Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Καλή σταδιοδρομία

Πιο φτωχή θα είναι μετά το άνοιγμα της αγοράς φορτηγών η δημοσιογραφική οικογένεια καθώς γνωστοί παρουσιαστές της τηλεόρασης εκφράζουν την πρόθεσή τους να την εγκαταλείψουν για να γίνουν φορτηγατζήδες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην οικονομική κρίση. Η ΕΣΗΕΑ με μπροστάρη τον πρόεδρό της Πάνο Σόμπολο μάταια προσπαθεί να βάλει φρένο στο κύμα φυγής των τηλεαστέρων που φέρονται αποφασισμένοι να αλλάξουν ζωή και να χειραφετηθούν. Οι περισσότεροι εξ’αυτών λένε ότι έχουν βαρεθεί να υπερασπίζονται το χώρο τους που τον λυμαίνονται διεφθαρμένοι επιχειρηματίες ενώ μπορούν κάλλιστα να μπουν σε εκείνο της νταλίκας και να το παίζουν φτωχαδάκια. Στη συνάντηση που είχαν με τους ιδιοκτήτες βυτιοφόρων στον προθάλαμο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, τα τηλεπαράθυρα, έγινε σαφές ότι με τις μαλακίες που αναγκάζονται να λένε καθιστούν ακόμα γοητευτικότερα τα ιδρωμένα αγόρια του βολάν. Είναι πια ξεκάθαρο πως οι αυθεντικές γυναίκες, πόσο μάλλον οι ξετσίπωτες της καλής κοινωνίας, θα καταδέχονταν να τις γαμήσει μόνο κάποιος διεφθαρμένος φορτηγατζής από τα μπλόκα. Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο να διαλυθούν οι οικογένειές τους και να χάσουν τις βίλες που με τόσο μόχθο έχτισαν, η απόφαση των μεγαλοδημοσιογράφων πρέπει ήδη να θεωρείται ειλημμένη. Οι καναλάρχες βρίσκονται σε απόγνωση καθώς οι κεντρικές καρέκλες των δελτίων τους αδειάζουν η μία μετά την άλλη και το Υπουργείο Παιδείας αργεί να μοιράσει στους επίδοξους αντικαταστάτες το Ημερολόγιο του Γκαίμπελς. Η Υπουργός Παιδείας, Δια βίου μάθησης, Θρησκευμάτων και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, Άννα Διαμαντοπούλου, διαβεβαίωσε ότι δε θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην αποστολή των συγγραμμάτων. Το κλίμα στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια, εν αναμονή των δραματικών εξελίξεων, είναι πολύ βαρύ παρόλο που όλοι είχαν ακούσει για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα μεγάλα ονόματα του σιναφιού. Δεν αποκλείεται η διαρροή εγκεφάλων να συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον ενώ κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει ποιες θα είναι οι συνέπειες του τραγικού απολογισμού. Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.

Υ.Γ. Και Bonus Track για πιο απαιτητικές τηλεθεάτριες.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Άστεγος έρωτας

Όταν ο έρωτας κυριαρχεί, τυφλώνει την ντροπή. Ουγκώ.

Για να πάρεις κάποιο μάθημα ζωής δε χρειάζεται να ξέρεις πώς είναι μια πανεπιστημιακή αίθουσα-άσε που μερικές φορές επιβάλλεται να την αποφεύγεις. Η παράδοση έγινε καθώς κατέβαινα την Αριστοτέλους.

Δύο παγκάκια τα χωρίζουν μεταξύ τους κάμποσα μέτρα συνήθως-αυτό θυμόμουν από τότε που τα χρησιμοποιούσαμε για δοκάρια τέρματος. Αυτά τα δυο όμως τα χώριζε μια αιωνιότητα. Στο ένα ένας άστεγος ετοίμαζε το κρεβάτι του: ανέκφραστος, νωχελικός, με βρώμικα μάτια, αξύριστος κι αχτένιστος, σαν αυτούς που βλέπεις στην τηλεόραση και που όταν τους συναντάς στη βόλτα σου φαντάζεσαι ότι υποκρίνονται για τις ανάγκες κάποιου τηλεοπτικού γυρίσματος- παίζουν τόσο ρεαλιστικά το ρόλο τους. Χιλιάδες άνθρωποι τους προσπερνούν κάθε μέρα αλλά κανείς δε μένει στην ίδια πόλη μαζί τους.

