Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Πού είναι τα τέρατα

Κάποτε ο καταδικασμένος φτάνει επιτέλους στην αθωότητα. Αλλά ο παρατηρητής δεν έχει καν επίγνωση της ενοχής του. Για ένα έγκλημα το οποίο εξιλεώνεται στη φυλακή, υπάρχουν δέκα χιλιάδες άλλα που διαπράττονται άσκεφτα από εκείνους οι οποίοι καταδικάζουν. Δεν υπάρχει αρχή ή τέλος σ’αυτό. Όλοι ενέχονται, ακόμα και οι πιο άγιοι των αγίων. Το έγκλημα αρχίζει με τον Θεό. Θα τελειώσει με τον άνθρωπο όταν βρει και πάλι τον Θεό. Το έγκλημα βρίσκεται παντού, σε όλες τις ρίζες και τις ίνες του είναι μας. Κάθε λεπτό της μέρας προσθέτει νέα εγκλήματα στο ημερολόγιο, τόσο από αυτά που εξιχνιάζονται και τιμωρούνται όσο και από εκείνα που παραμένουν κρυφά. Οι εγκληματίες διώκουν τους εγκληματίες. Οι κρίνοντες κρίνουν τους κρίνοντες. Οι αθώοι βασανίζουν τους αθώους. Παντού, σε κάθε οικογένεια, κάθε φυλή, κάθε μεγάλη κοινότητα, εγκλήματα, εγκλήματα, εγκλήματα. Συγκριτικά, ο πόλεμος είναι πιο καθαρός. Ο δήμιος είναι ευγενική περιστερά, συγκριτικά. Ο Αττίλας, ο Ταμερλάνος, ο Τζένγκις Χαν, άμυαλα ανδρείκελα συγκριτικά. Ο πατέρας σου, η αγαπημένη μάνα σου, η γλυκιά η αδερφή σου, ξέρεις τι βρομερά εγκλήματα έχουν μες στα στήθη τους; Μπορείς να κρατήσεις τον καθρέφτη απέναντι στη μοχθηρία όταν βρίσκεται σιμά σου; Έχεις κοιτάξει στον λαβύρινθο της ίδιας σου της αξιοκαταφρόνητης καρδιάς; Έχεις ζηλέψει καμία φορά τον κακούργο για την ντομπροσύνη του; Η μελέτη του εγκλήματος αρχίζει με τη γνώση του εαυτού σου. Όλα όσα περιφρονείς, όλα όσα απεχθάνεσαι, όλα όσα απορρίπτεις, όλα όσα καταδικάζεις και επιζητείς να μεταστρέψεις με την τιμωρία ξεπηδάνε από σένα. Η πηγή τους είναι ο Θεός που τον τοποθετείς έξω, πάνω και πέρα. Το έγκλημα είναι ταύτιση, πρώτα με τον Θεό, μετά με την ίδια σου την εικόνα. Το έγκλημα είναι όλα όσα είναι έξω από τον σωρό, όσα ζηλεύουμε, εποφθαλμιούμε, λαχταρούμε. Το έγκλημα κάνει να γυαλίζουν χιλιάδες κοφτερά λεπίδια κάθε λεπτό της μέρας και της νύχτας ακόμα, όταν ο ξύπνος δίνει τη θέση του στον ύπνο. Το έγκλημα είναι ένας πελώριος μουσαμάς απλωμένος από τη μια απεραντοσύνη στην άλλη. Πού είναι τα τέρατα που δεν γνωρίζουν το έγκλημα; Σε ποια βασίλεια κατοικούν; Ποιος τα εμποδίζει να καταπνίξουν το σύμπαν;

Χένρι Μίλερ, Κλιματιζόμενος εφιάλτης, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ναι, είναι δυνατό

