Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Το στοίχημα



Χώριζαν οριστικά και θα αθετούσε το λόγο του. Της είχε πει ότι χωρίς εκείνη δεν θα μπορούσε να γράφει. Όχι ότι τον διάβαζε και ποτέ. Αυτό ήταν που του άρεσε μάλλον πιο πολύ. Που του είχε εμπιστοσύνη. Και που δεν του έλεγε μεγάλα λόγια. Ούτε θα παντρευτούμε, ούτε θα σ’αγαπώ αιώνια, ούτε θα είμαστε για πάντα μαζί. Ήταν ανασφαλής και φοβιτσιάρα, αλλά αυθεντική και τον γούσταρε πολύ. Και εκείνος πάντα δίπλα της και μακριά της, αναγκασμένος να μιλήσει για πρώτη φορά για κάτι που τον πονούσε, αφού τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί για τη στήλη του. Γιατί όλα όσα στ’αλήθεια μας πονούν, είναι μονάχα οι έρωτές μας. «Αν μπορέσουμε κάποτε να συνεννοηθούμε, ο κόσμος θα σωθεί» έλεγε και οι υπόλοιποι τον άκουγαν με κατανόηση να παραλογίζεται.

Πάντως εξ όσων γνωρίζω την είχε λατρέψει σε μία εκδρομή. Λαλίστατη, με χιούμορ βιτριολικό, αποφασισμένη να κάνει το λεωφορείο άνω-κάτω και να μην τους αφήσει να κλείσουν μάτι. Ποτέ δεν είχε δει γυναίκα να αυτοσαρκάζεται τόσο χαριτωμένα από κοντά. Ένα μικρό θαύμα που κι εκείνη αγάπησε το χιούμορ του και τέσσερα χρόνια πετούσαν ατάκες ο ένας στον άλλο πολύ πριν το Twitter. Μετά από τόσα γέλια δεν είχε μείνει παρά να ερωτευτούν. Το σκέφτηκε πρώτος και της το πρότεινε εμμέσως πλην σαφώς πάνω στο στήθος της ένα αυγουστιάτικο βράδυ που παρακολουθούσαν για ξεκάρφωμα τα προκριματικά των 100 μέτρων του Πεκίνου. Εκεί, στην Κίνα δηλαδή, της είχε πει στην εκδρομή πως θα την φώναζαν ψηλή: «Θα έρθει η ψηλή, το είπατε στην ψηλή, που έχει χαθεί αυτή η ψηλή;» κι άλλα παρόμοια. Μία σκέτη τρέλα η σχέση από απόσταση αλλά κατόρθωσε να την ρίξει όταν της θύμισε το ύψος του πρώην της σε σύγκριση με το δικό της. «Και αυτή σχέση από απόσταση ήτανε» επέμενε και προσπαθούσε με όλα τα μέσα να την πείσει να τον ακολουθήσει.  

Το ταλέντο της ήταν ότι του δινόταν λίγο-λίγο. Αργά. Και την επόμενη τον ξανάβαζε να την ξανακερδίσει. Ήταν ένα ολυμπιακό αγώνισμα που εκείνος λάτρευε γιατί δεν τον άφηνε να πλήξει. Στο διάστημα μιας Ολυμπιάδας έπιασε όλα τα όρια και τα ξεπέρασε, την ταλαιπώρησε και ταλαιπωρήθηκε. Μαζί της αισθανόταν ελεύθερος κι όταν εκείνη έχανε την πίστη της, σκαρφιζόταν ερωτόλογα που μέσα στην υπερβολή τους ήταν πέρα για πέρα αληθινά. «Πιστεύω μόνο στα μπούτια σου» της έλεγε. Την πολιορκούσε διαρκώς και τη φλέρταρε μανιωδώς μέχρι να του ξεθυμώσει μόνο και μόνο κάθε φορά για να τον στολίσει: «Είσαι μεγάλο πουστράκι» του έκανε εννοώντας ότι δεν μπορούσε να κρατάει μούτρα για πολύ. Κι αυτή τον αγαπούσε και μάλιστα αρκετά αλλά πάντα εντόπιζε αγεφύρωτες διαφορές στις ασυμφωνίες τους. Θα ‘λεγε κανείς πως τον φοβόταν γενικώς. Οι καβγάδες σταδιακά πύκνωναν, οι παρεξηγήσεις αύξαναν και οι συναντήσεις αραίωναν. Όλα στον αέρα ως συνήθως, όλα ανοιχτά. Κι αυτός μονίμως να την καθησυχάζει πως οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Την απειλούσε μάλιστα με νέο μνημόνιο τον Αύγουστο των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. «Το καλοκαίρι αυτό μου το χρωστάς και θα ‘ρθω να σου επιβάλλω νέα μέτρα» της έλεγε ενώ εκείνη είχε το νου της στη δουλειά.

«Γιατί μ’αγαπάς;» τον αιφνιδίασε ένα από τα τελευταία ήσυχα βράδια. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι εκείνος ο ανεύθυνος τύπος θα ήταν ο άνθρωπος της ζωής της, ένας άντρας με τον οποίο θα έκανε οικογένεια. Φοβόταν γενικότερα τη δέσμευση αλλά με τούτο το μορφονιό τη φοβόταν περισσότερο. Έκατσε και της τα έγραψε για πολλοστή φορά: «Σ’αγαπώ γιατί κάποιος πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά σου. Σ’αγαπώ γιατί όταν με λες ηλίθιο νομίζω ότι έχεις δίκιο. Σ’αγαπώ γιατί είσαι το κορίτσι που πρέπει να έπαιζα μικρός και δε θυμάμαι. Όταν σε βλέπω θέλω να σου δώσω όλα μου τα παιχνίδια και δε με νοιάζει που θα τα χάσω. Σ’αγαπώ γιατί καμία δεν μ’αγαπάει όπως με μισείς εσύ. Σ’αγαπώ γιατί σκοτώνεις του νου και της καρδιάς μου το επικίνδυνο χασμουρητό» κι άλλες παρόμοιες ασυναρτησίες που καταλαβαίνουν φυσικά μόνο οι ερωτευμένοι. «Αν υπάρχουν βρωμόλογα που δεν έχουν ειπωθεί, θα τα εφεύρω. Αν υπάρχουν ταξίδια που δεν κάναμε μαζί αυτά τα τέσσερα χρόνια, θα τα δρομολογήσω. Αν υπάρχουν αγγίγματα που ποτέ δεν δοκιμάσαμε, θα τα ανακαλύψω. Σ’ ευχαριστώ για όλα και κυρίως για τα άσχημα. Με έκαναν πιο δυνατό. Δεν είναι πια τόσο παράλογο να κυνηγώ τον έρωτά σου» της είχε πει μερικούς μήνες πριν. Μα εκείνη είχε στραβώσει πάλι, τραβούσε το σχοινί και ένα βράδυ, ανυπόμονος όπως σε κάθε ετυμηγορία της, το ξανάκοψε. Μπροστά στην αγάπη που της είχε, όλες οι σιωπές της τού φαίνονταν ανυπόφορες. Το γυαλί τώρα πια δεν θα ξανακολλούσε.

