Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Κανένας

- Έχεις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο;
- Όχι, απέτυχα δυο φορές.
- Δεν πειράζει, μιας κι έφτασες ως εκεί. Αν σου μιλήσουν για τον Κικέρωνα ή για τον Τιβέριο, ξέρεις μέσες άκρες τι ήταν αυτοί;
- Ναι, μέσες άκρες.
- Ωραία. Κανένας άλλωστε δεν ξέρει περισσότερα, εκτός από καμιά εικοσαριά ηλίθιους που δεν είναι ικανοί να τη βγάζουν καθαρή. Ξέρεις, δεν είναι δύσκολο να περνάς για δυνατός. Το παν είναι να μην πιαστείς ποτέ γι’αγράμματος. Ελίσσεσαι, αποφεύγεις τη δυσκολία, το γυρίζεις, και κολλάς τους άλλους στον τοίχο με ένα λεξικό. Είναι όλοι τους κουτοί σαν χήνες και δεν ξέρουν τι τους γίνεται από γνώσεις. Γκυ Ντε Μωπασάν, Ο Φιλαράκος. 

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Σε μισό

Τους μισώ όταν κοιμούνται. Σκύβω επάνω τους με κακές προθέσεις. Η υποταγή τους στον ύπνο με απελπίζει. Μισώ την ασυνείδητη γαλήνη τους, την ψευτοαναισθησία τους, αυτό το τυφλό πρόσωπο, αυτή τη μακαριότητα, τον φαινομενικό αφοπλισμό τους…Παραφύλαξα, περίμενα πολλή ώρα να ακούσω την ανάσα του. Μα εγώ θέλω μια αναπνοή παρουσίας. Είδα πως τα νυχτερινά του βλέφαρα ήταν βλέφαρα νεκρού. Ο ύπνος είναι σκληρός όταν κλείνεται μέσα του. Όλα τα κούρσεψε ο ύπνος…Τον μισώ όταν κοιμάται, γιατί μπορεί και δημιουργεί με το ασυνείδητό του μία γαλήνη, που μου είναι ολότελα ξένη. Μισώ αυτό το μελένιο του μέτωπο…Έχει τρυπώσει στο βάθος του εαυτού του για να βολέψει την ξεκούρασή του. Κάτι λογαριάζει, κάτι ανακεφαλαιώνει εκεί μέσα…Πετάξαμε αντάμα τινάζοντας τα φτερά μας. Λαχταρήσαμε να αφήσουμε πίσω μας τη γη, ιππεύοντας τις επιθυμίες μας. Τιναχτήκαμε ψηλά, σκαρφαλώσαμε, στήσαμε καρτέρι, ριγήσαμε, φρενιάσαμε, νικήσαμε και χάσαμε μαζί. Ήταν ένα σοβαρό σκασιαρχείο. Ανακαλύψαμε ένα καινούριο είδος ανυπαρξίας…Τώρα κοιμάσαι. Τα έσβησες όλα, μα αυτό δεν είναι τίμιο...Όταν ένας άντρας κοιμάται, τα απόκρυφα πουγγιά του πέφτουν στα χέρια μου…Έχω στη φούχτα μου τους μικρούς σάκκους με σπόρο. Έχω στο χέρι μου τους αγρούς που θα δουλευτούν, τα βλαστάρια που θα κλαδευτούν, τη δύναμη των νεκρών που θα μεταμορφωθεί, τις τέσσερις σανίδες που θα καρφωθούν. Έχω στο χέρι μου τους καρπούς, τα λουλούδια, τα διαλεχτά ζωντανά του Θεού…Εσένα, όταν κοιμάσαι, σε μισώ. Violette Leduc.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Φάρμακο κατά του φασισμού

Τι την έπιασε και φωνάζει έτσι απ’τα χαράματα; Ακόμα δεν πρόλαβε ν’ανοίξει τα μάτια του! Α, βέβαια! Της είχε τάξει βιβλίο. Γι’αυτήν μόνο μυθιστόρημα θα ταίριαζε. Όμως το πνεύμα δεν τρέφεται με μυθιστορήματα. Μπορεί να σου προσφέρουν κάποια ευχαρίστηση, αλλά την πληρώνεις ακριβά. Είναι ικανά να καταστρέψουν και τον καλύτερο χαρακτήρα. Σε μαθαίνουν να συμπάσχεις με κάθε λογής ανθρώπους. Κι απ’ το πολύ πάρε δώσε, αρχίζει να σου αρέσει. Διαλύεσαι μέσα στους ήρωες που προτιμάς. Καταλαβαίνεις όλες τις απόψεις. Παραδίνεσαι πρόθυμα σε ξένους στόχους και παύεις να βλέπεις τον δικό σου, για πολύ καιρό. Τα μυθιστορήματα είναι μαχαίρια. Ένας ηθοποιός της πένας τα καρφώνει στην κλειστή προσωπικότητα του αναγνώστη. Όσο πιο καλά υπολογίσει τη μαχαιριά και την αντίσταση, τόσο πιο τέλεια διασπασμένο αφήνει πίσω του το άτομο. Τα μυθιστορήματα πρέπει να απαγορευτούν διά ροπάλου! Ελίας Κανέττι, Η Τύφλωση.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Βιβλία παραλίας