Μερικά μέτρα πιο κάτω, σε απόσταση αναπνοής, στο δεύτερο παγκάκι δυο νέοι φιλιούνται με θέα το «σπίτι» του άστεγου. Δεν αντιλαμβάνονται ότι περνάει κάποιος από μπροστά τους-δεν κλείνουν καν το φως για να κοιμηθεί ο γείτονάς τους. Οι κινήσεις τους δεν φαίνεται να έχουν πάθος, είναι περισσότερο φοβισμένες, προσεκτικές, άτσαλες. Τα χέρια συναντιούνται με δυσπιστία πάνω στα κορμιά. Και οι δύο φαίνεται να θέλουν να σταματήσουν για λίγο και να τηλεφωνήσουν σε όλους τους φίλους τους: «Δε θα το πιστέψεις. Φιληθήκαμε».

Πάντα με έφερνε σε αμηχανία η ερωτική διάχυση μέσα στη μέση του δρόμου. Η αντίθεση των δύο κόσμων με συντάραξε. Διανύοντας μερικά μέτρα, αφού απέδρασα λες και είδα κάτι που δεν έπρεπε να δω, ξεκίνησα να δικαιολογώ την βεβιασμένη αίσθηση αθλιότητας που αποκόμισα. Ο έρωτας συνέταξε για λογαριασμό των παιδιών μία αφοπλιστική υπεράσπιση. Διέγραψα όλα όσα σκέφτηκα βιαστικά για εκείνα. Εξάλλου ποιος έχει λευκό ποινικό μητρώο στα παγκάκια; Μακάρι τα φιλιά να ανακουφίζουν πάντα τη μοναξιά τους.

Ο Πασκάλ έγραφε: «Είχαν άδικο οι ποιητές που μας περιέγραψαν τον έρωτα τυφλό. Πρέπει να του αφαιρέσουμε τον επίδεσμο και να του αποδώσουμε εφεξής την απόλαυση των ματιών του». Όσο είσαι ακόμα νέος δυσκολεύεσαι ακόμα και να τον φανταστείς με μάτια γάτας ή κουκουβάγιας. Μεγαλώνοντας αλίμονό σου αν τον υποβάλλεις σε εξονυχιστικούς ελέγχους-πρέπει να μάθεις να αρκείσαι σε κάποιες τυπικές οφθαλμολογικές εξετάσεις. Οι τραγωδίες του, τελικά, είναι αυτές που μας εξοικειώνουν ομαλότερα με τις τραγωδίες της ζωής.

Δεν το συζητώ. Θα ήταν πιο κύριος αν μας τύφλωνε μόνο από το ένα μάτι. Η διανόηση θα τον περιέβαλλε ξαφνικά με την εμπιστοσύνη της. Τι να τις κάνει όμως τις τιμές της ένας τακτικός θαμώνας των δρόμων; «Το να πας στον Άρη είναι ευκολότερο από το να πας στο γείτονά σου» έλεγε με πικρία ο Σαραμάγκου. Χθες το κατάλαβα ξανά. Το ταξίδι στα αστέρια είναι συντομότερο.

Τα πράσινα παπούτσια

Γιατί δεν πέτυχα τον πρωθυπουργό.

