστεύει ότι ο καπιταλισμός είναι η κυριαρχία της οικονομίας επί της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτουργεί. Ο Βαλερστάιν γράφει: «Ο φιλελευθερισμός ανακαλύφθηκε για να αντιμετωπίσει τη δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι στη βάση της αντιεξουσιαστική. Είναι η απαίτηση για ίσο λόγο στην πολιτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα και ίση συμμετοχή στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα ανταπόδοσης. Ο μεγαλύτερος φραγμός σε αυτήν την ώθηση υπήρξε ο φιλελευθερισμός με την υπόσχεση του για σταθερή πρόοδο».

Μια εξουσία έτσι όπως την διείδε ο Τόκβιλ όπου ο «αφέντης θα ήταν απολύτως ευχαριστημένος που οι άνθρωποι μπορούν να χαίρονται, αρκεί να μη σκέφτονται τίποτε άλλο εκτός από το να χαίρονται», απομακρύνεται εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης που αγγίζει όλο και περισσότερο τη μεσαία τάξη, έγραφα πριν ενάμιση χρόνο. Ο κόσμος για να παραμένει υποταγμένος φαίνεται πως πρέπει να είναι τόσο φτωχός όσο χρειάζεται για να μην εξεγείρεται. «Μόνο η εξουσία μπορεί να σταματήσει την εξουσία» έγραψε ο Μοντεσκιέ. Και η νέα εξουσία στηρίχτηκε στην αφέλειά μας. Στην πεποίθηση μας ότι έχει δικαιώματα πάνω μας που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση, πόσο μάλλον να δίνεται σε κάποιους η δυνατότητα να ποντάρουν μέχρι και υπέρ της εξάλειψής τους.

Μα ο κόσμος δε βλέπει πέρα από τη μύτη του. Το περιβάλλον στο οποίο ζει ο καθένας μας είναι εικονικό. Οι ιδέες μας για περισσότερα κέρδη ξεχνούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. «Πού βρίσκονται σας ερωτώ οι ελεύθεροι άνθρωποι, αυτοί που ζουν στα ψηλά, που δεν φυλακίζουν τη σκέψη τους στον στενό κύκλο ενός δόγματος και οι οποίοι πορεύονται ειλικρινά προς το φως, χωρίς να φοβούνται μήπως διαψευστούν αύριο, μη έχοντας άλλην έγνοια από το δίκαιο και το αληθινό;» αναρωτιέται ο Εμίλ Ζολά. Δύσκολα πράγματα.

Στο δρόμο κυκλοφορώ τώρα πια με ψιλά. Θα ‘κανε ο φτωχός το ίδιο με μένα(;), σκέφτεται ο άνθρωπος του συστήματος. «Οι περισσότεροι άγιοι ήταν φτωχοί, όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι περισσότεροι φτωχοί είναι άγιοι» έλεγε ο Αμερικανός φιλόσοφος Raplh Waldo Emerson. Γιατί λοιπόν να υπερασπιστεί τον αχάριστο ευεργετούμενο; Είναι απλό. Γιατί η ανταμοιβή για την ενάρετη πράξη είναι η πραγματοποίησή της όπως είπε ο Σενέκας. Μη βάζεις λοιπόν σε κίνδυνο τα ψιλά σου. Επένδυσέ τα στις χούφτες των φτωχών προτού το «σώζων εαυτόν σωθήτω» του καπιταλισμού μεταβάλει την ανθρωπότητα σε αυτό που ο Νίτσε θα ονόμαζε «αστόχαστη σύμπτωση». Διαφορετικά, ας τους σκοτώσουμε αποδίδοντάς τους έτσι την αξιοπρέπειά τους όπως θα μας συμβούλευε ο Μποντλέρ.

