Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Μέγας λόγος

Μέγας λόγος διαφεντεύει τα πάντα στη Βεριέρ: ΝΑ ΔΙΝΕΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑ. Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους της αυτόν και μόνο έχουν για μοναδικό τους στοχασμό. Να δίνει εισόδημα: αυτές οι λέξεις τα πάντα κυβερνούν στη μικρή πολιτεία, που τόσο όμορφη σας φάνηκε στην αρχή. Ο ξένος που φτάνει σ’αυτήν, μαγεμένος από την τόση ομορφιά των δροσερών και σκιερών κοιλάδων που την αγκαλιάζουν, φαντάζεται μεμιάς πως οι κάτοικοί της θα είναι ευαίσθητοι στο ωραίο. Μιλούν άλλωστε τόσο συχνά για την ομορφιά του τόπου τους. Και δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι την έχουν περί πολλού. Και όμως αυτό γίνεται μόνο και μόνο για να τραβήξει τους λιγοστούς ξένους που τα λεφτά τους θα πλουτίσουν όσους έχουν πανδοχεία και, αφού υπάρχει και δημοτικός φόρος, θα αποφέρει εισόδημα στην πόλη.

Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο, Το Βήμα, Μετάφραση Γιώργου Σπανού.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Παύλος Φύσσας, ετών 34

«Όταν έπεσε ο φασισμός ήμουν 34 ετών: είχα φτάσει στο mezzo del cammin* της ζωής μου» έγραφε ο Ιταλός φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο ξεκινώντας την αυτοβιογραφία του. 'Οταν αναβίωνε ο φασισμός, ο Παύλος Φύσσας ήταν 34 ετών. Στα μισά του δρόμου της δικής του ζωής.

«Αν αυτή η θεομηνία συνέβαινε κάπου αλλού, σ' άλλη χώρα, και το μαθαίναμε απ' τις εφημερίδες, αν το βλέπαμε αναπαυτικά καθισμένοι στα καναπεδάκια, στην τηλεόραση, θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε το πρόβλημα ωραία, ωραία και με την ησυχία μας! Να αναλύσουμε το θέμα από κάθε πλευρά και να βγάλουμε ανεπηρέαστα και αντικειμενικά συμπεράσματα. Θα προγραμματίζαμε ακαδημαϊκές συζητήσεις, θα καλούσαμε μελετητές, συγγραφείς, νομομαθείς, γυναίκες, επιστήμονες, μέχρι και καλλιτέχνες. Θα φωνάζαμε ακόμα και απλοϊκούς καθημερινούς ανθρώπους. Θα είχε τρομερό ενδιαφέρον. Θα ήτανε εποικοδομητικό, συναρπαστικό. Αλλά, όταν βρεθείς ο ίδιος παγιδευμένος, όταν βρεθείς, ξαφνικά, αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα μιας παρόμοιας κατάστασης, δεν γίνεται να παραμείνεις αδιάφορος, να λες ότι δεν σε αφορά, να μένεις ψύχραιμος».

Ο Ιονέσκο περιγράφει στον Ρινόκερο την άνοδο του ναζισμού, θέμα αδιάφορο κάποτε για τη χώρα που, πριν την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, είχε θέσει ως μείζονα εθνικό της στόχο την κατάκτηση της Γιουροβίζιον. Η συγκυρία όμως τα έφερε έτσι που το απόσπασμα έγινε επίκαιρο μέσα σε μερικά χρόνια. Η εμμονή του γράφοντος στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν του έχει κοστίσει ακόμα κάποιο μαχαίρωμα. Κόστισε όμως τη ζωή του Παύλου, λίγες ώρες αφότου εδώ στην συμπρωτεύουσα τελείωνε τη συναυλία του ο Ross Daly, ο άνθρωπος στον οποίο θα ήθελα να μοιάσω- όποιος τον έχει δει να μιλάει ή έχει ακούσει για τον πολιτισμό που δημιουργεί στο μουσικό του εργαστήρι αυτός ο απίθανος Έλληνας, καταλαβαίνει τι εννοώ. Μόλις μια μέρα νωρίτερα, η Πλατεία Θησείου μετονομαζόταν σε πλατεία Ζακλίν Ντε Ρομιγί. Θυμάμαι ακόμα μια συνέντευξη της πιο πιστής ερωμένης του Θουκυδίδη στα Νέα, όπου μιλούσε κατά του φασισμού.