Είναι γελοίο. Κάθουμαι εδώ στη μικρή κάμαρή μου, εγώ ο Μπρίγκε, που έγινα είκοσι οχτώ χρονώ και που κανένας δεν ξέρει. Κάθουμαι εδώ και δεν είμαι τίποτα. Και όμως αυτό το τίποτα αρχίζει να σκέπτεται, και σκέπτεται, πέντε σκάλες ψηλά, ένα γκρίζο παρισινό δειλινό, τούτη τη σκέψη: Είναι δυνατό, σκέπτεται, να μην είδε κανείς, να μη διέγνωσε και να μην είπε ακόμα τίποτα το πραγματικό και αξιόλογο; Είναι δυνατό να ‘χε κανείς στη διάθεσή του αιώνες για να ιδεί, να σκεφτεί και να σημειώσει και ν’ άφησε τους αιώνες να περάσουν σαν ένα σχολικό διάλειμμα, οπότε τρώγει κανείς το βουτυρωμένο του ψωμί κι ένα μήλο; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό, μ’όλες τις εφευρέσεις και τις προόδους, μ’ όλον τον πολιτισμό, τη θρησκεία και την κοσμική σοφία, να ‘μεινε κανείς στην επιφάνεια της ζωής; Είναι δυνατό, κι αυτή ακόμα την επιφάνεια, που θα ‘τανε πάντα κάτι, να την εσκέπασαν μ΄ένα απίστευτα ανιαρό ρούχο, ώστε να δείχνει σαν έπιπλο σαλονιού τις καλοκαιρινές διακοπές; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό να ‘χει παρεξηγηθεί ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία; Είναι δυνατό να ‘ναι το παρελθόν ψεύτικο, επειδή πάντα μίλησαν για τις μάζες του, ακριβώς σα να διηγούνταν για ένα συρφετό πολλών ανθρώπων, αντί να μιλήσουν για τον ένα, γύρω απ’ τον οποίο στεκόντανε αυτοί, επειδή ήταν ξένος και πέθανε; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό να πίστεψε κανείς πως πρέπει να αναπληρώσει ό,τι έχει συμβεί προτού γεννηθεί; Είναι δυνατό πως θα ‘πρεπε κανείς να υπενθυμίσει στον καθένα ότι έχει γεννηθεί από όλους τους προηγούμενους, και συνεπώς το ήξερε και δε θα ‘πρεπε ν’ ακούσει τους άλλους που ήξεραν άλλα; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό όλοι αυτοί οι άνθρωποι να γνωρίζουν με ακρίβεια ένα παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε; Είναι δυνατό να μη σημαίνουν τίποτα γι’αυτούς όλες οι πραγματικότητες; Πως η ζωή τους κυλάει ολότελα ασύνδετη, σαν ένα ρολόγι μέσα σε μια άδεια κάμαρη; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό να μην ξέρει κανείς τίποτα για τα κορίτσια, που ωστόσο ζούνε; Είναι δυνατό να λέγει κανείς «οι γυναίκες», «τα παιδιά», «τ’αγόρια» και να μη μαντεύει (να μη μαντεύει παρόλη τη μόρφωση) πως αυτές οι λέξεις από καιρό πια δεν έχουν πληθυντικό, παρά αμέτρητους ενικούς; Ναι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι που λένε Θεός και πιστεύουν πως αυτό είναι κάτι κοινό; Κοίταξε μονάχα δύο παιδιά του σχολείου: αγοράζει το ένα ένα μαχαιράκι, και την ίδια μέρα αγοράζει κι ο γείτονάς του ένα εντελώς όμοιο. Και τα δείχνουν ο ένας στον άλλον ύστερα από μιαν εβδομάδα τα δυο μαχαιράκια, και προκύπτει πως έχουν μονάχα ασήμαντες πια ομοιότητες. Τόσο διαφορετικά καταντήσανε σε διάφορα χέρια. Είναι δυνατό να πιστεύει κανείς πως θα μπορούσε να ‘χει έναν Θεό χωρίς να τον μεταχειρίζεται; Ναι, είναι δυνατό. Όταν όμως όλα αυτά είναι δυνατά, όταν έχουν έστω και μια πιθανότητα δυνατότητας-τότε πρέπει βέβαια, για χάρη όλων στον κόσμο, κάτι να γίνει. Ο πρώτος τυχών, εκείνος που έκανε αυτή την ανησυχαστική σκέψη, πρέπει να αρχίσει κάτι ν’αναπληρώνει απ’ τα παραμελημένα, έστω κι αν είναι ένας οποιοσδήποτε, όχι εντελώς ο αρμοδιότερος: επειδή ακριβώς δεν υπάρχει άλλος. Αυτός ο νεαρός, ασήμαντος ξένος, ο Μπρίγκε, πρέπει να καθίσει, πέντε σκάλες ψηλά, και να γράψει, μέρα και νύχτα: ναι, να γράψει, αυτό θα ‘ναι το τέλος.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, Εκδόσεις Ροδακιό, Μετάφραση  Δημ. Στ. Δήμου.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Τι αξιοθρήνητη επινόηση