Πίστη στις αγορές σημαίνει απιστία στο λαό. Και ο θείος Walt μου λέει να αντιστέκομαι πολύ και να υπακούω λίγο. Οι δυνάστες πρέπει στην ώρα τους να αντικαθίστανται από νέους που θα έχουν πάρει το μάθημά τους. Μπορεί η παιδεία να πετύχει εκεί όπου η εξουσία απέτυχε να βάλει τάξη; Η Αριστερά και Δεξιά, ακούραστες, μάχονται ακόμα για το ποια κόλαση θα επικρατήσει. Στην πραγματικότητα έγιναν όργανα σύγχυσης και αναμόχλευσης των παθών, σαν την επιληπτική κρίση εκείνου του άγνωστου άντρα ένα τέταρτο πριν τη δολοφονία του Κένεντι που βοήθησε τους εκτελεστές να πάρουν τη θέση τους μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.

Αχάριστοι και τεμπέληδες ή ανταγωνιστικοί, φοβισμένοι και χωρίς δικαιώματα; Τι θα προτιμήσουμε τελικά; Την ασυδοσία του λαού ή της εξουσίας; Ακούγοντας προχθές μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο μια πολιτική συζήτηση που πελαγοδρομούσε ανάμεσα σε κλισέ και καταγγελίες, σκέφτηκα περνώντας μπροστά από το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι ότι ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας ακούει και γελάει με τις λύσεις και τις αναλύσεις τους. Πριν κοιμηθώ, σκέφτηκα ότι υπάρχει η πιθανότητα να γελάει και με τις δικές μου. Οφείλω να τον παραθέσω για να είμαι καλυμμένος.

«Τι μπορούμε να περιμένουμε από τον άνθρωπο, από το ον αυτό το προικισμένο με τόσες παράξενες ιδιότητες; Δώστε του πλούτη, πνίξτε τον στην ευτυχία, ενισχύστε τον όσο θέλετε χρηματικά για να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να κοιμάται, να τρώει γλυκίσματα και να προλέγει το τέλος της παγκόσμιας ιστορίας και τότε ακόμη ο άνθρωπος, από αχαριστία και μοχθηρία, θα κάνει ατιμίες. Θα ριψοκινδυνέψει να χάσει τα γλυκίσματα του και θα επιθυμήσει σκόπιμα ουτοπίες που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν, πράγματα παράλογα και ανώφελα, μόνο και μόνο για να νοθέψει το θετικό ορθολογισμό με κάποιο στοιχείο της φαντασίας του, καταστροφικό».

Όσο πιο αδιάφορος ήταν κανείς, τόσο περισσότερο αίμα ζητάει τώρα. Ο κόσμος ξέρει το σωστό και γι’αυτό δεν το κάνει. Η χρεοκοπία είναι μια ευκαιρία να αλλάξει και γι’αυτό ακριβώς δεν πρόκειται να την εκμεταλλευτεί. Όταν το αποφασίσει, πρέπει να ψάξει τη φωνή του μέσα σε μια σιωπή και να την περιμένει να μεγαλώσει. Πόσο άνθρωπος άραγε θα αντέξει να γίνει; Θα εξαρτηθεί από τη θέληση και την υπομονή του. Για κάποιο διάστημα, οφείλει να το βουλώσει. Να σκύψει το κεφάλι. Να διαμαρτυρηθεί σιωπηλά και ειρηνικά. Διότι αδερφέ μου δε μάθαμε ακόμα να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά. Στρατηγέ Μακρυγιάννη, όπως θα κατάλαβες τις τελευταίες μέρες, δύο αιώνες σχεδόν μετά την έκκλησή σου, είμαστε ακόμα εις το εγώ κι όχι εις το εμείς.

Επαναλαμβάνοντας τις ουτοπίες

Με τα Μίντια όλα είναι εφικτά. Η υπερπληροφόρηση αποστήθισε τα λόγια της προπαγάνδας. Η τελευταία είναι πλέον περιττή. Οι μάσκες όμως πέφτουν. Τουλάχιστον τώρα με το Δ.Ν.Τ μπορούμε να ξαναρχίσουμε να μιλάμε ελεύθερα χωρίς τα σπρεντς πάνω από το κεφάλι μας.