«Δεν ξέρω τι πήγε στραβά. Δεν έχω δει ακόμα το ριπλέι και δε θέλω να εκφέρω γνώμη. Και να πεις πως ήμουν απροπόνητος. Ζητάω συγγνώμη από όλους τους Έλληνες που απογοήτευσα. Πίστευα πολύ στον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να αστοχήσω στο πιο κρίσιμο σουτ του αγώνα που κάνει η Ελλάδα για να βγει από την κρίση. Μερικοί νομίζουν ότι έχω κάτι εναντίον του πρωθυπουργού. Κάνουν λάθος. Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο από κοντά στη ΔΕΘ και μου φάνηκε πολύ καθωσπρέπει κύριος. Δε θα έπρεπε να ενδιαφέρει γιατί πέταξα το παπούτσι αλλά γιατί αυτό δεν βρήκε τον πρωθυπουργό. Πράγματι είχα ειδοποιήσει το BBC. Ήταν εκεί όμως για να βοηθήσει στην προσπάθεια που κάνει η χώρα και όχι να υποκινήσει. Ας όψεται όμως η αστοχία μου. Τελικά περάσαμε πολύ κακή εικόνα προς τα έξω. Αν ευστοχούσα, αν όλα πήγαιναν όπως τα είχα σχεδιάσει και του ερχόταν το παπούτσι κατακούτελα, θα δείχναμε στους Ευρωπαίους ότι επιτέλους η Ελλάδα πετυχαίνει τους στόχους της. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Ίσως, χωρίς να θέλω να ακουστώ υπεραισιόδοξος, να άνοιγαν ξανά οι αγορές. Αυτό που με πίκρανε τελικά ήταν η διστακτικότητά μου στο πέταγμα, που αντί να κάνω μπέιζμπολ πάσα όπως είχα υποσχεθεί στους συντρόφους μου στο Πατριωτικό μέτωπο, αρκέστηκα σε ένα φόλοου κάρφωμα. Άκουσα ότι ήθελα απλά να τραυματίσω τον κ. Παπανδρέου για να του κάνω ακτινογραφία. Το διαψεύδω κατηγορηματικά. Ας μη σπεύδουν να με καταδικάσουν οι πάντες για μια κακή στιγμή. Είμαι ένας ακτινολόγος που έχει προσφέρει πολλά στην εθνική υπόθεση-όποια κι αν είναι αυτή. Ελπίζω πως σύντομα ο σοφός ελληνικός λαός θα μου εμπιστευτεί και πάλι τα παλιά του τα παπούτσια. Σας ευχαριστώ. Κάρτα του ιατρείου μου σας έδωσα;».

Η ελληνική οικονομία

Ο Jean Louis Forain, ζωγράφος και χαράκτης, γνωστός για τις πολιτικές του γελοιογραφίες ενώ πέθαινε άκουγε από τον γιατρό του να του λέει ότι πάει καλύτερα. Του απάντησε: «Εν ολίγοις, γιατρέ, θα πεθάνω γιατρεμένος».

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Εξουσιομανείς δούλοι

Όταν κάποτε ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει. Απάντησε:«Να διατάζω. Κοίτα λοιπόν ποιος θέλει να αγοράσει έναν αφέντη».

«Όχι Άρη, μη Άρη, με απογοητεύεις Άρη, όχι μπροστά σε κόσμο Άρη». Η κυρία του πάρκου αγοράζοντας ένα σκύλο αγόρασε εξουσία-ίσως να της αρνήθηκαν να διατάζει ένα παιδί. Το γάβγισμά του ήταν το μοναδικό σημείο ζωής στην καθημερινότητά της. Μαζί του προτίμησε να ζήσει το ειδύλλιο και την πίστη που της αρνήθηκαν οι άνδρες. Κρατώντας τον σφιχτά από το λουρί, έπαιρνε την εκδίκησή της. Κάθε φορά που περνούσε ξεσήκωνε τη γειτονιά στο πέρασμά της. Δεν την ένοιαζε όμως. Είχε αποκτήσει ανθεκτικότητα σε όλα τα μπινελίκια. Οι άνθρωποι δεν αποτελούσαν πλέον πρόκληση για εκείνη.

