Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Το βίτσιο της απαγγελίας

Αν διέθετα τη μεγαλοφυΐα του Θερβάντες, ο οποίος θεράπευσε την Ισπανία από τη μόδα των περιπλανώμενων ιπποτών, θα έγραφα ένα βιβλίο για να αποκαθάρω την Ιταλία, αλλά και τον πολιτισμένο κόσμο, από ένα βίτσιο και το οποίο, αν λάβουμε υπόψη τα ελαστικά μας ήθη, και ίσως και κατ’ απόλυτη έννοια, δεν είναι λιγότερο απάνθρωπο και βάρβαρο από τα υπολείμματα της μεσαιωνικής βαρβαρότητας που καυτηριάστηκαν από τον Θερβάντες. Μιλώ για το βίτσιο να διαβάζει κανείς και να απαγγέλει στους άλλους το λογοτεχνικό του έργο: είναι ένα κακό που καλλιεργείται ήδη από την αρχαιότητα, το οποίο όμως παρέμεινε σε ανεκτά όρια επί μακρόν, δεδομένης της σπανιότητας του. Τώρα όμως που όλος ο κόσμος ασχολείται με τη συγγραφή και δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το να βρεθεί κάποιος που να μην είναι συγγραφέας, το βίτσιο αυτό εξελίχθηκε σε μάστιγα, δημόσια συμφορά και μια επιπλέον οδύνη για την ανθρωπότητα. Δεν αστειεύομαι όταν λέω ότι αυτή η μανία καθιστά τις σχέσεις ύποπτες και τις φιλίες επικίνδυνες. Κανείς στ’ αλήθεια δεν είναι πουθενά ασφαλής και όλοι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να υποστούν το βασανιστήριο της απαγγελίας μιας ατελείωτης πρόζας ή χιλιάδων στίχων, ακόμα και σήμερα που το πρόσχημα το οποίο δικαιολογούσε για μεγάλο διάστημα αυτές τις συγκεντρώσεις, δηλαδή η γνώμη του ακροατή, δεν ισχύει πλέον.

Στην πραγματικότητα όλα γίνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνεται στον συγγραφέα η ικανοποίηση να ακουστεί και να δεχτεί στο τέλος τα απαραίτητα συγχαρητήρια. Πιστεύω ειλικρινά ότι λίγες είναι οι περιπτώσεις όπου αναδεικνύεται τόσο πολύ η βαθιά παιδικότητα του ανθρώπου και όπου η φιλαυτία τον οδηγεί σε τέτοιο βαθμό τύφλωσης και ανοησίας. Είναι αξιοσημείωτο ως ποιο σημείο μπορεί να απατηθεί το πνεύμα μας: όλοι γνωρίζουν πράγματι καλά την ανείπωτη πλήξη της ακρόασης του έργου των άλλων και όταν κανείς με τη σειρά του θελήσει να ακουστεί το δικό του, δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται ότι οι καλεσμένοι του χλομιάζουν και προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες για να εξαφανιστούν. Αλλά τίποτε δεν τον σταματά. Με σιδηρά επιμονή και αδηφαγία πεινασμένου θηρίου γυρεύει τη λεία του σε όλη την πόλη και, μόλις τη βρει, την οδηγεί στη θλιβερή της μοίρα. Ίσως αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης από τα χασμουρητά, τους μορφασμούς, τις γκριμάτσες και μύρια τέτοια σημάδια τη θανατερή αγωνία να περισφίγγει το ακροατήριό του, αλλά συνεχίζει με περισσότερη μανία την απαγγελία του, κραυγάζοντας τόσο ώστε να κλείσει η φωνή του για ώρες, τι λέω, για ολόκληρες μέρες και νύχτες. Και οι ακροατές του έχουν πάθει προ πολλού συγκοπή όταν πια αυτός παραδίδεται στην κούραση, εξαντλημένος, αλλά όχι χορτασμένος. Είναι βέβαιο ότι τη στιγμή που ο άνθρωπος δολοφονεί με τέτοιον τρόπο τον πλησίον του, αισθάνεται μια επουράνια ικανοποίηση, σχεδόν υπερβατική, αλλιώς δε θα βλέπαμε τόσους ανθρώπους να εγκαταλείπουν χάριν αυτού όλες τις άλλες απολαύσεις, μέχρι που ξεχνούν να φάνε και να κοιμηθούν και αποξενώνονται από τη ζωή και τον κόσμο.