Έχω βαρεθεί την ζωή, ο κόσμος μου προκαλεί ναυτία. Είναι ανούσιος και δεν έχει ούτε γεύση, ούτε νόημα. Ακόμη κι αν ήμουν πιο πεινασμένος κι από τον Πιερρό, δεν θα επιθυμούσα να τραφώ από την εξήγηση που θα έδιναν οι άνθρωποι. Όπως βυθίζουμε το δάχτυλο στην γη για να αναγνωρίσουμε τον τόπο που βρισκόμαστε, έτσι κι εγώ βυθίζω το δάχτυλό μου μέσα στην ζωή: δεν έχει καμμία οσμή. Πού βρίσκομαι; Ο κόσμος τι θέλει να πει; Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Ποιος με ξεγέλασε για να με πετάξει εδώ και τώρα με εγκατέλειψε; Ποιος είμαι; Πώς εισήλθα στον κόσμο; Γιατί δεν με ρώτησαν, γιατί δεν με πληροφόρησαν για τους τρόπους και τις συνήθειες, αλλά με ενσωμάτωσαν στις τάξεις σαν να με είχε αγοράσει ένας στρατολόγος της φρουράς; Με ποια ιδιότητα έδειξα ενδιαφέρον γι’ αυτή την τεράστια επιχείρηση που ονομάζουν, η πραγματικότητα; Και γιατί πρέπει να ενδιαφέρομαι γι’αυτήν; Δεν πρόκειται για μια υπόθεση ελεύθερη; Και αν είμαι υποχρεωμένος να ενδιαφέρομαι, πού είναι ο διευθυντής για να του κάνω μια παρατήρηση; Δεν υπάρχει διευθυντής; Σε ποιον θα απευθύνω τα παράπονά μου; Η ζωή είναι το αντικείμενο μιας συζήτησης: Μπορώ να ζητήσω να ληφθεί υπ’ όψιν η γνώμη μου; Κι αν πρέπει να δεχτώ τη ζωή έτσι όπως είναι, δεν θα ήταν καλύτερα να γνωρίζω πώς ακριβώς είναι; Ένας απατεώνας: τι σημαίνει αυτή η λέξη; Ο Κικέρων δεν λέει ότι βρίσκουμε έναν απατεώνα όταν ρωτήσουμε: cui bono, ποιος ωφελείται; Ας αναρωτηθεί ο καθείς και εγώ ρωτώ τον καθένα αν είχα κάποια ωφέλεια όταν προκάλεσα την δυστυχία μου και την δυστυχία ενός νέου κοριτσιού. Τι σημαίνει να είσαι ένοχος; Μια υπόθεση μαγείας; Δεν ξέρουμε πώς να απαντήσουμε με ακρίβεια. Κανείς δεν έχει διάθεση να απαντήσει; Το πρόβλημα λοιπόν δεν έχει την τελευταία σημασία για όλους τους συν-ενδιαφερομένους;  Η λογική μου σταματά, ή μάλλον, την εγκαταλείπω. Την μια στιγμή είμαι κουρασμένος, εκμηδενισμένος και σχεδόν νεκρός από αδιαφορία. Την άλλη στιγμή γίνομαι έξαλλος από θυμό και πάω απελπισμένος από την μια άκρη του κόσμου στην άλλη, αναζητώντας κάποιον άνθρωπο επάνω στον οποίο να ξεσπάσει η οργή μου. Όλο το είναι μου φωνάζει την αντίφαση. Με ποιο τρόπο έγινα ένοχος; Γιατί τότε μου φωνάζουν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ότι είμαι ένοχος; Τι αξιοθρήνητη επινόηση είναι η ανθρώπινη γλώσσα εκφράζοντας ένα πράγμα όταν σκέφτεται κάτι άλλο!

Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Για το μυστήριο του ανθρώπου, Εκδόσεις Ευθύνη, Μετάφραση Σόνιας Κουμαντάρου-Πρεβελάκη.