Να διατάζουμε. Να διατάζουμε ενώ είμαστε αιχμάλωτοι. Αυτή η χαρά μας έμεινε-και αλίμονο σε όποιον επισημαίνει την τραγικότητα των εντολών μας. Αφέντες ή δούλοι- ποτέ δε θελήσαμε να γίνουμε τίποτα περισσότερο. Παραμένοντας σιωπηλοί εκτελούμε άριστα τα καθήκοντά μας. Μαχόμενοι για τον εαυτό μας, μείναμε παγερά αδιάφοροι απέναντι στο δίκιο μας-που είναι το δίκιο όλων των ανθρώπων να έχουν μια ζωή. Υπηρετούμε το εγώ μας φοβισμένοι και προπάντων πεπεισμένοι. Κατσαρίδες και πεποιθήσεις-αυτές και μονό αυτές θα παραμείνουν ζωντανές μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Σκοτωνόμαστε γιατί δεν έχει μείνει τίποτα καλύτερο να κάνουμε, είμαστε βλάκες αλλά δεν μας έχει περάσει ποτέ από το μυαλό, νιώθουμε μόνοι μας επειδή δε σκεφτήκαμε ποτέ να μιλήσουμε σε κανέναν-οι άνθρωποι που γνωρίζαμε συνέχισαν να μας συγχωρούν απόλυτα ή να μη μας συγχωρούν τίποτα. «Η λύση κάθε προβλήματος είναι να μ’αφήσετε μόνο μου» φαίνεται να λέμε αυτάρεσκα ο ένας στον άλλον.

Η ύπαρξή μας δε μας φαίνεται αρκετή ούτε και πολύ χρήσιμη για να τη ζήσουμε – κι άλλοτε υπερβολικά υπέροχη για να την κρίνουμε. Η αδιαφορία μας για ό,τι αφορά τους γύρω μας κρύβει το βαθύτατο ρατσισμό μας και την περιφρόνηση της ζωής. Υπάκουα ξεφορτωνόμαστε οποιαδήποτε σκέψη δεν ταιριάζει με τη φιλοσοφία του καναλιού και του μαγαζιού. Όσοι μας κοιτούν πλήττουν μαζί μας-δε χρειάζεται καν να μας πλησιάσουν. Χωρισμένοι σε χρήσιμους και άχρηστους, ικανούς και ανίκανους, φτωχούς και πλούσιους, παίζουμε τα ρέστα μας. Ποιος ρομαντικός θα τολμήσει να αμφισβητήσει την αδυναμία μας να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας παίζοντας το κεφάλι του κορώνα γράμματα;

Ο εαυτός μας και οι απόψεις του: ιδού κύριοι η πληροφορία της ημέρας-προς τι τόσες εφημερίδες; Δεν ασχολούμαστε φυσικά με λεπτομέρειες, είμαστε σοβαροί άνθρωποι εμείς- κι όλο για μας μιλάμε. Στην ανάγκη δε θα διστάζαμε να ξεκάνουμε το διπλανό μας ή αν ήμασταν ευγενικότεροι, τον παραδιπλανό μας. Θα συμφωνούσαμε με όλη μας την καρδιά με οποιονδήποτε πόλεμο. Οι περισσότεροι θα βρίσκαμε σε κάθε περίπτωση λίγο χρόνο για να καταθέσουμε εναντίον των άλλων-ενώ θα εμφανιζόμασταν απρόθυμοι να υπερασπιστούμε ακόμα και το μεγαλύτερο θύμα στην ιστορία της αδικίας. Και μόνο του να έμενε αυτό το τέρας που βιαστικά ονομάσαμε άνθρωπο, αφού πρώτα τους σκότωνε όλους με τα ίδια του τα χέρια, κάτι θα του έλειπε.

