Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Πρώιμη αρτηριοσκλήρωση

Το ζήτημα της ενότητας τον απασχολούσε γιατί του φαινόταν πολύ εύκολο να πέσει στις χειρότερες παγίδες. Την εποχή που ήταν φοιτητής- το 1930, στην οδό Βιαμόντε- είχε διαπιστώσει με έκπληξη (πρώτον) και με ειρωνεία (δεύτερον) πως ένας σωρός άνθρωποι στρογγυλοκάθονταν βολικά σε μια υποτιθέμενη προσωπική ενότητα που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά λεκτική ενότητα και πρώιμη αρτηριοσκλήρωση του χαρακτήρα. Αυτοί οι άνθρωποι σκάρωναν ένα σύστημα από αρχές , οι οποίες δεν είχαν ποτέ επαληθευτεί εκ των έσω και που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παραχώρηση στο λόγο, στη λεκτική αντίληψη των δυνάμεων-έλξεις και απωθήσεις- που είχαν καθυποταχτεί, εκτοπιστεί και αντικατασταθεί από τα λεκτικά τους ισοδύναμα. Κι έτσι το καθήκον, η ηθική, το ανήθικο και το χωρίς ηθική, η δικαιοσύνη, η συμπόνια, το ευρωπαϊκό ή το αμερικανικό, η μέρα και η νύχτα, οι σύζυγοι και οι αρραβωνιαστικιές και οι φίλες, ο στρατός και η τράπεζα, η σημαία και το χρυσάφι των Γιάνκηδων ή των Ρώσων, η αφηρημένη τέχνη και η μάχη του Κασέρος κατέληγαν να είναι κάτι σαν δόντια ή μαλλιά, κάτι που το αποδεχόσουν και το ενσωμάτωνες μοιραία, κάτι που δε ζούσε και που δεν ήταν δυνατό να αναλυθεί γιατί έτσι είναι.

Ο βιασμός του ανθρώπου από το λόγο, η ηγεμονική εκδίκηση του λόγου ενάντια στο γονιό του, γέμιζαν με πικρή έλλειψη αυτοπεποίθησης τους στοχασμούς του Ολιβέιρα, γιατί ήταν αναγκασμένος να στηριχθεί στον ίδιο του τον εχθρό για να ανοίξει δρόμο ως το σημείο που θα ήταν ίσως δυνατό να τον αποδιώξει και να συνεχίσει-πώς και με τι μέσα, σε ποια λευκή νύχτα ή μαύρη μέρα;-για να φτάσει σε μια ολοκληρωτική συμφιλίωση με τον ίδιο του τον εαυτό και με την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε. Έπρεπε να φτάσει στο λόγο χωρίς τις λέξεις (πόσο μακρινό, πόσο απίθανο), να συλλάβει χωρίς τη βοήθεια της ορθολογιστικής συνείδησης τη βαθιά ενότητα, κάτι που τελικά ήταν σαν μια αίσθηση αυτού που τώρα δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά το γεγονός πως βρισκόταν εκεί και έπινε ματέ, κοιτάζοντας το γυμνό κωλαράκι του Ροκαμαδούρ, τα χέρια της Μάγα που πηγαινοέρχονταν με μπαμπάκια, ακούγοντας τα ουρλιαχτά του Ροκαμαδούρ που, πράγμα φανερό, δεν του άρεσε καθόλου να του πασπατεύουν τον πισινό.

Χούλιο Κορτάσαρ, Το Κουτσό, Εκδόσεις Εξάντας, Μετάφραση Κώστα Κουντούρη.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Φαρμακονήσια

Ο Μπρεχτ βρισκόταν στις Η.Π.Α την εποχή των δικών της Μόσχας και, όπως μας λένε, επισκέφτηκε κάποιον που εξακολουθούσε να είναι αριστερός αλλά ήταν αγρίως αντισταλινικός και είχε εμπλακεί για τα καλά στις αντιδίκες υπό την αιγίδα του Τρότσκυ. Η συζήτηση στράφηκε στην έκδηλη αθωότητα των κατηγορουμένων της Μόσχας και ο Μπρεχτ, αφού πρώτα έμεινε πολλή ώρα αμίλητος, εντέλει είπε:« Όσο πιο αθώοι είναι, τόσο πιο πολύ τους αξίζει να πεθάνουν». Η φράση ακούγεται εξωφρενική. Μα τι είπε πραγματικά; Όσο πιο αθώοι από ποιάν άποψη; Από την άποψη για την οποία τους κατηγορούσαν, βέβαια. Και για ποιο πράγμα τους κατηγορούσαν; Για το ότι συνωμότησαν εναντίον του Στάλιν. Συνεπώς, επειδή ακριβώς δεν είχαν συνωμοτήσει εναντίον του Στάλιν, και ήταν αθώοι για το έγκλημα, υπάρχει μια κάποια δικαιοσύνη στην αδικία. Μήπως δεν ήταν σαφές καθήκον της παλιάς φρουράς να εμποδίσει έναν άνθρωπο, τον Στάλιν, να μετατρέψει την επανάσταση σε γιγάντιο έγκλημα; Περιττεύει να πούμε ότι ο οικοδεσπότης του Μπρεχτ δεν το κατάλαβε, εξαγριώθηκε και τον έδιωξε απ’το σπίτι του. Έτσι, μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ο Μπρεχτ μίλησε εναντίον του Στάλιν, έστω και με τον περιπαικτικό επιφυλακτικό του τρόπο, πήγε στράφι.

Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Βασίλη Τομανά.