Ο εγωκεντρισμός μας δε σηκώνει τίποτε παγκόσμιο. Θέλουμε πάση θυσία να κρεμάσουμε τους πολιτικούς που μας οδήγησαν εδώ και το θέλουμε τώρα. Αν τελειώσουμε με αυτούς και καταφέρουμε να ξυπνήσουμε αύριο έντιμοι και αλληλέγγυοι, μας λένε ότι θα μπορέσουμε να ελέγξουμε τα τερατουργήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η Μεταπολίτευση απέτυχε επιμένουν και δυστυχώς δε μας βρίσκεται κανένα πλάνο από το 1974 για να το επαληθεύσουμε. Τι βαθυστόχαστες ανοησίες. Ο αφελέστατος Νίτσε έκρινε κάποτε πως οι Έλληνες ήξεραν καλύτερα από τους άλλους λαούς πότε να φιλοσοφούν. Ώρες για περισυλλογή ξεκλέβαμε τότε σε στιγμές μεγαλείου και θριάμβου. Δεν είναι πια αλήθεια. Ποιος φταίει για την κρίση, σας ερωτώ! Ο Καραμανλής, ο Σημίτης, η Αριστερά, εμείς, η εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου στην ΕΡΤ, το ΠΑΜΕ που επειδή έχει φράξει το κεφάλι του πιστεύει ότι μπορεί να φράζει και το λιμάνι; Οι απαντήσεις δεν έχουν τελειωμό και αν ήμουν εξεταστής, θα τις έπαιρνα όλες σαν σωστές γιατί καθεμία κρύβει μια δόση αλήθειας.

«Το να γίνει κανείς συντηρητικός διανοούμενος κατέληξε να είναι καλή επιλογή καριέρας» γράφει ο Πολ Κρούγκμαν στο βιβλίο του «Η συνείδηση ενός προοδευτικού». Την ίδια μέρα που ο νομπελίστας οικονομολόγος πρότεινε μέσα από τις σελίδες των Νέων να υποβαθμίσουμε τους οίκους αξιολόγησης, τηλεδημοσιογράφος έγραφε ένα ακόμα κείμενο από αυτά που κατηγορούν τους διεφθαρμένους Έλληνες, τα σκουπίδια ή τα γουρούνια αν προτιμάτε. Την ίδια ώρα, που ο μέχρι πρότινος ήρωάς τους, ο Ομπάμα, προσπαθεί να περάσει νόμο που θα ελέγξει τη διαφθορά και την ασυδοσία της Wall Street δίχως όμως να αγγίζει τους οίκους, την ίδια στιγμή που στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τα διευθυντικά στελέχη της Goldman Sachs καταθέτουν στους γερουσιαστές ότι αυτοί που αγόρασαν ασφάλειες από την εταιρεία τους ζήτησαν ρίσκο "and that's what they got", το ίδιο δευτερόλεπτο που ποντάρουν όχι μόνο πάνω στη χρεοκοπία χωρών αλλά και των ίδιων τους των πόλεων, εσύ ασχολείσαι με τον μανάβη που δεν κόβει απόδειξη. Σαν να φωνάζει το παιδί σου για βοήθεια και εσύ να το ρωτάς τι έφαγε σήμερα.