Όχι, επομένως, ή εμείς ή αυτοί. Ή η Ζακλίν και ο Ρος ή αυτοί. Η Ζακλίν και ο Ρος είναι η πατρίδα μου-δεν ξέρω για τη δική σας. Είναι ώρα ευθύνης για τους πολίτες που υπερασπίζονται ακόμα την υπόθεση που ονομάζουμε ζωή. Δεν ξέρω γιατί έχουμε αργήσει τόσο να διαβάσουμε την εποχή. Έχουν αποθρασυνθεί οι λύκοι. Το μνημόνιο, χωρίς παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και τρομακτική ανεργία, μπορεί και να 'ταν ευλογία για τον τόπο. Ομολογουμένως αρμένιζε στραβά, του χρειαζόταν ένα χαστούκι. Διακυβεύεται ωστόσο πια η ίδια η ελπίδα, η ελευθερία του λόγου, το οξυγόνο που θα αναπνέουν οι απολυμένοι για να αντέχουν στα χημικά. Η Ελλάδα που γέννησε τη Δημοκρατία γίνεται κιόλας παγκόσμιο ανέκδοτο, διαστροφική φάρσα της Ιστορίας, ενώ οι Χρυσαυγίτες, όταν θα τους παραχωρήσουμε κι άλλη εξουσία, στην καλύτερη περίπτωση θα κάνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις όπου κάποιος ανόητος θα ισχυρίζεται εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων πως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, αν ζούσε, θα υποστήριζε το νεοναζιστικό μόρφωμα (το βίντεο κυκλοφορεί στο Youtube). Τη χειρότερη ας μην τη συζητήσουμε γιατί θα δυσκολευτούμε να τσιμπήσουμε κάτι το μεσημέρι. Εκείνοι που, δικαιολογημένα, έχουν λυγίσει από τη λιτότητα και προσδοκούν ότι: «η κατάσταση δεν μπορεί να πάει άλλο, θα διδαχθούν μια μέρα πως για τον πόνο του μεμονωμένου ατόμου καθώς και των κοινοτήτων ένα μονάχα όριο υπάρχει πέρα απ' το οποίο δεν μπορεί να πάει: ο αφανισμός». Όλοι τότε θα νιώσουν στο πετσί τους τι σημαίνει αυτό που εκμυστηρευόταν στον Αντόρνο ο συγγραφέας του χωρίου, Βάλτερ Μπένγιαμιν, πως η ολοκλήρωση του βιβλίου του ήταν ένας αγώνας δρόμου ενάντια στον πόλεμο, στο απόλυτο κακό, στο τυφλό σκοτάδι. Άνθρωποι θα αυτοκτονούν ή θα δολοφονούνται σαν εκείνον, χωρίς να μάθει ποτέ κανείς τι ακριβώς απέγιναν. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ τι συνέβη με τους Έλληνες.

Χθες η μέρα ήταν οριακή. Ευκαιρία να ξεμπερδέψουμε προς το παρόν με δαύτους. Αφορμή για να δράσει το φοβισμένο, αυταρχικό και ανεπαρκές πολιτικό σύστημα που βολεύεται ακόμα με τους μπράβους και να μην επιστρατεύσει ξανά την ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων. Μάταια περιμένω κάποιον να βγει και να πει ότι στη Δημοκρατία, στο «χειρότερο πολίτευμα αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα», κάθε πολίτης είναι και από ένα άκρο. Κάθε πολίτης μπορεί να την υπερασπίζεται ή να την υπονομεύει με τις πράξεις του. Ωστόσο, ακόμα κι αν βγει εκτός νόμου η νεοναζιστική συμμορία, είμαι βέβαιος πως θα κάνει πανηγυρική επιστροφή. Η ηρωοποίησή της θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει. Δεν έχω ιδέα. Περισσότερο χρειάζονται «νέοι ανθρώποι να οδηγήσουν τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία» και αυτοί για την ώρα μεταναστεύουν. Ποιος τους αδικεί; Διόλου, επίσης, δεν ωφελεί να επαναλαμβάνουμε πως 500.000 άνθρωποι έχουν στα χέρια τους αίμα. Φοβάμαι πως το μόνο που μένει να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε, είναι να τους περιμένουμε να σκεφτούν μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν τα καταφέρουν, υπάρχει μία πιθανότητα να μη γίνουμε το θεατρικό του Ιονέσκο ή εκείνο το: «Πηγαίνω στην κόλαση και σε παίρνω μαζί μου». Πάντως, χρόνος δεν υπάρχει για όσους ονειρεύονταν να μην τους θάψει ζωντανούς η ιστορία. Το ότι παραδώσαμε τη χώρα στους δανειστές δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να την παραδώσουμε και στους φασίστες. Μια ομαδική αυτοκτονία θα ήταν πιο παραγωγικό μέτρο.