Πάνω κάτω αυτό ήταν όλο. Ο ήρωάς μας πάτησε την αυτόματη διόρθωση επειδή δεν είχε βρει όλα τα σωστά γράμματα στο πληκτρολόγιο κι η ιστορία-ο δαίμων του τυπογραφείου να την κάνει- ήταν έτοιμη προς δημοσίευση. Έπρεπε να βιαστεί γιατί το φύλλο έκλεινε όταν ξαφνικά τον έπιασε δύσπνοια. Σκέφτηκε ότι στο τέλος υπήρχε τελεία. Το στοίχημα! Θα έχανε το μεγάλο του στοίχημα. Το στοίχημα όλων των γραπτών του που ήταν να σμίξουνε τον κόσμο, όπως έλεγε ο αγαπημένος της ποιητής. Χωρίς τελεία, τέλος δεν θα υπήρχε. Αν την παρέλειπε θα άφηνε την αμφιβολία να ζήσει. Πάντα του άρεσε να διασώζει τα ίσως και τα ενδεχομένως που οι υπόλοιποι απέρριπταν. Βρήκε τον διορθωτή και τον παρακάλεσε: «Μην τη βάλεις, σε ικετεύω». «Θα χάσω τη δουλειά μου, άνθρωπέ μου. Κάνουν παντού περικοπές και με περιμένουν στη γωνία». «Μα πρόκειται για τη γυναίκα που αγαπώ, ρε μαλάκα. Δεν γίνεται να μπει τελεία». «Λυπάμαι, είμαι αναγκασμένος να τη βάλω». «Λυπάμαι, κι εγώ είμαι καταδικασμένος να την αγαπώ».

Του πήρε το χαρτί μέσα από τα χέρια και μπήκε στον διευθυντή. «Υποβάλλω την παραίτησή μου». «Γιατί, τι έγινε;». «Γιατί υπέβαλα την απαίτησή μου και δεν έγινε δεκτή. Γιατί η εφημερίδα σας με αναγκάζει να βάζω τελείες ενώ είναι σίγουρο πως είναι υπερεκτιμημένες, γι'αυτό». «Σε αναγκάσαμε εμείς ποτέ να βάλεις τελείες εκεί που δε θες;». «Μα πουθενά δεν πρέπει να μπαίνουν τελείες. Οι τελείες είναι γελοίες, οι τελείες είναι ξένες προς τη ζωή, ο ίδιος ο θάνατος μεταμφιεσμένος και απορώ ποιοι αρρωστημένοι εγκέφαλοι τις επινόησαν!». «Είσαι με τα καλά σου παιδί μου; Σε λίγο θα τα βάλεις και με τον Τριανταφυλλίδη!». «Μην αποπροσανατολίζετε τη συζήτηση. Δεν δέχομαι να δημοσιευθεί το κείμενο με τελεία στο τέλος. Επιτέλους σταματήστε τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των δικαιωμάτων των ερωτευμένων, κύριε Διευθυντά!». «Απολύεσαι, ηλίθιε». «Θα πάω να τη βρω, παλιοκαριόλη. Όχι τώρα, αλλά κάποτε θα πάω να τη βρω»

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Οπορτουνιστής του κερατά

Με διατάξανε να παρουσιαστώ στην πόλη Ν και παρουσιάστηκα, έμαθα πως θα λάβω μέρος σε μια επικίνδυνη αποστολή και το δέχτηκα, μου είπανε πως η συμμετοχή μου ήτανε εθελοντική, μου δώσανε τη δυνατότητα να φύγω απ' το γκαράζ, δεν έφυγα, προτίμησα να κάνω «ένα βήμα μπροστά», εθελοντής και σ' αυτήν την περίπτωση, όπως πάντα μου ήμουνα εθελοντής, μου είπανε πως απ' την επιτυχία της αποστολής εξαρτάται η έκβαση του πολέμου και το πίστεψα, μετέφερα το κιβώτιο, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή μου, κατόρθωσα και το έφερα στην πόλη Κ, το παρέδωσα στις αρμόδιες αρχές, δεν ξέρω αν το παραλάβαμε άδειο, δεν ξέρω αν άδειασε στο δρόμο, δεν ξέρω αν ήτανε γεμάτο, δεν ξέρω αν το αδειάσανε ή το αντικαταστήσανε, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν το άδειασα εγώ, δεν το παρέδωσα στον εχθρό, δεν το αντικατέστησα με ένα άλλο παρόμοιο, άδειο, το ξέρω, αλλά πια μου είναι αδύνατο να το αποδείξω, δεν έχω κανένα στοιχείο, κανέναν μάρτυρα και το χειρότερο απ' όλα, το ξέρετε πια, το ομολόγησα ο ίδιος πως είπα ψέματα, μια και δυο και τρεις φορές και ποιος λοιπόν σας βεβαιώνει ότι δεν ψεύδομαι και μια τέταρτη φορά, προς τι να συνεχίσω, μια κι έχω καταντήσει αναξιόπιστος, απέτυχα και σε τούτο το διαγώνισμα, πέστε πως παρέδωσα την κόλλα μου λευκή, πεντάρα δε με νοιάζει. Άρης Αλεξάνδρου. Το Κιβώτιο.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Οι ηλίθιοι και το ποδόσφαιρο

Οι άνθρωποι που με εκτιμούν δεν είναι εκείνοι που έχουν διαβάσει κείμενά μου, αλλά όσοι έχουν παίξει μαζί μου ποδόσφαιρο. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τον Κωνσταντίνο είχα να τον δω έντεκα χρόνια. Αντίπαλοι στην αλάνα του σχολείου, ένα χρόνο μικρότερός μου, με το που μπήκα στην καφετέρια με αναγνώρισε. Παρόλο που δεν κρατούσα μπάλα, ήρθε να μου κλέψει ένα τεράστιο χαμόγελο. Αν και κορυφαίος ντριμπλέρ στην εποχή του δεν έκανε πως δε με είδε όπως θα έκαναν οι περισσότεροι γνωστοί. Ποιος, αυτός, που είχε τη Βερόνικα στο τσεπάκι, την ντρίμπλα με το πολλά υποσχόμενο γυναικείο ονοματάκι που καθιέρωνε ταυτόχρονα με τον Ζιζού. Τον Κωνσταντίνο, αν και συχνά γκρίνιαζε για ανύπαρκτα φάουλ, δυσκολευόσουν να τον αντιπαθήσεις. Δεν έμπαινε στο γήπεδο για να σε κερδίσει αλλά για να σε ντριμπλάρει. Κανένα του σουτ δε θυμάμαι. Απεναντίας, θυμάμαι σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια τις ντρίμπλες του. Καλλιτεχνική φύση από τότε, δεν μου έκανε εντύπωση όταν μου είπε πως ασχολείται με κάτι πολιτιστικά προγράμματα στη Βαρκελώνη. «Δεν πάω για μπάλα» παρατήρησε σχεδόν αδιάφορα όταν τον ρώτησα. «Με έχει τσακίσει το πόδι μου». Και η Βερόνικα;

Δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το παιχνίδι. Στην πλατεία του χωριού μου το κατάλαβα όταν τα καλοκαίρια, πρωτοετής φοιτητής ακόμα, τα βράδια που γλίτωνα από τη Χερσόνησο, κάτι κοπελιές δεν καταδέχονταν να παίξουν μαζί μας κρυφτό επειδή ήταν «ώριμες». Δεν ξέρω όταν στ’αλήθεια γίνουν ώριμες, αν θα μετανιώνουν ποτέ εκείνη τους την άρνηση. Από τότε πάντως δεν άλλαξα γνώμη. Όποιος δεν παίζει στη ζωή και στον έρωτα, όποιος δε γελάει εκτός Social Media, πρέπει να παίρνει την άγουσα για τα ησυχαστήρια. Όταν παίζεις, όλο και κάτι κερδίζεις ακόμα κι όταν σου τυχαίνουν δάκρυα. Γι’αυτό αφού είχα διαβάσει ένα όμορφο ποίημά του, με ξένισε ο λίβελλος. «Η θρησκεία, το ποδόσφαιρο και ο πατριωτισμός είναι το τρίπτυχο που ενώνει τους ηλίθιους του τόπου μου» ξεκινούσε με φόρα ο ποιητής, αυτός ο μεγάλος δικτάτορας των λέξεων. Δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. Παράτησα το κείμενο.

Κατά καιρούς έχουν συνταχθεί άπειροι ύμνοι και σχεδόν ισάριθμες καταδίκες για το όπιο του λαού. Το ποδόσφαιρο λένε οι ειδικοί αποπροσανατολίζει, ασφαλώς, τις μάζες από τα πραγματικά τους προβλήματα μη λαμβάνοντας υπόψη τους, προφανώς, την ανάγκη των μαζών να αποπροσανατολιστούν από τα πραγματικά τους προβλήματα. Μόνο ένας ηλίθιος όσο ένας ειδικός δεν θα καταλάβαινε ότι ο κόσμος θα γινόταν πιο βίαιος και αφιλόξενος χωρίς τη στρογγυλή θεά. Είναι πιθανότερο να ασφυκτιά κάποιος επειδή τον Ιούλιο έχει καύσωνα και δεν έχει πουθενά μπάλα παρά επειδή δεν έχει να πληρώσει προς το παρόν τους λογαριασμούς του. Αφήστε που είναι καιρός να παραδεχτούν οι άνθρωποι των γραμμάτων πως είναι αρκετοί οι ηλίθιοι που τους ενώνει η αγάπη τους για την ποίηση-ανάθεμα κι αν την καταλαβαίνουν-ή για τη λογοτεχνία της Λένας Μαντά. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ποιητές είναι περιττοί επειδή διάφορες κυράτσες ανακάλυψαν την κλίση τους. Σημαίνει ότι πρέπει να τους υπερασπιστούμε απ’ την αρχή.

Από τότε που αντιληφθήκαμε ότι οι μεγάλες μας αγάπες είναι απλά κάτι πολυεθνικές, οι λάτρεις του ποδοσφαίρου συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όχι για να παίζουμε στοίχημα αλλά για τους ποιητές του. Πού βλέπουμε την ποίηση; Για τους αμύητους όλα τα παρακάτω θα φανούν συνωμοτικά: Ποίηση είναι η αγάπη του Μπατιστούτα για την Φιορεντίνα και το κλάμα του όταν της βάζει γκολ, ο Κανού που κάνει χατ-τρικ απέναντι στην Τσέλσι ενώ πριν κάποια χρόνια είχε πρόβλημα με την καρδιά του, ο Πίρλο που όπως κάποτε ο Αντονιόνι παίζει με το κεφάλι ψηλά, η κούρσα του Γουεά με τη Βερόνα και την προεδρία της ταλαίπωρης πατρίδας του, ο άγιος Ντιεγκίτο της Νάπολι που όσα χέρια και να έκανε θα ήταν του Θεού, ο Γκούλιτ που αφιερώνει τη Χρυσή Μπάλα στον Μαντέλα, το δίδυμο Γιορκ-Κόουλ που κάνει τον Μιχαλολιάκο να βλέπει εφιάλτες, οι αυτοκαταστροφικοί Γκάζα και Μπεστ, η αλαζονεία του Ανρί που φέτος επέστρεψε στην Άρσεναλ, μπήκε αλλαγή και σκόραρε σαν να μην πέρασε λεπτό-η στιγμή άξιζε όσα χίλια εκνευριστικά τέλεια γκολ του αψεγάδιαστου, οπότε και αντιποιητικού Μέσσι. Ποίηση είναι ο επαναστάτης Καντονά που αντιδράει στον ρατσιστή της εξέδρας και του ρίχνει καρατιά, ο Κακά και ο Γκιγκς στον κενό χώρο, κάτι αριστεροπόδαροι στράικερ όπως ο Φάουλερ που ρουφούσε τις γραμμές, ο Σάλας που άλωνε το Γουέμπλει κι ο Σούκερ που ψάρωνε τον Σμάιχελ, οι Γερμανοί  Ματέους, Κλίνσμαν, Νέτσερ, Μέλερ και Σούπερ Μάριο Μπάσλερ, οι Γάλλοι Ζινολά και Τζοργκαέφ, ο Φαν Νίστελροι, ο Παπέν, ο Σίρερ, ο Ζαμοράνο, ο Όουεν, ο Ρομάριο, ο Ραούλ και τώρα ο Φαλκάο μέσα στη περιοχή, ο κύκνος της Ουτρέχτης με τα γυάλινα πόδια Μάρκο Φαν Μπάστεν. Ποίηση είναι όλα τα δεκάρια: ο Ροναλντίνιο, ο Κρόιφ, ο Χάτζι, ο Στόικοβιτς, ο Προσινέτσκι, ο Τζόλα, ο Ρούι Κόστα, ο Μπόμπαν, ο Λάουντρουπ, ο Πιρές. Ποίηση είναι η ντρίμπλα του Σαβίσεβιτς στον Απολλόνι και τον Κόουτο κόντρα στην Πάρμα, το γκολ του Έλκιερ χωρίς παπούτσι, το ακυρωθέν γκολ του Πλατινί στον τελικό του Διηπειρωτικού το ‘85, τα σκαψίματα του Τζιοβάνι, το αριστερό του Ριβάλντο σε εκείνο το χατ-τρικ με τη Βαλένθια, ο Κιέζα με τον Κρέσπο, το τακουνάκι του Ρεδόνδο στο Ολντ Τράφορντ, η ντρίμπλα του Μπέργκαμπ στον Νταμπίζα, το ταλέντο του Καραπιάλη και του άτυχου Κωστή, το γκολ του Ντέμη στην Τούμπα, ο Βασίλης Τσιάρτας, η επιστροφή του Ρονάλντο το 2002, ο γκολκίπερ Τζίμι Γκλας που σώζει μια ολόκληρη ομάδα από την καταστροφή, τα γκολ του Μπέκαμ και του Αλόνσο από τη σέντρα, τα σουτ του Τζέραρντ και του Λάμπαρντ, του Βιειρίνια και του Σκόκο, τα γκολ του Γκανέζου Γιεμπόα και του συμπατριώτη του Μπόατενγκ, το γκολ του Ναίμ, του Ντι Κάνιο, του Τόττι με τη Σαμπντόρια, το τελευταίο γκολ του Πίππο με τη Μίλαν, το γκολ του Ντελ Πιέρο μετά το θάνατο του πατέρα του, οι εμπνεύσεις του Κουαλιαρέλα, ο Ματ Λε Τισιέ, ο Μπάτζο που αστοχεί και γίνεται ακόμα πιο μεγάλος, οι περιγραφές του Τάιλερ και του Πιτσινίνι, τα σαρδάμ του Μανόλο, η φωνή του Βερνίκου στο γκολ του Δέλλα. Ποίηση όλα τα μεγάλα ματς, τα 3-3, τα 4-4, τα 5-5, οι μυθικές ανατροπές, τα χιτσκοκικά φινάλε στην Αγγλία το 1989 και στη Γερμανία το 2001, οι νίκες των μικρών, το γκολ του οπαδού που διακόπτει το ματς, εκτελεί το φάουλ και πανηγυρίζει έξαλλα, οι ατάκες εκείνου του οπαδού της ΑΕΚ, το υπερρεαλιστικό σύνθημα:«ΠΑΟΚΑΡΑ είμαι χάλια βλέπω έναν αετό με οκτώ κεφάλια, πού τα βλέπω τ’ άλλα έξι, ΠΑΟΚΑΡΑ είμαι χάλια τα ‘χω παίξει». Υπάρχει τόση ποίηση στο ποδόσφαιρο που μόνο οι εκ πεποιθήσεως άσχετοι δεν κατανοούν. Και σκεφτείτε ότι ανέφερα μόνο ένα κομμάτι της πιο πρόσφατης. Τι να λέμε, ιστορίες από το στρατό;