Η έλλειψη εναλλακτικής πρότασης της αντίπαλης ανεύθυνης πλευράς έγινε η επίσημη υπεκφυγή κάθε αναλυτή που σέβεται τον εαυτό του. Η εξουσία, με ένα μαγικό τρικ, έμαθε να συνεννοείται και να συναλλάσσεται σε όλες τις γλώσσες. Οι δικοί μας άνθρωποι πήραν το μέρος των εχθρών μας γιατί τελικά αποφάσισαν ότι αισθάνονται πιο κοντά τους. Ο κοντόφθαλμος ρεαλισμός έγινε ευαγγέλιο. Το χειρότερο είναι ότι μας έπεισαν ότι παίρνουμε και εμείς αυτό που αξίζουμε. Ότι αξίζουμε το χειρότερο γιατί είμαστε οι χειρότεροι. Με ποιο τρόπο; Μα φυσικά μαστιγώνοντας αυτούς που έκαναν το πάρτυ τόσα χρόνια. Τον ελληνικό λαό που τα κονόμησε χοντρά. Γνωρίζοντας, έξυπνοι καθώς είναι, ότι η οργή του κόσμου πρέπει να κατευθυνθεί σε συγκεκριμένους ανθρώπους, σε λίγα και καλά καθίκια, ενήργησαν προδοτικά και αγνόησαν επιδεικτικά την πραγματικότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Κι εμείς, τα εύπιστα θύματα, κατηγορήσαμε τον εαυτό μας την πιο ακατάλληλη στιγμή, την ώρα που βόλευε συγκεκριμένα κάποιον Τζον Πόλσον. Οι πιο περήφανοι τα βάλαμε με τους ανίκανους πολιτικούς μας. Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι που θα επιλεγούν από τις τάξεις τους περιμένουν υπομονετικά να μας λυτρώσουν με τη θυσία τους.

Οι έλληνες οικονομολόγοι, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι έστρεψαν το όπλο πάνω στον λαό που υπηρετούν. Οι πολιτικά ορθοί έβαλαν πάλι τη στολή του Σούπερμαν για να μας σώσουν. Με την τετράγωνη λογική τους, που μας οδήγησε μέχρι εδώ με απόλυτη ασφάλεια, τώρα εκπονούν σχέδια εξόντωσης του πληθυσμού, πλήρως τεκμηριωμένα. Αυτή τη φορά βρήκαν τη λύση που θα μας ξελασπώσει. Κάτι καινούριο σκαρφίστηκαν που θα μας βυθίσει τελειότερα στον πάτο. Γιατί αλήθεια να τους εμπιστευτούμε; Το νέο τους παιχνίδι φαίνεται να τους έχει ενθουσιάσει. Μας αναλύουν τα συναισθήματα των αγορών και όχι τα δικά μας, μας παρουσιάζουν τις αντιδράσεις των ξένων στα νέα μέτρα και όχι τις δικές μας. Πλάκα δεν έχει; Όταν μας λένε να είμαστε αισιόδοξοι, ποιος θα διαφωνούσε ότι έχουμε σοβαρούς λόγους να αρχίσουμε να ανησυχούμε;

Αναλυτής συντηρητικής εφημερίδας γράφει: «Κι έτσι φθάσαμε σήμερα να έχουμε μια σοβιετικού τύπου οικονομία, έναν δημόσιο τομέα που γεννά την διαφθορά και μια κοινωνία που διέπεται από αξίες συνυφασμένες με την παρακμή των κομμουνιστικών καθεστώτων, όπως λ.χ. την επιδίωξη του χαμηλότερου δυνατού παρονομαστή ώστε να χωρούν όλοι παντού, την αντίληψη της τεμπελιάς ως φυσικό δικαίωμα και την πεποίθηση ότι το κράτος έχει την υποχρέωση να προστατεύει τον πολίτη ακόμη και από τις αναποδιές της τύχης». Δεν έχει; Για δες. Άλλος αναλυτής δημοκρατικής εφημερίδας αναρωτιέται: «Είναι η ελληνική κοινωνία που δεν αντέχει την προσαρμογή ή οι Έλληνες πολιτικοί; Μέχρι στιγμής προκύπτει σαφώς το δεύτερο». Τι φοβιτσιάρηδες που είστε. Πώς κάνετε έτσι για ένα μικροσφραγισματάκι; «Που πάνε τα λεφτά μας;» αναρωτιόντουσαν λέει οι Γερμανοί βλέποντας την Αθήνα να καίγεται. Σίγουρα, αγαπητέ συνάδελφε, ένας Γερμανός τηλεθεατής θα αναρωτιόταν. Ένας ενεργός πολίτης δεν θα το έκανε ποτέ.