Ο άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι προκαλεί το ενδιαφέρον σε όλους όσους απευθύνεται  γιατί διαφορετικά θα πήγαινε να απαγγείλει στην έρημο και όχι μπροστά σε κοινό. Αλλά καθένας ξέρει από πείρα τι ευχαρίστηση αισθάνεται εκείνος που παρακολουθεί παρόμοιες απαγγελίες (λέω παρακολουθεί και όχι ακούει), και γνωρίζω πολλούς που θα προτιμούσαν οποιαδήποτε σωματική τιμωρία αντί γι’ αυτό. Η σφαγή αυτή παρασύρει ακόμη και τα ωραιότερα, τα πιο ξεχωριστά αφηγήματα, τα οποία μόλις ο συγγραφέας διαβάσει δημόσια γίνονται θανασίμως βαρετά. Σχετικά μ’ αυτό, ένας γνωστός μου φιλόλογος έλεγε ότι, αν είναι αλήθεια πως η Οκταβία λιποθύμησε ακούγοντας τον Βιργίλιο να διαβάζει το έκτο βιβλίο της Αινειάδας, αυτό μάλλον δεν οφειλόταν στη θύμηση του γιου της Μάρκελλου, αλλά στην πλήξη που αισθάνθηκε από την ανάγνωση. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Και αυτή είναι η αρρώστια που μολύνει το ανθρώπινο γένος: μια μανία βάρβαρη, γελοία και ανάξια ενός λογικού πλάσματος, μια πραγματική μάστιγα, κοινή στους πιο εκλεπτυσμένους λαούς, σε όλους τους χαρακτήρες και σε όλες τις εποχές. Ιταλοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί, μεγαλοσύμβουλοι, γεμάτοι ταλέντα και αρετές, τέλειοι άνθρωποι του κόσμου, με λεπτούς τρόπους, έτοιμοι να ανακαλύψουν και να σατιρίσουν τους γελοίους, μεταβάλλονται όλοι σε ανυπόφορα παιδιά μόλις τους δοθεί η ευκαιρία να απαγγείλουν τα γραπτά τους. Αυτό το βίτσιο δεν είναι κληρονομιά μόνο της εποχής μας, υπήρξε επίσης κλήρος και της εποχής του Οράτιου, ο οποίος το έβρισκε ανυπόφορο, και εκείνης του Μάρσιου, ο οποίος σε έναν κόλακα που τον ρώτησε γιατί δε διαβάζει τους στίχους του απάντησε: «Για να μην υποχρεωθώ να ακούσω τους δικούς σου». Το ίδιο συνέβαινε και στη χρυσή εποχή των Ελλήνων: ο Διογένης ο Κυνικός μια μέρα βρισκόταν παρέα με κάποιους ανθρώπους που πέθαιναν από πλήξη μπροστά σε μια ανάλογη απαγγελία. Βλέποντας το συγγραφέα να φτάνει στο τέλος του χειρογράφου του, αναφώνησε: «Κουράγιο φίλοι μου, βλέπω στεριά».

Ωστόσο, στις μέρες μας το φαινόμενο έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που οι ακροατές, ακόμη και υπό το κράτος καταναγκασμού, μετά βίας μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των συγγραφέων. Έχοντας επίγνωση του προβλήματος και πεπεισμένοι ότι η απαγγελία των έργων του καθενός αποτελεί μέρος των φυσικών αναγκών του ανθρώπου, κάποιοι επιτήδειοι που ξέρω σκέφτηκαν να τη μετατρέψουν σε πηγή κέρδους. Προς τούτο, πρόκειται να ανοίξουν μια σχολή, μια ακαδημία ή ένα εκπαιδευτήριο ακροάσεων. Εκεί, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας οι ίδιοι ή μισθωμένο προσωπικό θα ακούν όσους θέλουν να διαβάζουν τα έργα τους με ειδικές τιμές: για την πρόζα ένα σκούδο την πρώτη ώρα, δύο τη δεύτερη, τέσσερα την τρίτη, οκτώ την τέταρτη και ούτω καθεξής, με γεωμετρική πρόοδο. Για την ποίηση τα διπλά. Και για κάθε κομμάτι που ξαναδιαβάζεται μια λίρα ανά στίχο. Αν ο ακροατής αποκοιμηθεί, θα γίνεται μια έκπτωση ενός τρίτου επί του συνόλου. Σε περίπτωση σπασμών, συγκοπής και άλλων λιγότερο ή περισσότερο σοβαρών ατυχημάτων που τυχόν παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, το ίδρυμα θα παρέχει άλατα και φάρμακα δωρεάν. Έτσι, εκμεταλλευόμενοι εμπορικά ένα όργανο ελάχιστα ανταποδοτικό όπως τ’ αφτιά θα ανοίξουμε νέους ορίζοντες στη βιομηχανία και θα συνεισφέρουμε στον γενικό πλουτισμό.

Τζάκομο Λεοπάρντι, Στοχασμοί, Εκδόσεις Ροές, Μετάφραση Κατερίνας Βασιλικού.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο γλωσσικός λοιμός

Γιατί άραγε αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ αξίες που σε πολλούς θα φανούν προφανείς; Πιστεύω πως η πρώτη παρόρμηση πηγάζει από μια δική μου υπερευαισθησία ή δυσανεξία: νομίζω πως η γλώσσα χρησιμοποιείται πάντα με τρόπο προσεγγιστικό, τυχαίο και απρόσεχτο, και αυτό με κάνει να νιώθω μια αφόρητη ενόχληση. Μη νομίζετε πως αυτή η αντίδρασή μου σημαίνει και αδιαλλαξία απέναντι στους άλλους. Απεναντίας, την πιο μεγάλη ενόχληση τη νιώθω ακούγοντας τον εαυτό μου να μιλάει. Γι’ αυτό προσπαθώ να μιλάω όσο το δυνατόν λιγότερο. Και αν προτιμώ το γράψιμο, είναι γιατί έτσι μπορώ να διορθώνω κάθε μου φράση όσες φορές χρειάζεται μέχρι να νιώσω αν όχι ικανοποιημένος με την επιλογή των λέξεων, τουλάχιστον απαλλαγμένος από τους λόγους που μου δημιουργούν το αίσθημα του ανικανοποίητου. Η λογοτεχνία- και αναφέρομαι στη λογοτεχνία που ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις απαιτήσεις- είναι η Γη της Επαγγελίας, όπου η γλώσσα γίνεται αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να είναι.