Ο Καμύ γράφει πως μέσα από το ποδόσφαιρο κατάφερε να κερδίζει και να μην αισθάνεται Θεός, να χάνει και να μην αισθάνεται σκουπίδι. Αντιλήφθηκε το παράλογο παρατηρώντας νομίζω τελικώς την πορεία της μπάλας κι αν είχε την ευκαιρία να δει τον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2005, θα ήταν ευτυχισμένος βλέποντας τη φιλοσοφία του να επαληθεύεται. Πώς έχασε η Μίλαν εκείνο το βράδυ ενώ ήταν τρία γκολ μπροστά στο ημίχρονο; Ποιον άγιο χρησιμοποίησε ο Ντούντεκ στην προβολή του Σεβτσένκο στο 119’; Ποιος μπορεί να απαντήσει ορθολογικά και να μη γίνει αστείος; Ο Γεωργίου είναι απλώς ένας πολυλογάς που σκοτώνει τη μαγεία με το δογματισμό του, ο Τάκης Μίχας ένας προπαγανδιστής που εξευτελίζεται. Οι αριθμοί δε λένε τίποτα και ποτέ δε θα πούνε. Οι αντίπαλοι της Εθνικής μας στο Euro 2004 έπρεπε να κάνουν γύρω στις 30 προσπάθειες για να μας βάλουν γκολ, στατιστικό στοιχείο που δεν εξηγείται όσα κομποσκοίνια κι αν φορούσαν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Μία καλή ομάδα βάζει γκολ σε κάθε επτά προσπάθειες, μία μέτρια σε κάθε δέκα, αλλά 30; Στην ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο γίνονται τα θαύματα, είναι αρκετά σαφές νομίζω στον καθένα. Χάρη σ’αυτά και μέσα από αυτά επιβιώνουμε.

Έντεκα χρόνια έχουν περάσει κι από τότε που το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ιταλικό περιοδικό Guerin Sportivo ρωτούσε τους αναγνώστες του γιατί αγαπούν το ποδόσφαιρο. Ο Ντελ Πιέρο με τον Μπάτζο κονταροχτυπιόντουσαν μέχρι τέλους. Θυμάμαι την απάντηση ορισμένων γυναικών: Il petto di Cannavaro. Περιττή η μετάφραση. Σήμερα όταν θέλω να ορίσω την ελπίδα, μπαίνω σε ένα κανάλι του Youtube που καλύπτει αγώνες με μικρά παιδιά. Το έκανα τόσο συχνά κάποιο διάστημα για να ξεπεράσω τη διάχυτη κατάθλιψη που η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, αν με παρακολουθούσε, θα νόμιζε ότι ήμουν παιδεραστής. Εκεί επέστρεψα στα βασικά. Στην αθωότητα, την παιδική ηλικία, το όνειρο, τη γυναίκα που θα μας σώσει. Η μπάλα θα περάσει τα τείχη που στήνουμε. Ο φασισμός όλο και σε κάποια κεφάλια θα κοντράρει.
                                                                                      (Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi).

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Η αυτοκτονία ενός μνημονιακού

Αντικειμενικά ήταν άσχημος ο Άκης. Από παιδί ντρεπόταν να επιβληθεί και δυσκολευόταν να επικοινωνήσει. Σπάνια μιλούσε για οτιδήποτε. Μόνο όταν στη δουλειά άνοιγαν πολιτικές συζητήσεις του άρεσε να επαναλαμβάνει σαδιστικά τη φράση του Πάγκαλου: «Το μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο». Έτσι του βγήκε το Παγκαλάκης. Στην πραγματικότητα δεν εκτιμούσε την τρόικα σχεδόν όσο τους συναδέλφους του, οι οποίοι κάθε φορά που τον άκουγαν ξεσπούσαν σε περιορισμένης έκτασης χάχανα για να μην τον προσβάλουν. Αγαπημένο παιδί του ιδιοκτήτη της επιχείρησης, μεσήλικας πια, πιο εργατικός από τους υπόλοιπους, δεν μπορούσε να γίνει εύκολος στόχος για καλαμπούρι. Ήθελε απλώς να τους μπαίνει στο μάτι πού και πού αφού δεν ήταν φτιαγμένος για να σκέφτεται σοβαρά την εκδίκηση. Από την άλλη, οι επαναστατημένοι συνάνθρωποί του, όσοι τουλάχιστον βρέθηκαν στο δρόμο του, δεν ήταν ποτέ τόσο επαναστάτες ώστε να του λένε καλημέρα ή να του συμπεριφέρονται με ευγένεια. Η υπέρβαρη, μοναχική φιγούρα του απέπνεε όλο και συχνότερα κλεισούρα, θλίψη και απομόνωση. Οι λιγοστοί φίλοι είχαν αποθαρρυνθεί.