Μη δεχτείς λοιπόν να παίξεις το παιχνίδι της προσωπικής σου ευθύνης. Μη κατηγορείς τον εαυτό σου την πιο άσχετη στιγμή. Βάλ’τα μαζί του όλες τις υπόλοιπες ώρες. Φταίμε σε όλες τις άλλες στιγμές εκτός από αυτήν που μας υποδεικνύουν. Το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου θα ήταν να πεις σε κάποιον ότι φταίει και να το πιστέψει. Δε χρειάζεται καν να το δεχτεί για τον ίδιο. Αρκεί να έχει την ελευθερία να υποδείξει τον διπλανό του. Στη μεταμέλεια του καθενός μας ή στην προθυμία του να ρίξει τις ευθύνες στους άλλους, στηρίζει τα θεμέλια της η εξουσία. Όταν τέτοιες ώρες σου ζητούν να αναλάβεις τις ευθύνες σου, είναι το ίδιο με το να σε εγκαλούν για το ότι ζεις. Μη τους αφήνεις να σου ζητούν το λόγο. Αν επιμείνουν ότι φταίει ο διπλανός μας, διαστρέφοντας πλήρως το «αγάπα τον πλησίον σου» στο οποίο κατά τα άλλα ως βαθύτατα θρησκευόμενοι ημι-δεξιοί ισχυρίζονται ότι πιστεύουν, ας μην απορήσουν όταν θα φτάσουμε και σε αυτούς.

Μερικοί αναλογίζονται τάχα μου τις ευθύνες τους αυτές τις μέρες. Γνωρίζουν ότι η οργή του κόσμου διαθέτει ένα ελαττωματικό στόχαστρο αλλά με αλάθητο ένστικτο. Η ξαφνική τους ευγένεια κι ο κόπος που έκαναν να αναφερθούν στην ειρηνική πορεία, η συναινετική τους διάθεση και η υποκριτική τους αυτοκριτική τους έχει προς το παρόν σώσει. Για να μην είμαστε όμως άδικοι, ούτε οι προοδευτικοί άνθρωποι δείχνουν πρόθυμοι να εκφράσουν συνετό λόγο. Η σιωπή τους κραυγάζει το βόλεμά και το φόβο τους. Πόσο γρήγορα ξέχασαν τους νέους που λάτρευαν. Ήδη μας δείχνουν την πόρτα της εξόδου. Για το καλό μας.

Προφανώς και δεν συμφωνούμε ως προς αυτά που μπορούμε να αλλάξουμε. Ρίξτε τους όμως μια ακόμη ματιά. Οι τύποι της Wall Street άλλαξαν. Γίνονται όλο και χειρότεροι, όλο και πιο άπληστοι, όλο και πιο γλοιώδεις. Γιατί οι πολίτες να μην έχουν τα ίδια δικαιώματά με αυτούς τους κυρίους που τζογάρουν εναντίον χωρών; Από αυτό το καζίνο, αργά ή γρήγορα, όλοι θα βγουν χαμένοι- γιατί δεν προβλέπετε τουλάχιστον αυτό; Δεν είναι ανάγκη οι Έλληνες να το φέρουμε βαρέως.