Οι ελευθερίες, που διέσωζαν την ελάχιστη αξιοπρέπειά μας, έμειναν στο ράφι όπως κι η κυρία του πάρκου. Μετατράπηκαν σε ενέδρες για τους κακούς. Η παραχώρησή τους δε μας κοστίζει παραπάνω από την καρέκλα που εμπιστευόμαστε στον παλιατζή. Παρωχημένα προνόμια ενός παλιού καιρού, μηδαμινής αξίας. Τα επιμέρους παιδιαρίσματα των αντιδραστικών-κακοποιών στοιχείων δεν πλήττουν ευτυχώς την πρόοδο και την ασφάλεια. Τις τρέχουσες ανάγκες μας φαίνεται να τις καλύπτει μια ασφαλής κόλαση χωρίς ελλείμματα ή διαλείμματα παραδείσου, αρκεί να πληροί την ελάχιστη προϋπόθεση: Να είναι εγγυημένη για όλους τους φυλακισμένους-η αλληλεγγύη που ψάχναμε. Η ελευθερία σκορπάει τα φύλλα της όπως το φθινόπωρο και γεμίζει προδότες και λιποτάκτες-ένας απ' αυτούς είμαι κι εγώ.

Στο έργο που ανεβάζει η κοινωνία, συνειδητά επιλέξαμε το ρόλο του δούλου. Έχει λιγότερα λόγια, είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μας και δεν κουράζει τον εξαντλημένο εγκέφαλό μας. Είμαστε υπήκοοι εκ πεποιθήσεως-αλλά και λόγω υπερκόπωσης. Μας πείθουν εξάλλου οι κυβερνώντες ότι πράττουν το σωστό-οπότε είναι σα να εκτελούν τις επιθυμίες μας, σα να βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας.

Όσοι κατέχουν την εξουσία είχαν πάρει τις πληροφορίες τους για μας: Αν δεν κολακεύσεις τους ανθρώπους υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σε παρεξηγήσουν. Οι αλυσίδες μας, ο ομφάλιος λώρος όλων των δεινών μας, στη νέα κολεξιόν βγαίνουν σε πιο διακριτικά σχήματα. Ο ήχος τους γίνεται ολοένα και πιο μεθυστικός-θα γοήτευαν και θα αποκτήνωναν και τους πιο ευαίσθητους ποιητές. Ας κοιμηθούμε λοιπόν, τι περιμένουμε; Όταν είναι να πεθάνουμε, θα μας ξυπνήσουν. Η ησυχία στο δρόμο διαλαλεί πως η κοινωνία πέθανε πολύ πριν το Θεό της. Εφόσον αρνηθήκαμε εξαρχής να ρίχνουμε βόμβες στα πιστεύω μας, ο πόλεμος ήταν καταδικασμένος να χαθεί εκ των προτέρων.

Μη με ακούς. Υπάρχει ελπίδα, ησύχασε. Από κανένα κείμενο δε λείπει η αρχική του πρόθεση. Πολύ συχνά, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, οι άνθρωποι ξεχνιούνται και ελπίζουν. Το καλοκαίρι όμως μας τελείωσε.

Μάης εντόπιζε την παραλία κάτω απ’το πλακόστρωτο. Ας αρχίσουμε το σκάψιμο θρασύδειλα, χωρίς να χάνουμε το στυλ μας).

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Στροφή στην ποιότητα

«Η τέχνη κι η ποίηση δε μας βοηθούν να ζήσουμε. Η τέχνη και η ποίηση μας βοηθούνε να πεθάνουμε». Νίκος Εγγονόπουλος.

Ο Γκοντάρ είχε πει κάποτε για το «Νέο κύµα» κινηµατογραφιστών: «Ήµασταν σαν τους χριστιανούς στις κατακόµβες. Πιστεύαµε πως το σινεµά ήταν το ίδιο σηµαντικό όσο και το ψωµί». Μα πόσοι από μας συμμεριζόμαστε το πάθος του; Η δούκισσα του Μεν έλεγε: «Δεν μπορώ να κάνω χωρίς τα πράγματα που μου είναι αδιάφορα». Αυτό ακριβώς, το απαραίτητο αδιάφορο, έγινε το χαρούμενο σήμα κατατεθέν του πολιτισμού μας, η ίδια η ατμομηχανή του καταναλωτισμού. Ποιος κατάφερε να μη διαβάσει Ciao φέτος στην παραλία;