Στις τελευταίες εκλογές είχε ψηφίσει με μισή καρδιά Χρυσή Αυγή. Πίστευε ότι έτσι θα αισθανόταν πιο δυνατός, όμως, η απόπειρα είχε αποτύχει. Κατάλαβε λόγω εμπειρίας ότι κάποιοι απλώς καραδοκούσαν και εκμεταλλεύονταν μιζέριες. Όσο τα χρόνια περνούσαν, οι ώρες δουλειάς αυξάνονταν και ο χρόνος για ζωή λιγόστευε μαζί με το ενδιαφέρον του γι’ αυτή. Όταν δεν σκεφτόταν την Βίκυ, τον παιδικό του έρωτα, ταξίδευε στην ταράτσα του σπιτιού του, το μόνο χώρο με οξυγόνο που είχε απομείνει στην καθημερινότητά του. Εκεί πάνω, κάτω από τ’αστέρια, αυνανιζόταν μία στο τόσο για κείνη. Είχαν χαθεί αλλά τού το ‘χε υποσχεθεί. Θα πήγαιναν σύντομα θάλασσα. Την ίδια μέρα, κιόλας, είχε τρέξει να αγοράσει από το Σούπερ Μάρκετ το πιο ακριβό αντηλιακό. Όταν ήθελε να μυρίσει ευτυχία προτού κοιμηθεί, το άνοιγε και το έκλεινε, με την προσοχή που θα άγγιζε το σώμα της. Έριχνε μία σταγόνα στο δείκτη του δεξιού του χεριού, πασάλειβε το πρόσωπό του και όσο απέμενε το έγλειφε με το πάθος που θα έτρωγε τις ρώγες της.  

Έκανε καύσωνα και μέσα σε όλα τα βλέμματα φώλιαζε η απελπισία που ο Άκης κουβαλούσε ολόκληρη τη χρονιά. Η εβδομάδα τελείωνε όταν άρπαξε το κινητό:«Πάμε αύριο θάλασσα;» τη ρώτησε. Η Βίκυ δεν θα απαντούσε ποτέ όμως, το Σαββατοκύριακο πέρασε και με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε να δώσει τέλος. Δευτέρα βράδυ θα έπαιρνε το δρόμο της απόλυτης επιστροφής. Αντί να περιμένει το λεωφορείο όπως έκανε συνήθως, είπε να κάνει μία αποχαιρετιστήρια βόλτα στην πόλη που γι’αυτόν έπαιζε ανέκαθεν κι έναν ρόλο κρυψώνας. Ο δρόμος του, ενώ είχε αρχίσει να κουράζεται, τον έβγαλε έξω από το δημοτικό κολυμβητήριο. Όσο πλησίαζε, ζύγωνε το παρελθόν του: Το χλώριο ήταν μία από τις μυρωδιές των παιδικών του χρόνων τότε που η μάνα του τον πηγαινοέφερνε στο κολύμπι. Την είχε χάσει πολύ μικρός και με τον πατέρα του δεν αντάλλασσαν πάνω από δυο κουβέντες το χρόνο. Η πισίνα θα έμενε ανοιχτή όλο το καλοκαίρι και το βράδυ δεν είχε καθόλου κόσμο. Να η γαλάζια ευκαιρία που του άξιζε! Πέρασε την πόρτα του κολυμβητηρίου δειλά, ανέβηκε άνευρα την πλατφόρμα και έφτασε μέχρι την άκρη του βατήρα. Αυτό ήταν. Άρχισε να τραμπαλίζεται και έσκασε ένα χαμόγελο που χρωστούσε χρόνια στον εαυτό του. Η είσοδος στο νερό ήταν άτσαλη αλλά η ανακούφιση άξιζε τον πόνο. Επέστρεψε βρεγμένος σπίτι, σχεδόν χαρούμενος, γελώντας πάντως, αυτό είναι σίγουρο, έχοντας ξεχάσει εντελώς τι είχε να κάνει.

Για ολόκληρο τον επόμενο μήνα το μόνο που περίμενε ήταν πότε θα τελειώσει τη δουλειά για να πάει στην πισίνα. Τα βράδια αφού έτρωγε το ίδιο πάντα τοστ μελετούσε στο Youtube καταδύσεις από το βατήρα των τριών μέτρων. Ο αγαπημένος του ήταν ο ελληνικής καταγωγής Γκρεγκ Λουγκάνις, μεγάλος σταρ του αγωνίσματος την δεκαετία του ’80, ομοφυλόφιλος- άλλος ένα λόγος να μην νιώθει περήφανος για την ψήφο του. Θα διεξάγονταν επαναληπτικές εκλογές και είχε αποφασίσει ήδη ότι θα επιβράβευε τον Βασίλη Λεβέντη. Στη δουλειά πια πήγαινε χαρούμενος, έλεγε καλημέρα και καληνύχτα σε όλους αλλά κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό το νέο του χόμπι. Δεν ήταν καιρός να τον κοροϊδεύουν και για τους κοιλιακούς του.

Ο Αύγουστος ξεκίνησε με τη μικρή ικανοποίηση που του χάρισε η προαγωγή του. Την Βίκυ την είχε συγχωρήσει. Οι μέρες πριν τις καλοκαιρινές του διακοπές κυλούσαν σχεδόν ανώδυνα ώσπου ένα βράδυ πριν την προγραμματισμένη άδειά του αναγκάστηκε να μείνει στο γραφείο μέχρι αργά. Είχε πάει 21.18 καθώς σχολούσε ανεξήγητα ανήσυχος. Η τρομακτική υγρασία τον απέλπιζε και τα ρούχα που κολλούσαν πάνω του τού θύμιζαν την ασάλευτη ρουτίνα του. Μόνο όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, το θυμήθηκε: Η πισίνα έκλεινε κάθε βράδυ στις 21.00. Ένα δάκρυ ξεχείλισε το ποτήρι. Γύρισε σπίτι, έβαλε το μαγιό του βιαστικά και ανέβηκε στην ταράτσα. Σήμερα δεν ήταν στο πρόγραμμα να βαρέσει υπερωρία. Σήμερα ήταν να τραβήξει μαλακία ύστερα από καιρό, να δοκιμάσει μία βουτιά με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, να μυρίσει πάλι το αντηλιακό που θα της έβαζε με τον υψηλό δείκτη προστασίας. Εάν επιζούσε από τη νύχτα, αύριο, ξεκούραστος, θα προσπαθούσε να τη βρει στα τηλέφωνα. Τώρα όμως έπαιρνε φόρα και βουτούσε στο νερό του, στο κενό του, θυμωμένος ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. «Μία ακόμη αυτοκτονία εξαιτίας των βάρβαρων πολιτικών του μνημονίου» συμφωνούσαν την επομένη σύσσωμα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.  