Επιπλέον, δεν έχουμε την πολυτέλεια να στηριχτούμε σε εμπνευσμένες ηγεσίες μέχρι να τις αποκτήσουμε. Προς το παρόν έχουμε έλλειμμα. Μόνο ένας Κον Μπεντίτ φωνάζει γιατί του έμεινε το κουσούρι από παλιά. Και το μόνο που δικαιολογεί την Ευρώπη για να παραφράσουμε τον Σταντάλ, είναι το ότι δεν υπάρχει. Ο Ρομπέρτο Ούνγκερ λέει ότι «μια πρόταση η οποία απέχει αρκετά από τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα, χλευάζεται ως ενδιαφέρουσα αλλά ουτοπική». Ο Γιορν πίστευε ότι «μόνο εκείνος που είναι ικανός να απαξιώνει μπορεί να δημιουργήσει νέες αξίες». «Η τελευταία λέξη του κόσμου για τον κόσμο δεν έχει ειπωθεί» μας εμψυχώνει ο Μπαχτίν. Στο σημείο λοιπόν που φτάνουμε, τίποτα μη ουτοπικό δε πρέπει να μας αφορά. Ό,τι είναι ρεαλιστικό, μας αποπροσανατολίζει από το πρόβλημα: την τερατογένεση του παγκόσμιου καπιταλισμού των τραπεζών και τη δικτατορία των αγορών.

Η εξουσία βάζει προτεραιότητες στις πέννες των αναλυτών. Το μυαλό όμως δε λειτουργεί με επισημότητες. Οι σκέψεις είναι λίγες όταν ζέχνουν χειραψίες με τα λερωμένα χέρια των εξουσιαστών. Οι σοβαροί αναλυτές θέλουν να είναι άτεγκτοι και αυστηροί για να τιμούν την υποκρισία και τη σοβαρότητα της εφημερίδας που τους φιλοξενεί. Μυρίζω τα ακριβά τους αρώματα, βλέπω τα άδεια τους βλέμματα, διακρίνω τα ρολόγια τους που δε δείχνουν ποτέ την ώρα της αλήθειας. Δε θα συντονιστώ με τους δείκτες τους.

Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες; Ποιος θα λογικέψει τους λογικούς; Κι αν τα δύο πρώτα ερωτήματα απέτυχαν, το τρίτο σίγουρα θα σας ταράξει: Τι γίνεται αν δεν υπάρξουν τίμιοι και ικανοί; Τι κάνουμε σε περίπτωση που δεν εμφανιστούν; Ποιο είναι το plan b; Εγώ πάντως δεν έχω να προτείνω απολύτως τίποτα.

Μα για σταθείτε. Έντιμοι για να υπηρετήσουνε το κέρδος; Γαμώτο, κάτι δεν μου πήγαινε καλά από την αρχή σε αυτήν την αγγελία. Πάνω που σκεφτόμουν να βγω στις αγορές να δανειστώ μια εργασία με υψηλό επιτόκιο. Τελικά θα περιμένω. Σε λίγο, εξάλλου, έτσι όπως πηγαίνουν τα πράγματα δε θα συμφέρει καθόλου να δουλεύεις.

Και τι πάει να πει τι θα κερδίσετε αν βγείτε στο δρόμο; Από πότε σκέφτεστε με τους όρους του καπιταλισμού; Which side are you on boys? Αυτοί που σας ενημερώνουν και σας κυβερνούν, έχουν διαλέξει. Το σκέφτεστε ακόμα;

Υ.Γ: Δεχτείτε να φταίτε μόνο για αυτό που είπε ο Καζαντζάκης: «Αν δε σωθεί ο κόσμος, εγώ φταίω». Για τίποτα περισσότερο.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Τα νέα μέτρα θέλω να τα θέλεις εσύ

Ο Ηρόδοτος περιγράφει αν δεν κάνω λάθος σε μια ιστορία του ότι κατά τη διάρκεια του φονικού λοιμού στη Λυδία, ο κόσμος άρχισε να παίζει παιχνίδια. Οι άνθρωποι τη μια μέρα έπαιζαν ζάρια και την άλλη έτρωγαν. Από τον ενθουσιασμό του παιχνιδιού, ξεχνούσαν να φάνε και κατόρθωναν έτσι να επιβιώνουν. Έζησαν με αυτόν τον τρόπο 18 χρόνια.