Την Κυριακή ο Άγγελος Στάγκος υποστήριξε στην Καθημερινή πως «θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι η χώρα διολισθαίνει σταδιακά, αλλά και σταθερά προς τον φασισμό», αγνοώντας τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν σαφή άνοδο των ρινόκερων ανάμεσά μας. Χθες είχαμε Τετάρτη κι έναν ακόμα νεκρό. Στις 11 το πρωί κηδεύτηκε ο Παύλος Φύσσας. Το 15% περίπου των Νεοελλήνων ενδεχομένως και να συμφωνεί.

*Η έκφραση έχει ληφθεί από τη θεία κωμωδία του Δάντη.
 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Κρήτη: Έρωτας-Χωρισμός-Πληγή

Άφηνε τους ανθρώπους να δραπετεύουν από τη μνήμη σου. Η μνήμη είναι το πιο κοντινό της κόλασης στη γη. Βασίλης Λαλιώτης.
 
Έρωτας: «Θα ακούσω τον ύμνο. Έχω τρελαθεί τελείως». Τα λόγια της Πατουλίδου στη μεικτή ζώνη επαναλαμβάνω πριν το Μιλώ-μιλώ. Πάνε δέκα χρόνια που οι παρακάτω μαντινάδες έγιναν άτυπος ύμνος της Κρήτης. Τα αγροτικά ανεβοκατέβαιναν στα χωριά με το διπλό cd από το Σπήλι στη διαπασών, παρέες αγοριών ετοιμάζονταν να πάνε στον Τζουγανάκη κι όχι στον πόλεμο, οι κοπελιές τον έβλεπαν και παραμιλούσαν, μιλούσε και τα έχαναν. Από τότε άλλαξαν πολλά. Ο Τζούγανος έπαψε να είναι μυστικό του νησιού. Η καύλα του να αλλάξει τη μουσική έσβησε. Τον γοήτευσαν οι κύκλοι της διανόησης. Η υπερβολή έγινε κανόνας. Η στιγμή στο Σπήλι θα παρέμενε, ωστόσο, μαγική. Ο έρωτας στη Κρήτη δεν θα ήταν ποτέ ξανά μελαγχολικός. Θα διεκδικούσε αυτά που του ανήκαν. Κι εκείνη η παντέρμη η βραδιά δεν θα περνούσε με τίποτα. «Πειράζει που μετά το τρίτο λεπτό έσπασα μερικά πράγματα;» ρωτάει κάποιος στο Youtube.


Χωρισμός: Φυσικά και δεν πειράζει. Σπας πράγματα για να μη σπάσεις μούτρα. Η Μαλβίνα σε ένα κείμενό της έχει δώσει καταπληκτικά την παράλυση που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας: «Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα». Μακριά σου οι ώρες δεν περνούν και οι μέρες είναι χρόνοι, λέει ο Μιχάλης σε μια παλιά ηχογράφηση στο Κρητικό κέντρο Ομαλός. 49 λεπτά συνολικά. Μα ήταν τόσο καλός εκείνο το βράδυ που τη σκέφτεται. Και προσθέτει ένα ω ναι που σε κάθε άλλη περίπτωση θα μου είχε φανεί γελοίο. Μια ξαδέρφη μου ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κολλούσα σε αυτό το ω ναι. Πως ήταν εκείνο που μου αποκάλυπτε το νόημα κι όχι το δεύτερο μισό της μαντινάδας. Δεν μπορεί παρά ο έρωτας να ήταν αυτό.
  