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Ντύσου πρόχειρα

«Σταματήστε να ξεψαχνίζετε τον κάδο κάθε λίγο και λιγάκι, σηκωθείτε και φύγετε» είπε πριν λίγο μία κυράτσα από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου απευθύνοντας το λόγο στα πλάσματα που τρέφονται από τα σκουπίδια της. Χθες που κατέβασα τα δικά μου, ήταν στην ώρα τους παρόλο που δεν είχαμε ραντεβού. Μία μάνα με τα δυο της παιδάκια, χωρίς κανένα τακτ, ούτε με άφησαν καλά-καλά να τα παρατήσω προσεκτικά και όρμηξαν σαν να ήταν τα σκυλάκια μου για να τα περιεργαστούν. Επειδή λοιπόν δεν τους χάιδεψα το κεφαλάκι ως όφειλα αλλά τράπηκα σε φυγή, χρωστούσα μια απάντηση στη φωνή του πρώτου, στο χθεσινό εαυτό μου: «Μήπως θες να έρθεις να ψάχνεις στη θέση τους; Ντύσου και έλα να βάλεις ένα χεράκι» είπα και απομακρύνθηκα ακόμα μεγαλύτερος μαλάκας από πριν.

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Αγάπη ρε μουνιά

«Ένας σκύλος», μου είπε μια φίλη μου τρομαγμένη καθώς περπατούσαμε στο Λευκό Πύργο. «Τόσοι άνθρωποι γύρω σου και φοβάσαι το σκυλί;», τη ρώτησα και αμέσως πάγωσα παριστάνοντας το ακούνητο, αμίλητο κι αγέλαστο αγαλματάκι. Ήταν παράδοξο που μια τέτοια, τετριμμένη κουβέντα έβγαινε από το στόμα μου καθότι ούτε φιλόζωο, ούτε μισάνθρωπο με λες. Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να με καταλάβω.

Κάτω από το σπίτι μου εδώ και δύο χρόνια μαζεύονται ιδιοκτήτες σκυλιών. 7 με 9 έχουμε πρόγραμμα. Και δεν είναι ότι σε ενοχλούν τα γαβγίσματα. Κάθε άλλο. Κάπως πρέπει να συνεννοηθούν και τα ζωντανά. Είναι τα νεκρά που σε ενοχλούν, τα νεκρά τα εγκεφαλικά κύτταρα, το βόλεμα των ανθρώπων που κρατούν τα λουριά, η αδιαφορία για την ενόχληση που καθημερινά δημιουργούν, η νοοτροπία με την οποία ασκούν εξουσία σε έναν χώρο που δεν τους ανήκει. Τους καλύπτει βλέπετε η σιωπή της γειτονιάς, η διακριτικότητα της οποίας είναι εξίσου λειτουργική όταν ακούγονται φωνές που κινδυνεύουν.

«Υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν χωρίς να έχουν υποπτευθεί τι είναι ο άλλος» έγραφε ο Σαρτρ, μα δυστυχία είναι να μην έχουν υποπτευθεί τι είναι οι ίδιοι. Να μερικές φράσεις που επαναλαμβάνουν διαρκώς: «Εγώ αυτό που ξέρω είναι». Στοπ. Μας ενδιαφέρει αυτό που δεν φαντάζεσαι. «Να καταλάβω τι;». Να καταλάβεις τα πάντα ρε μαλάκα. «Ένα μυαλό έχω». Ε δεν είναι αρκετό, δανείσου κι ένα δεύτερο. Απέναντι σ’αυτούς που τα ξέρουν όλα και είναι απλώς ενοχλητικοί, αράζουν εκείνοι που μπορούν να πιστέψουν σε όλα, ενώ την τρίτη κατηγορία αποτελούν όσοι μπορούν να επωφεληθούν από όλα. Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, αυτό ήταν ανέκαθεν το κόνσεπτ, δεν βρίσκω όμως το λόγο να το κάνουμε χυδαίο. Πόσο χαίρεσαι ακόμα τις γνήσιες αυταπάτες των ανθρώπων, τις αξιοπρεπείς φυγές, τις ερωτικές βραδιές, τα Σ/κ της ουτοπίας, τα αδιαπραγμάτευτα πάθη, μία υπέρβαση σαν αυτή του Σαμαρά που συνήθως περιμένει τη μπάλα στα πόδια αλλά για να μας κάνει ευτυχισμένους, πήγε να τη συναντήσει αυτός στη σέντρα του Σάλπι. Δόξα και τιμή σε αυτούς που κατοικούν ποιητικά πάνω στη γη που λέει και ο ποιητής, μάλλον για τύπους σαν τον Αντρέα Πίρλο.

Ας μείνουμε όμως λιγάκι στον ποιητή, μην προσπεράσουμε βιαστικά λόγω Euro. «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους». Η αγάπη είναι φόβος. Τόσο απλά, τόσο ωμά, το έγραψε ο Αναγνωστάκης. Χωρίς φόβο, δεν υπάρχει αγάπη. Ο Σταυρόπουλος δίνει μία γροθιά ακόμα: «Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι οι άνθρωποι όταν λένε «σ’ αγαπώ», αγαπάνε τον εαυτό τους και όχι αυτόν στον οποίον απευθύνουν την κουβέντα». Ξέρω τέτοιους αρκετούς-λιγότεροι υποδεικνύουν εμένα. Τέλος, λέει η Αγγελάκη-Ρουκ: «Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο». Να τον φοβόμαστε λοιπόν το φόβο, δε λέω, το είπα κι εγώ πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια, ούτε η ποιήτρια νομίζω θα διαφωνούσε. Αλλά να φοβόμαστε πού και πού κι αυτό που ποτέ δε θα παραδεχόμασταν σε μία παρέα όπως αυτή του πάρκου: Πως η καλοσύνη μας λιγόστεψε, πως δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν να μένουν τόσο στόματα πεινασμένα κι άλλα τόσα κλειστά από την πολλή αγάπη.  

«Επειδή έχουμε πάψει να φοβόμαστε τον άνθρωπο, έχουμε συγχρόνως πάψει να τον αγαπάμε, να τον σεβόμαστε, να ελπίζουμε σε αυτόν». Διάνα πάλι πέφτει ο Νίτσε που εμπνέει τους Χρυσαυγίτες, στους οποίους τελικώς κάποτε θα χρωστάμε χάρη. Αυτό αποφάσισα να ισχυρίζομαι για να ξορκίζω το κακό. Το 7% μας θύμισε ότι τον άνθρωπο, θέλουμε δε θέλουμε, θα τον φοβόμαστε από δω και στο εξής. Δεν είναι πια του χεριού κανενός- ίσως προτιμά να τον πατάν στ’αλήθεια τα πόδια του τα ίδια(Θανάσης Παπακωνσταντίνου). Αλίμονό τους αν ούτε τώρα τον υπολογίσουν οι Πάγκαλοι και οι Μέρκελ του κόσμου τούτου. Αλίμονο αν ο φόβος δε μας αναγκάσει να ρίξουμε μία ματιά στα παιδιά που κάθονται σιωπηλά σε αφιλόξενα θρανία, σε όσους πέφτουν πάνω μας στο δρόμο μόνο και μόνο για να τους προσέξουμε, σε όσους σε λίγο θα μας σκουντάνε με το όπλο, σε όσους επιμένουν θυμωμένοι πως το αυθεντικό κι απόλυτο σκοτάδι είναι οι ίδιοι, σε όσους είναι έτοιμοι πάλι από κάτι ανόητο να πειστούν. Να στρέψουμε το βλέμμα πάνω τους από φόβο και μετά να πούμε ότι το κάναμε από υπερβολική αγάπη. Κανένα πρόβλημα. Δε θα τα χαλάσουμε.