Το Δ.Ν.Τ είναι τώρα εδώ, σαν έτοιμο από καιρό. Φταίξαμε. Κλέψαμε. Ψηφίσαμε τους ίδιους. Βολευτήκαμε. Χαίρω πολύ. Καθώς όμως μόνο μερικοί τα κονομούσαν, η Ελλάδα έμενε φτωχή. Οι αγορές, που μας απέλυσαν με συνοπτικές διαδικασίες κερδοσκοπίας, μας στέλνουν τώρα και την αποζημίωση. Κι αν τυχόν επρόκειτο για κάποιον οργανισμό που έχει βοηθήσει τις χώρες με τις οποίες έχει συνεργαστεί, θα ήμασταν υπέρ του. Παρακαλώ, περάστε, θα λέγαμε. Βοηθήστε μας. Πείτε μας τι να κάνουμε για να κινηθεί η οικονομία. Αντίθετα, το Δ.Ν.Τ ήρθε για να βάλει τάξη στην ανεργία. Γίναμε κι εμείς θύματα του Διεθνούς Ταμείου Εξαθλίωσης όπως το ονομάζει ο Στίγκλιτς. Το κηδειόχαρτο έχει τον ειρωνικό τίτλο «Μνημόνιο συνεννόησης», δείγμα αν μη τι άλλο οικονομικοπολιτικού πολιτισμού.

Φυσικά και ήταν «μια κάποια λύσις». Για όποιον δεν έχει επιλογές, είναι μάλιστα ιδανική. Στην ουσία καλέσαμε τον διασημότερο serial killer των κρατών να μας κάνει την κηδεία, δημοσία δαπάνη. Η τρόικα δεν ήρθε να σχεδιάσει την ανάστασή αλλά την ταφή μας. Μελέτησε με τους πολιτικούς μας τι μπορούμε να κάνουμε για να μην αναστηθούμε. Στους συνταξιούχους για παράδειγμα άφησε τόση αξιοπρέπεια όση τους χρειάζεται για να πηγαίνουν στη λαϊκή. Αυτό που διαπραγματευτήκαμε ήταν το πόσο λιτός και απέρριτος οφείλει να είναι ο τάφος μας για να μην προκαλέσουμε την οργή των αδέκαστων ελεγκτών οι οποίοι το μόνο που θέλουν είναι να τους επιτρέπεις να σε εξουσιάζουν. Είναι πολύ απλοί άνθρωποι.

Μισούν την ξεγνοιασιά που μας έχει απομείνει, τη γλυκιά μας ανευθυνότητα, το χαμόγελο που ακόμα θυμάται τα πρόσωπά μας. Και θέλουν να μας τα περικόψουν κι αυτά και να μας τιμωρήσουν για κάθε μας αδυναμία που μας κάνει ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν διανοούνται ότι το διασκεδάζουμε ακόμα. Μας μισούν επειδή η δικιά μας αθλιότητα είναι πιο ζωντανή. Φοβούνται ακόμα τους Έλληνες, εκείνους τους υποψιασμένους τεμπέληδες. Τους κάνουμε έξαλλους που αδιαφορούμε. Ίσως αν δεχόμασταν σιωπηλά τα μέτρα, να τους δείχναμε πόσο τους περιφρονούμε. Αν δουν διαδηλώσεις, θα αισθανθούν επιτυχημένοι. Μπα, φοβάμαι ότι δεν τους νοιάζει ούτε αυτό. Φοβάμαι ότι μπορεί να νιώθουν ακόμα και άσχημα. Σίγουρα όταν γυρνούν σπίτι τους τα ξεχνούν όλα. Εμείς τα θυμόμαστε.