Κάποιοι επιμένουν να πεθαίνουν για να καταλάβουν πώς λειτουργεί ο κόσμος μας και κάποιοι δίνουν ακόμα και τη ζωή τους για να μη ξέρουν-πόσα θα ‘δινα κι εγώ για να μη μάθω. Οι πρώτοι δεν ξέρουν για ποιο λόγο θέλουν να ξέρουν-δεν τους καταλαβαίνει κανείς. Οι δεύτεροι δεν ξέρουν γενικότερα. Πώς να τους πείσεις να αφήσουν στην άκρη την άγνοιά τους όταν μονάχα αυτή είναι η πηγή της ευτυχίας τους; Όταν όπου ανακαλύπτουν κενό, πηγαίνουν και πέφτουν μέσα; Γιατί να θέλεις το κακό τους;

Τελευταία πάλι προετοιμαζόμαστε σκληρά για να την πατήσουμε σαν πρωτάρηδες. Ξεφυλλίζουμε εγχειρίδια σωτηρίας, δεχόμαστε συμβουλές ανυπαρξίας και συμβουλευόμαστε καταπραϋντικούς οδηγούς. Πώς θα ξοδεύουμε λιγότερα, πώς θα κάνουμε διακοπές φθηνότερα, πώς θα επιβιώσουμε στην κρίση; Οι αγαπητοί δημοσιογράφοι ξεχνούν να αναφέρουν τη χτυπητή αντίφαση ότι εφόσον ο κόσμος μαζευτεί, την ύφεση την έχουμε στο τσεπάκι μας-κάτι που υποτίθεται ευχόμαστε να αποφύγουμε και ζητάμε από τους τουρίστες να φάνε, να πιούνε και να ξοδέψουνε.

«Η αληθινή συντέλεια του κόσμου είναι η καταστροφή του πνεύματος, η δε άλλη εξαρτάται από το αδιάφορο πείραμα αν μετά την καταστροφή του πνεύματος μπορεί να υπάρχει ένας κόσμος» είχε γράψει ο Καρλ Κράους σε ένα φλογερό του κείμενο. Η νέα ιδέα είναι να το ρίξουμε στα γράμματα και τις τέχνες-που δεν ακούγεται καθόλου άσχημη. Αναμφίβολα μπορούν να μας βοηθήσουν αν ζητάμε αφύπνιση και όχι πιπίλα, σαλιάρα και νανούρισμα. Αν μάλιστα έχουμε βιβλιοθήκη στο σπίτι μας ας δοκιμάσουμε να την αφουγκραστούμε: Τόσα αριστουργήματα, τόσος μόχθος, τόσος ιδρώτας για να γραφτεί μία σελίδα που ίσως ανάψει μια φωτιά στα μυαλά των ανθρώπων να καταλήγει άραγε εδώ; Στις αγορές, τα χρηματιστήρια, τις τράπεζες, την υποχρεωτική λιτότητα και το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους; Είναι επιθυμία μας να ζήσουμε χειρότερα; Τι θα έλεγε ένας αξιοπρεπής εξωγήινος για τον κόσμο μας; Πόσοι από μας θα ζήσουν χωρίς να προστρέξουν στη βοήθειά του;

Ενώ λοιπόν η σκέψη είναι καλή, η εκτέλεση εμπεριέχει προφανείς κινδύνους. Πρέπει εσπευσμένα να κλειδώσουμε τα θέατρα και να κάψουμε τα βιβλία, αν μας φαίνονται καλές λύσεις απόγνωσης. Η τέχνη, καθώς ακόμη παλεύει για να σωθεί από τον εαυτό της, είναι εξίσου ικανή να μας οδηγεί στο νόημα όσο είναι και στο να μας το αποκρύπτει. Δε χρειαζόμαστε περισσότερο αποπροσανατολισμό αλλά καινούριες πυξίδες. Ποιος αμφιβάλλει ότι η επίσημη ενημέρωση κάνει καλά τη δουλειά της; Μια χαρά μπορούμε να αποβλακωθούμε με το καινούριο πρόγραμμα του Mega και τα επικοινωνιακά παιχνίδια της κυβέρνησης.