Πληγή: «Δεν θέλω μέσα στην καρδιά να βάλω κι άλλο πόνο, θέλω η πληγή που μ’άνοιξες αυτή να μείνει μόνο». Μαζοχισμός; Όχι απαραίτητα. Η κρητική μουσική διορθώνει τα στιχουργικά ατοπήματα με την ευελιξία της. Πόνος με υπόσχεση ευτυχίας. Πόνος που γιατρεύεται όταν ολοκληρώνεται το πέρασμα από το πρώτο στο δεύτερο συρτό. Πόνος με λεβεντιά, πώς αλλιώς; Οι κοινωνίες μας, λένε, κρίνονται από το πώς αντιμετωπίζουν τους πιο αδύναμους. Έτσι και οι εραστές: Κρίνονται όταν χάνουν την εξουσία που έχει ο ένας πάνω στον άλλο. Τότε τις πληγές τις δημιουργούν όσοι εγκλωβίζονται στον εγωισμό τους. Όσοι απέτυχαν να αγαπήσουν, να καταλάβουν και να συγχωρήσουν. Όσοι δεν κουράστηκαν να έχουν δίκιο. Ωραίο πράγμα να επιρρίπτεις ευθύνες.

 
Μήπως όμως τελικά είναι πιο αθώοι αυτοί που δεν μπορούν να δουν τον κόσμο παρά μόνο μέσα από τα δικά τους μάτια; Κι είναι ένοχοι αυτοί που σκέφτονται τα πράγματα πιο βαθιά; Ποιος θα αναλάβει τα έξοδα για αυτό το δικαστήριο; Άκρη δεν βγαίνει. Όταν δίνεις λάθος πόλεμο, είναι ανακουφιστικό να αποδέχεσαι την ήττα. Έξαλλου όσοι μας πλήγωσαν, άθελά τους, μας χάρισαν μια δεύτερη ζωή.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ιστορίες

Μία γυναίκα προσπαθεί να παρκάρει στην Αγίου Δημητρίου, απόγευμα Παρασκευής. Ίσα που χωράει στο κενό. Αργεί όμως. Οι κόρνες την προπηλακίζουν. Δύο αυτοκίνητα προσπερνούν εξοργισμένα.  Ένας νεαρός που περπατάει στο πεζοδρόμιο βλέπει το περιστατικό, τρώει την τρίτη μούτζα και της χτυπάει το τζάμι:« Να σας βοηθήσω;». Η γυναίκα λυτρώνεται. Ο νέος φαίνεται ευγενικός και ακίνδυνος. Η 40χρονη δικηγόρος παραχωρεί πρόθυμα τη θέση στο νέο της ήρωα. Εκείνος όμως είναι σούπερ ήρωας: βάζει ζώνη, πατάει γκάζι και εξαφανίζεται. Το βράδυ, η γυναίκα που κοντεύει να τρελαθεί, παίρνει μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο:« Βρήκα την κάρτα σας στο αυτοκίνητο. Δεν ήθελα να σας κλέψω το αμάξι. Θέλω απλά να πάω μία κοπέλα στη Χαλκιδική το Σαββατοκύριακο. Είδα ότι είχατε φουλάρει βενζίνη ενώ εγώ δεν έχω δουλειά, δεν είναι άδικο; Με λένε Νίκο και είμαι άνεργος ηθοποιός. Μην αναφέρετε το περιστατικό στην αστυνομία, σας παρακαλώ. Θα σας επιστρέψω το αμάξι τη Δευτέρα το πρωί, στο σημείο από όπου το δανείστηκα». Αληθινός κύριος, θα κρατήσει το λόγο του. Με τη βελόνα της βενζίνης στο μισό, μοναδική απόδειξη του θεατρικού που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος.