Με τα φρου-φρου και τ’ αρώματα, τη φροντίδα και το προδέρμ, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Τα πιο έξυπνα συνθήματα μας κλείδωσαν έξω από το λαβύρινθο του Καστοριάδη. Ποιος σκέφτεται όταν έχει να ζήσει; Οι μπλόφες περί πλούσιων συναισθημάτων λειτουργούν αλλά δεν ωφελούν. Υπό προϋποθέσεις, είμαστε επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο. Τέρμα οι κουδουνίστρες, τα γλειφιτζούρια και τα παρακαλώ περάστε. Οι προϋποθέσεις που ενδέχεται σύντομα να δημιουργηθούν είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που ονειρεύτηκε ο Τσε. Αν μισιόμαστε, ας το αποκαλύψουμε ο ένας στον άλλο εκ των προτέρων. Δεν χρειάζεται το face to face, έχουμε κι έναν υπολογιστή να θρέψουμε: ένα γραπτό μήνυμα, ένα Inbox στο Facebook, ένα dm στο Twitter, έχει προχωρήσει η τεχνολογία-πώς αλλιώς θα έμενε στάσιμος ο χρήστης; Διαφορετικά κάντε έρανο για βενζίνη και πάμε θάλασσα (Σκυλιά-γατιά δεκτά). 

                                                       (Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi ).

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Κι ο Θεοδωρίδης κύριε;

Τις προάλλες είχα στα δύο μέτρα τον Ψαραντώνη και δεν τόλμησα να του πω πόσο τον αγαπώ. Τόσο λούζερ είμαι. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Φαινόταν κουρασμένος. Γύρισα σπίτι και έβαλα να ακούσω τον Δία που ήτονε ξεκούραστος και βοσκός, τι άλλο;

Στο μικρό και αποτυχημένο μου πέρασμα από τον Αγγελιοφόρο, τον Πάνο Θεοδωρίδη δεν τον συνάντησα ποτέ. Και καλύτερα δηλαδή γιατί δεν θα ήξερα τι να του πω. Είχα αποφασίσει πάντως ότι θα έκρυβα την άγνοιά μου στη σιωπή. Συχνά δεν τον καταλάβαινα με την πρώτη ανάγνωση και σα να μην έφτανε αυτό, το βλοσυρό βλέμμα της φωτογραφίας σχεδόν με τρόμαζε. Η εντύπωση που θα σχημάτιζε για την αφεντομουτσουνάρα μου θα ήταν αναμφίβολα καταδικαστική: Να ένας ακόμα ανόητος νεαρός που κάνει πρακτική στο τίποτα. Του απέδιδα σκέψεις που δεν θα έκανε-οι βιαστικές κρίσεις είναι προνόμιο των ηλιθίων- αλλά το ότι δεν γνωριστήκαμε τελικώς με βόλεψε. Δεν θα πω ότι τον διάβαζα ανελλιπώς. Παραήταν ζόρικος και απαιτητικός ώρες-ώρες και οι οικονομικές αναλύσεις μου είχαν κάνει ήδη το μυαλό κιμά. Τον διάβαζα μόνο όταν ήθελα να νιώσω τελείως ανεπαρκής για τα δικά μου γραπτά, όταν διψούσα να κάνω τη ζωή μου λίγο πιο δύσκολη και να βάλω το νιονιό μου να δουλέψει σε ένα παράλληλο, πιο ουσιώδες σύμπαν. Ο συγγραφέας φαινόταν ότι δεν είχε τη διάθεση να γίνει από όλους κατανοητός, στάση που εκτός από τη γοητεία που σου προκαλούσε, δήλωνε εντιμότητα. Ένας άνθρωπος ελεύθερος αρνείται να πει την «αλήθεια» στον κόσμο. Η στήλη του, δίχως υπερβολή, θα ήταν ξεχωριστό μάθημα στο δικό μου εργαστήρι δημοσιογραφίας. Το μοντέλο παίρνω πόζα και προπαγανδίζω, δε θα πουλούσε άλλο. Για την ανικανοποίητη φαντασία, το ρεπορτάζ θα ήταν απλώς η πρώτη ύλη. Δημοσιογράφοι και αναγνώστες θα έσκαβαν πιο βαθιά ταξιδεύοντας στα όρια της ελληνικής γλώσσας.

Μερικές πέννες, εκτός από άλλοθι για την κομματική ατζέντα των εφημερίδων τους, αποτελούν αναχώματα στο φασισμό. Ο Βρανάς στα Νέα ή ο Μπουκάλας στην Καθημερινή, δεν επιτρέπουν σε κανέναν να πει ότι όλοι είναι ίδιοι. Δεν σου τα είπαν καλά φίλε. Θα διαβάσεις αυτούς κι αυτούς και θα έρθεις στις επόμενες εκλογές να μας τα ξαναπείς. Μία από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που μου προσέφερε αυτή η πόλη ήταν οι άνθρωποι που διάβαζαν τον Θεοδωρίδη από το οπισθόφυλλο στο περίπτερο και δεν αγόραζαν Αγγελιοφόρο. Αν όλοι υιοθετούσαμε την υπεύθυνη στάση τους, οι εφημερίδες θα αργοπέθαιναν, δεν θα έβρισκα ποτέ δουλειά αλλά η ελπίδα θα ανέκαμπτε. Οι ιδιοκτήτες θα μπορούσαν να υπερηφανεύονται μάλιστα για τον πατριωτισμό και τη διαλλακτικότητά τους. Μα ο πολιτισμός τους ξεβρακώθηκε ξανά, τούτη τη φορά για χάρη του Κυριάκου και της Όλγας.

Πριν ένα χρόνο το Protagon είχε λογοκρίνει τον δικό μας Τριαρίδη. Δεν ακούστηκε τίποτα. Ο συγγραφέας παραήταν διπλωματικός για τα hard μου γούστα. «Μερικές φορές διαβάζω το άρθρο της εφημερίδας μου για να ξέρω πώς σκέφτεται ο αρχισυντάκτης μου και επομένως για να ξέρω ποια πρέπει να είναι η ειλικρινής και αυθόρμητη πολιτική μου πεποίθηση» έγραφε κάποτε ένας Ιταλός σατιρικός συγγραφέας, ο Ντίνο Σέγκρε (Πιτιγκρίλλι). Δεν άλλαξαν πολλά. Σε ένα κείμενό του από το καλοκαίρι του ’99 ο πρώην συνεργάτης του Αγγελιοφόρου φαίνεται πως το γνώριζε: «Στην ουσία ξέρουμε για το μέλλον πολλά περισσότερα απ΄ό,τι για το παρελθόν. Δυστυχώς η ευτυχώς, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το μέλλον».