«Μπορεί κανείς να αποκτηνωθεί με τον Όμηρο και τον Γκαίτε όσο και με τα πιο φτηνιάρικα προϊόντα» λέει κατηγορηματικά ο Μπρυκνέρ. Ο Στάινερ προκλητικότερα αναρωτιέται: «Όλοι αυτοί για τους οποίους ένα μεγάλο ποίημα, ένα φιλοσοφικό έργο, ένα θεώρημα είναι σε τελική ανάλυση η υπέρτατη αξία, μήπως δε βοηθούν τους εκτοξευτές ναπάλμ στρέφοντας αλλού το βλέμμα, καλλιεργώντας μια στάση αντικειμενικής λύπης ή ιστορικού σχετικισμού;». Δεν ξέρω αν βοηθούν «όλοι αυτοί», σίγουρα πάντως δε βοηθούν τους συνανθρώπους τους όταν η ενασχόληση τους με την τέχνη δε γίνεται έναυσμα για περαιτέρω ενεργοποίηση, εγρήγορση και ευαισθητοποίηση.

Ας το αναγνωρίσουμε. Ό,τι πίστεψαμε, δε μας έλαβε υπόψη του. Κάθε ιδέα βρήκε στέγη και σε διαφορετική πέτρα. Κι εμείς εξακολουθούμε να σκοντάφτουμε πρόθυμα πάνω σε όλες, χωρίς να έχουμε σκεφτεί ποιες και πόσες απ’ αυτές θα βάλουμε στο όχημά μας για να μην το παίρνει ο αέρας. Στο δρόμο μας, μας περιμένουν ανυπόμονα ισάριθμοι σωτήρες. Όταν θα αρχίσουμε να διασκεδάζουμε με τα παλιά μας λάθη στα δύσβατα μονοπάτια των ιδεών, θα έχουμε καταφέρει να εκδιώξουμε και τον τελευταίο Θεό πάνω απ' το κεφάλι μας.

Ο κόσμος ωστόσο μοιάζει ακόμα να προσπαθεί να παγιδεύσει όλο το φως έξω του με στόχο την τελική του εξόντωση από έλλειψη οξυγόνου, πραγματοποιώντας την τελευταία του φαντασίωση. Οι λάτρεις της τέχνης, βλέποντας τον γκρεμό πεντακάθαρα μπροστά μας, αλαζονικά επιμένουν: Όλοι θα κριθούν κάποτε από την ομορφιά που θα χωρέσουν μέσα τους. Ίσως. Σίγουρα δεν είναι ηλίθιος αυτός που θέτει ερωτήματα ενώ όλοι φαίνεται να έχουν τις απαντήσεις-δίχως να περιμένουν τη διαρροή. Ο χρόνος όμως πιέζει-και ίσως ήρθε η ώρα να ρισκάρουμε μία. Ας ξαναδιαβάσουμε πρώτα το Σύνταγμα κι έπειτα ας ανοίξουμε τον Ελύτη.

Ό,τι δε μένει: Μονάχα αυτό είναι ζωντανό. Μια μάχη έχει μείνει για να χαθεί και πρέπει γρήγορα να βρούμε το σπαθί μας και να πηδήξουμε στη φωτιά. Η αλλαγή θα εμφανιστεί σα μια μικρή ρυτίδα, σαν ένα σημάδι από μια πληγή της μάχης που υποχρεωτικά δίνουμε και δεν είναι άλλη απ' τη μάχη για την επιβίωση. Η ελπίδα θα γεννηθεί με το ζόρι αν χρειαστεί, με μια ωραιότατη καισαρική. Είναι δική μας δουλειά, από σήμερα κιόλας, να αρχίσουμε να διαφωνούμε.