Σε ένα χωριό της Κρήτης, από αυτά που η κρίση των γηρατειών αφήνει έρημα, διαδραματίζεται ένα ειδύλλιο αντάξιο του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας. Ο Αλεξογιώργης, 94, είναι ερωτευμένος εδώ και μερικά χρόνια με το Λενιώ, μία γεροντοκόρη. Παράνομα φυσικά, αφού είναι παντρεμένος με τη Μαρία που κάνει τα στραβά μάτια. Η τελευταία δεν κινδυνεύει πια από τις κακές γλώσσες αφού οι περισσότερες σωπαίνουν στο νεκροταφείο. Τον πρώτο καιρό ο Αλεξογιώργης, ο οποίος διατηρούσε επί χρόνια ένα από τα ελάχιστα παντοπωλεία του χωριού, τολμούσε να της αφήνει μόνο σοκολάτες και μπισκότα έξω από την πόρτα. Τώρα ο πόθος έχει αντικαταστήσει το ρομαντισμό. Κάθε μεσημέρι, γύρω στη μία, βγαίνει στην ταράτσα του σπιτιού του όπου είναι παγιδευμένος. Από εκεί έχει οπτική επαφή με το μπαλκόνι της Λενιώς. Η μία και μοναδική μάρτυρας καταθέτει ότι τον βλέπει να κατεβάζει τα παντελόνια του και να προσπαθεί να διώξει κάτι από πάνω του. Μετά από λίγο, προφανώς με την υποστήριξη της αγαπημένης του, το πρόβλημα λύνεται με τα επιθυμητά αποτελέσματα και ο άξιος εκπρόσωπος της τρίτης ηλικίας επιστρέφει στην οικογενειακή θαλπωρή. Ως πότε όμως; Τα χρόνια περνούν και για τους 94χρονους. «Μα πώς βλέπει ως εκεί;» απόρησε η πηγή μου. Οι υπόλοιποι αναρωτιόμαστε πώς σκαρφαλώνει σε τέτοια ύψη.

Επιστροφή με Κτελ από Χαλκιδική κι ένα ζευγάρι φιλιέται περιπαθώς στη στάση της Καλλικράτειας. Είναι και οι δύο πολύ εκδηλωτικοί. Ο οδηγός δυσανασχετεί επειδή έχει αρχίσει να βρέχει, τέλη Αυγούστου, συμβαίνουν αυτά. Τα φιλιά όμως συμβαίνουν όλο και πιο έντονα στα αυτιά, στο λαιμό, στο πρόσωπο. Με έχει συνεπάρει ο παράλληλος κόσμος τους. Οι κινήσεις προδίδουν αθωότητα. Ζήτημα αν είναι 18. Κάνουν σαν να μην πρόκειται να τα ξαναπούν, σαν να φιλιούνται για πρώτη φορά, σαν να μην καταλαβαίνουν ότι καθυστερούν το λεωφορείο, όχι από ανευθυνότητα αλλά από γνήσια αδυναμία. Κάποια στιγμή το αγόρι αφήνει το κορίτσι από την αγκαλιά του. Εκείνο ανεβαίνει στα χαμένα και τότε ακούγονται φωνές: «Σ’αγαπώ. Σ’αγαπώ». Το ένα καλύτερο από το άλλο. Εμένα τουλάχιστον με έπεισε. Το διαφορετικό χρώμα του δέρματός τους ήταν μία αδιάφορη λεπτομέρεια που συνειδητοποίησα πολύ αργότερα.

Ο Θωμάς Γκόρπας έγραψε κάποτε πως δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη, αλλά αυτό που η γυναίκα η όμορφη παθαίνει και δεν το λέει και κλαίει μόνη. Αν υπάρχει μία περίπτωση να ξαναγίνουμε η γυναίκα η όμορφη είναι να αυξηθούν τέτοιου είδους περιστατικά. Η εθνική μας λογοτέχνης θα αισθανθεί ατιμασμένη και θα φροντίσει την καλλιέργεια του φασίστα σε μία ξένη χώρα υπό την προστασία της έξυπνης σίτας. Εδώ θα αλλάξουμε πνευματικό μοντέλο: Όμορφα λάθη, αναπόφευκτες αμαρτίες και μόνο απαραίτητες παρανομίες. Οι υπανάπτυκτοι, οι ποιητές, οι τζαμπατζήδες, οι εργάτες και οι ερωτοχτυπημένοι, όλοι μαζί και όλοι λίγο απ’όλα, θα ζήσουμε ευτυχισμένα.  Για κανένα μήνα, τα πράγματα θα πηγαίνουν καλά.