«Ο άνθρωπος των γραμμάτων μειώνεται με κάθε λέξη που γράφει. Κάθε λέξη είναι μια παραπανίσια λέξη». Αυτά τα ανήκουστα λέει ο Σιοράν «καταγγέλλοντας τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να επικρατήσει η δικαιοσύνη» όπως θα ήθελε ο Ίψεν και γιατί όχι, ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ. Η συγγραφή βιβλίων μοιάζει αμάρτημα. Ο Ρουμάνος στοχαστής προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Ισχυρίζεται πως είναι πιο εύκολο να απαρνηθείς τον άρτο παρά τον λόγο, «τη βιασύνη που δίνει του θανάτου ελεημοσύνη» σύμφωνα με τον Αρανίτση. Οι σκιές όμως παραμένουν. Ένα βιβλίο μπαίνει στο ποινικό μητρώο σου. Δεν μπορείς μετά από αυτό να υποδύεσαι τον αθώο. Ποιος θα σε πιστέψει;

Αν δεχτούμε για τις ανάγκες του κειμένου πως ο Σιοράν δεν έχει τόσο άδικο μέσα στον παραλογισμό του, η βεβήλωση φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν ένα βιβλίο ξεπροβάλει στην παραλία. Δεν έχει καμιά δουλειά εκεί. Τα βιβλία φτιάχτηκαν από τη μοναξιά για τη μοναξιά. Για να υπομένουμε τις θλίψεις των πόλεων. Για να μας ζεσταίνουν το χειμώνα. Για τις ώρες που το μυαλό ανησυχεί πως η τροφή δε φτάνει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη έλλειψη σεβασμού για ένα βιβλίο από το να κρύβεις με εκείνο τη θάλασσα ανοίγοντάς το διάπλατα. Το μόνο που σε δικαιολογεί είναι να μην έχεις ομπρέλα, καπέλο ή άνθρωπο δίπλα σου. Αν ξέχασες το αντηλιακό, δεν έχω αντίρρηση να καλυφθείς με είκοσι διαφορετικά βίπερ για να μην καείς. Ωστόσο, από την τσάντα πρέπει να λείπει. Αν ξεχάστηκε κατά λάθος, βγάλ’το, θάψ’το στην άμμο και πάρ’το μαζί σου όπως θα φεύγεις. Όταν σε βλέπω να το κρατάς όλο καμάρι, μου έρχεται να στο αρπάξω και να στο χτυπάω στο κεφάλι. Γρήγορα για βουτιά να ζητήσεις συγγνώμη απ’ τη θάλασσα. Μέχρι τότε, προτιμότερο ρακέτες, γκρικ καμάκι ή μικρός με κουβαδάκι. Να χτίσεις ένα κάστρο για το κάστρο. Έτσι δικαιώνεται στην ακρογιαλιά κάθε σπουδαίο έργο.

Η λογοτεχνία και η ποίηση είναι το GPS. Υπενθυμίζουν το στόχο. Από τη στιγμή που πατάς άμμο, σου είναι άχρηστες, σε διαβεβαιώνω. Είναι σα να βγάζεις χάρτη ενώ έχεις φτάσει στον προορισμό σου. Η παρουσία τους στην παραλία είναι ένα παράδοξο. Εντέλει, ένα λάθος. Αποτελεί ίσως μεγαλύτερη προδοσία κι από την ίδια τη συγγραφή τους. Τι δεν καταλαβαίνεις; Ναι, Μιχάλη, όμως ο κόσμος μέσα στη χρονιά δεν έχει χρόνο για διάβασμα. Και μην ξεχνάς τα χρόνια που περνάνε. Μα μιλώ κυρίως για το τρεντ. Τη φιγούρα. Την απειρία που βγάζει μάτι. Τις 50 αποχρώσεις. Το αξεσουάρ του τελευταίου ανθρώπου. Δεν είμαστε χαζοί όσοι παίρνουμε τα βιβλία στην τουαλέτα. Την καμπάνια μου θα την υποστήριζαν όλοι οι Έλληνες λογοτέχνες: «Όχι βιβλία, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές».

Τα λογοτεχνικά αριστουργήματα, ό,τι κι αν πραγματεύονται, στο αυτί των αναγνωστών ουσιαστικά ψιθυρίζουν το ίδιο πράγμα, εκείνο το σύνθημα του Μάη του ‘68: «Κάτω από το πλακόστρωτο, η παραλία». Αν το συνειδητοποιήσουμε, εκεί ειδικά, θα τ’ αφήσουμε κλειστά. Όσο συνεχίζουμε να τα μοστράρουμε αυτάρεσκα, καρφωνόμαστε. Κάποιος θα ψυλλιαστεί ότι είμαστε άσχετοι, σαν ψαρωμένοι φαντάροι που γίνονται ρεζίλι. Τι πάει να πει βιβλία παραλίας; Ελπίζω τίποτα σοβαρό. Κι εγώ που τα υπεραγαπώ, Θεούς μου δεν τα θέλω. Ίσως προσκυνήσω πάλι με την πρώτη ευκαιρία, τις βροχές του επόμενου διημέρου.