Δύο απόψεις για την ίδια κρίση

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στα «Νέα» μέσα στο καλοκαίρι ήταν ενθουσιασμένος με την κρίση. Αναπαρήγαγε το γνωστό τροπάριο: «Πριν το παιχνίδι χαθεί στην οικονομία και τα ομόλογα, το παιχνίδι χάθηκε στην παιδεία και τον πολιτισμό» γράφει. Κάνοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καλούς και κακούς Έλληνες έλεγε για τους πρώτους: «Όλοι αυτοί την περίμεναν αυτήν την κρίση. Κι όσο κι αν ξέρουν πως θα την πληρώσουν και οι ίδιοι, ίσως και χειρότερα από τους υπόλοιπους, τη δέχτηκαν με κάποια ανακούφιση. Το «επιτέλους» βγαίνει αυθόρμητα, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, κι όσο κι αν η γενικευμένη κατήφεια είναι και δική τους υπόθεση το δικό τους ειρωνικό χαμόγελο είναι η μόνη διέξοδος απ΄ το σημερινό αδιέξοδο. Οι κοινωνίες περνούν κρίσεις, όπως η ζωή του καθενός περνάει κρίσεις. Είναι απαραίτητες γιατί μόνον αυτές σου επιτρέπουν να πάρεις τις απαιτούμενες αποστάσεις από τον εαυτό σου, να δεις το σχήμα που μέχρι προχθές πνιγόταν μες τη βαβούρα».

Μια μέρα αργότερα η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου, που είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, έγραψε στο «Βήμα»: «Συχνά εκφράζεται η άποψη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, ότι τάχα η κρίση μπορεί να έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, μπορεί να μας κάνει «καλύτερους» ανθρώπους, πολίτες φίλους, γονείς, συντρόφους, συναδέλφους κτλ. Βασική προϋπόθεση αυτής της αντίληψης είναι ότι η κρίση είναι ένα είδος τιμωρίας για τις υπέρμετρες, στον βαθμό της ύβρεως, συμπεριφορές και αντιλήψεις των τελευταίων δεκαετιών ή ακόμη ένα είδος τιμωρίας για τα εγγενή «κουσούρια» της φυλής. Άμεση συνέπεια τέτοιων επιχειρημάτων είναι η άποψη ότι η «σωτηρία» μας τώρα εξαρτάται από τη δυνατότητά μας να προσαρμόσουμε τις αξίες, τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις μας στις νέες συνθήκες. Πρόκειται βέβαια για μια βαθιά ηθικολογική- και μάλλον αποκαλυπτικής έμπνευσης- θεώρηση της οικονομικής κρίσης που προσφέρεται για κάθε είδους κριτική αποδόμηση. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε ότι η ιδέα της «τιμωρού κρίσης» βασίζεται στη λογική προϋπόθεση ότι το σύνολο των μελών της κοινωνίας τιμωρείται από κοινού για τα κοινά αμαρτήματα και, το κυριότερο, ότι βιώνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις επιπτώσεις της τιμωρίας. Κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπου η κρίση βιώνεται σήμερα με πολλούς διαφορετικούς και συχνά αντιφατικούς τρόπους από διαφορετικές ομάδες πληθυσμού. Εξάλλου, οι κρίσεις- όπως και οι καταστροφές - αναδεικνύουν τις κάθε είδους ανισότητες των κοινωνιών, ανατρέπουν ισχύοντες συσχετισμούς, εντείνουν τις εσωτερικές ανομοιογένειες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν σαν κολυμπήθρα που θα ξεπλύνει τις αμαρτίες και θα μας κάνει τάχα καλύτερους ανθρώπους».

Κάπως καλύτερα, δε νομίζετε;

Υ.Γ. Καλώς σας βρήκα. Είναι κανείς εδώ;