Και ο Θεοδωρίδης κύριε; Γιατί κύριε; Θα τον αντικαταστήσει άραγε επάξια ο Πίου, το μαύρο το πιστόλι, ή να φέρουμε εκείνη τη σπουδάστρια δημοσιογραφίας από το εργαστήρι του Αντ1 και να πάρουμε διαρκείας όλοι; Έγραφε στο Twitter της τις προάλλες ΕΜΑ-ΤΕΙΜΙ-ΧΡΙΣΙ ΑΒΓΙ μες στην τρελή χαρά! Το ερώτημα είναι ασφαλώς ρητορικό και δε θα απασχολήσει το δημοτικό συμβούλιο. Η δική μου πόλη δεν προβληματίζεται εξάλλου. Κόβει το άρθρο του Πετεφρή και ανακυκλώνει το υπόλοιπο χαρτί.

Υ.Γ. Ο Θεοδωρίδης δεν ανήκει. Δεν υπάρχει από πίσω του ιδεολογικός χώρος που θα τρέξει να τον ηρωοποιήσει ή να τον υπερασπιστεί στα Social Media. Μiα τόσο μεγάλη δυστυχία θα τη σιχαινόταν κι ο ίδιος. Ο Αγγελιοφόρος δεν πρωτοτύπησε. Του έτριψε στη μούρη τη φράση του Καζαντζάκη: «Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!». Ωστόσο, παρά την ηρωική έξοδο του επιλόγου, δεν προτείνω να σαμποτάρουν οι Θεσσαλονικείς την εφημερίδα που παραπαίει και έχει απολύσει ήδη κόσμο και κοσμάκη. Θα είχα την ηλίθια απαίτηση όμως από τους αναγνώστες της να διαμαρτυρηθούν αφού πιο ξεκάθαρο:«Δε σε σέβομαι» έχει να ακουστεί από το πρώτο μνημόνιο. Αν όραμά τους ήταν να την κάνουνε φυλλάδα, υπάρχει κι η Espresso.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Μάθε μπαλίτσα

Σου γράφω ένα γράμμα τρολόπαιδο, όχι πως θέλω να στο δώσω. Με πλήγωσες. Βασανίζομαι και συ μου λες πως δε σας νοιάζει. Εκπροσωπείς φαίνεται κι άλλους ηλίθιους και χαίρομαι πολύ που έχεις μία κάποια παρέα. Αλλά εγώ, πώς μπορώ να βοηθήσω; Προσπάθησες να με πληγώσεις και να μου πεις ότι δεν έχω απήχηση λες και είμαι ο βολευτής σου. Μα μάθε μαλάκα μου πως θα έγραφε κανείς για την απήχηση μόνο αν αυτή ήτανε γυναίκα-δευτεροκλασάτος κατά συνείδηση δηλώνω όπως ο Petefris από τα βαφτίσια του blog. Μάθε μαλάκα μου πως σχολιάζω σε διάσημα Portal και δεν καταδέχομαι να βάλω τη διεύθυνση του blog μου όταν ο αρθρογράφος είναι για τον πούτσο σαν και σένα. Μάθε μαλάκα μου πως δεν βάζω φωτογραφία μου στο Twitter μέχρι να γίνει η προσωπικότητά μου εξίσου καυλωτική με την εμφάνισή μου-είμαι γνήσιος αντιεξουσιαστής εγώ. Μάθε μαλάκα μου πως απολαμβάνω να αναγνωρίζω την αξία όπου τη δω και να είμαι πρώτος σε Retweetια-ρίξε και μία ματιά στα blogs από δίπλα να ξεστραβωθείς. Μάθε μαλάκα μου πως δεν γράφω για να μου κάνεις likes στην Parallaxi και πως Facebook δεν έχω. Μάθε μαλάκα μου πως οι μεγάλοι της γης αυτής, απήχηση δεν είχαν και δεν την επιδίωξαν. Μάθε μαλάκα μου πως εμείς, οι εαυτοί μου κι εγώ, έρημοι και ισχυροί δω μέσα, προπαγάνδα δεν κάνουμε ούτε αναπαράγουμε άγνοια. Δεν ευκαιρούμε να είμαστε πολύ ευχάριστοι και ανασφάλειες δεν έχουμε για να είμαστε συνέχεια αστείοι. Είμαστε από αυτούς που μουρή δεν πουλάνε και μας λέτε μαλάκες εσείς οι αρχιμαλάκες. Μάθε μαλάκα μου ακόμα πως τα κουλουράκια-τα σχόλια που συνήθως γράφουνε μηδέν-τα αφήνω ζεστά και ανοιχτά πέντε χρόνια τώρα γιατί δε με ενδιαφέρει η εντύπωση που θα αποκο-ι-μίσεις. Δημοκρατία πάση θυσία μαλάκα μου. Και κρίση, μαλάκα μου, αυτό που βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει. Μάθε επιτέλους να μη χέζεις όπου βρεις. Μεγάλωσες, δε νομίζεις; Μάθε επίσης μωρέ μαλάκα πως και για τη δικιά σου δυστυχία γράφω. Για να μάθεις να αντλείς την ομορφιά και να καθαρίζεις την ψυχή σου απ'τα σκατά που σε ταΐζουν κάθε μέρα. Αφού ο Σταυρακάκης και ο Τζούγανος δε σε έπεισαν, άκου Σκουλά, μάθε μπαλίτσα και ζωή, μάθε τι θα πει ελευθερία και έρωτας σε ζωντανή περιγραφή. Μάθε μπαλίτσα ρε άρχοντα. Μην περιφέρεις άλλο το δηλητήριό σου-θα το βρεις στο φαγητό σου. Μαζί θα προχωρήσουμε, παλιομαλάκα, θα το δεις. Θες δε θες θα μ'αγαπήσεις και λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις. Όποτε νιώσεις την ανάγκη να μου βρίσεις και τη μάνα, μη διστάσεις, να ξαναμπείς. Αλήθεια, μάστορα, κανένας σκούρος παίζει στη γειτονιά;

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Βασανίζομαι

Θα μπορούσα να εκφράσω καθετί που με βασανίζει αν δεν είχα την κακοτυχία να μην είμαι μουσικός. Εμίλ Σιοράν
Όσο ο Τζούγανος επιμένει να περιγράψει τι είναι αυτό που σε ενοχλεί, οι αυταπάτες δεν καλύπτουν τα έξοδα ούτε για το επόμενο τουί. 
Επιλέγεις να περάσεις το βράδυ στη σκιά των πληροφοριών.
Να γίνεις ο προδότης που έκανε sign out.