Για ένα μόνο είμαι βέβαιος. Θέλουν λαούς ηττημένους. Λαούς που θα πιστεύουν με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε ότι δικαιολογείται η τιμωρία τους, γιατί έτσι τους αξίζει. Οι ανέραστοι κύριοι της τρόικας έβαλαν τα στοιχεία στο τραπέζι αφού οι άνθρωποι δε χωρούν, έθεσαν τις υπάρξεις μας υπό διαπραγμάτευση, ακύρωσαν τα όνειρα μας.

Η Ελλάδα που θα θυμίζει γιάφκα σε λίγο καιρό είναι έτοιμη να υποδεχτεί τους Έλληνες. Οι πόλεις μας θα αρχίζουν να μοιάζουν σταδιακά με τα χωριά μας. Οι νέοι απώλεσαν σε σημαντικό βαθμό την ευλογία να παλεύουν για την πατρίδα τους εντός των συνόρων της. Στο αεροδρόμιο θα πηγαίνω πλέον κάθε μέρα διότι όλο και κάποιος φίλος θα φεύγει. Ετεροχρονισμένα, η γενιά του Αλέξη τιμωρείται και ο αγώνας του Κούγια δικαιώνεται.

Πολίτες και ηγεσία δεν κατάλαβαν ότι στη ζούγκλα για να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις θηρίο. Κι εμείς δεν είχαμε ποτέ κοινή εξωτερική πολιτική εναντίον των αγορών. Η Τουρκία, όπως φοβόμασταν, δεν είχε κανένα χαρακτηριστικό που θα ταίριαζε σε έναν πραγματικό εχθρό. Και σήμερα φοβάμαι για όλα αυτά που θα γίνουν για μένα μπροστά σε εμένα.

Ο καπιταλισμός αυτοκαταστράφεται εδώ και καιρό. Τι σόι σύστημα είναι αυτό που λιγοστεύει τις ευκαιρίες και κάνει τον κόσμο φτωχότερο; Το Δ.Ν.Τ θα έπρεπε ήδη να κρατείται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας για απόπειρα ανθρωποθυσίας. Όλες οι χώρες που «συνεργάστηκαν» μαζί του, βρέθηκαν απανθρακωμένες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Καθώς οι κατακτήσεις του ανά την υφήλιο αυξάνουν, οι ιστορικές κατακτήσεις των εργαζομένων καταργούνται.

Για ένα μπορούν να είναι σίγουροι οι κύριοι της τρόικας. Ότι ο Έλληνας, παρά τη σύγχυσή του και τα προβλήματά του, θα τους διαολοστείλει εγκάρδια. Η τιμή θα είναι όλη η δική τους. Και εκείνοι έχουν μάθει να εκτιμούν κάθε μορφή της. Τι είναι 18 χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα; Ελπίζω απλά να μη μας χρειαστούν φτωχούς για περισσότερα.

Θα επανέλθω με νέο κείμενο.

Πνίχ' τονε ρε Μήτσο


Μόλις τον συνέλαβα. Τον κρατάω. Αυτός είναι. Τον αναγνώρισα. Την κρίση ηλικίας του πληρώνουμε. Απάνω του αδέρφια. Να θυσιαστούμε. Να δει τη δύναμη μας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Μα ξέχασα. Είμαστε σαν κι εκείνο το ανέκδοτο. Εμείς μελίτακες κι αυτός ελέφαντας. Ή απλά μαλάκες. Καιρός όμως να διεκδικήσουμε να μη μας πατούν όπου μας βρούνε. Ας βγούμε όλοι ξανά πάνω στο δέντρο. Έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία.
Το ανέκδοτο που περιγράφει την κατάστασή μας είναι μετά το τρίτο λεπτό. Τα νούμερα βγαίνουν. Πρέπει κάποια στιγμή να συμφωνήσουμε στον βασικό εχθρό. Διά ανατάσεως της κεραίας.

Δε θα τους απασχολήσει πολύ

Έφυγαν τέσσερις άνθρωποι σήμερα και δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική αστυνομία. Γι’αυτό οι δολοφόνοι ας παραδοθούν από μόνοι τους.