Μερικές φορές νομίζω πως μια ολέθρια επιδημία έχει πλήξει το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρωπότητας: τη χρήση των λέξεων. Μια γλωσσική πανούκλα που εκδηλώνεται ως απώλεια της γνωστικής δύναμης και της αμεσότητας, ένας αυτοματισμός που τείνει να ισοπεδώσει την έκφραση με τις πιο γενικόλογες, ανώνυμες, αφηρημένες εκφράσεις. Να διαλύσει την πυκνότητα των σημασιών, να αμβλύνει τις εκφραστικές κορυφώσεις, να σβήσει κάθε σπίθα που παράγεται από τη σύγκρουση των λέξεων υπό νέες συνθήκες. Δεν μ’ ενδιαφέρει εδώ να μάθω αν τα αίτια αυτής της επιδημίας πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική, στην ιδεολογία, στη γραφειοκρατική ομοιομορφία, στην ομογενοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην τυπολατρική διάδοση μιας μέσης κουλτούρας. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι οι δυνατότητες εξυγίανσης. Η λογοτεχνία (και ίσως μόνο η λογοτεχνία) είναι σε θέση να δημιουργήσει αντισώματα που μπορούν να καταπολεμήσουν την εξάπλωση του γλωσσικού λοιμού.

Ίταλο Καλβίνο, Τα αμερικανικά μαθήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση Μαρίας Σπυριδοπούλου.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Οι ίδιοι δεν

Αηδίασα τους φοιτηταράδες με τις αποδείξεις τραπέζης, που ζούσαν σαν ευνούχοι σε μια κατάσταση μητρικής τηλεθωπείας, τους χαρισματικούς που- απαξάπαντος- κάποτε θα κυβερνούσαν την Ελλάδα και πόζαραν από τα είκοσι για υπουργοί, μα πάνω απ’ όλα ένιωσα το ρόλο των καθηγητών. Αυτοί μοίραζαν τα χαρτιά. Ο καθηγητής φοράει πάντα το σκούφο του pater familias. Αναγκαίο κακό που δεν του έδωσα και μεγάλη σημασία. Άλλο με έθιξε: το πνεύμα τους και το ήθος τους. Ενώ η παράδοση έχει να επιδείξει πλήθος τραγωδών και συνάμα κωμικών- Πλάτωνα, Σαίξπηρ, Νίτσε, Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι- όπου με ηδονή βλέπεις να καταργείται η συμβατική σοβαρότητα, στο μικρό κόσμο των καθηγητών το καρναβαλίστικο στοιχείο είχε θυσιαστεί στη βλοσυρότητα της αυθεντίας. Το στομάχι τρώει τα πάντα εξόν από τον εαυτό του κι ο κύριος καθηγητής αμφισβητεί, κρίνει, καταγγέλλει τα πάντα εκτός από τον ίδιο: δηλαδή την έδρα του, το σπίτι του, την άγνοιά του, την ανύπαρκτη φαντασία του, τη γυναικούλα του, το καθεστώς κτλ.

Ένα πράγμα θέλω να πω: ότι το καθηγητιλίκι (και οι στρατιές των πνευματικά ανήλικων που το ανέχονται) είναι μια ύποπτη υπόθεση. Όλοι γράφουν με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο. Δεν αφήνουν κενά στα γραφτά τους, δεν τολμούν να ομολογήσουν αδυναμία, δεν ζητούν πουθενά συγγνώμη, γιατί το πνεύμα του πανεπιστημίου- η σοβαρότητα καθ’ εαυτή- δεν επιτρέπει τέτοιες επικίνδυνες ειλικρίνειες. Πίσω από τις καλοραμμένες φράσεις, παραμονεύει η τερατώδης ηθική του ορθώς φέρεσθαι, ένα savoir vivre και ένα savoir ecrire όσο και mentir που πάει γάντι στη γενική υποκρισία. Διαβαστεροί, όλοι οι καθηγητές περιορίζονται, όπως γράφει ο Νίτσε, να αρνούνται ή να επικροτούν το ήδη ειπωμένο, οι ίδιοι δε σκέφτονται.

Κωστής Παπαγιώργης, Σιαμαία και Ετεροθαλή, Εκδόσεις Καστανιώτη.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Μια εγγυημένη προφητεία

Οι μεγάλες μυθολογίες που οικοδομήθηκαν στη Δύση από τις αρχές του 19ου αιώνα δεν αποτελούν μόνο απόπειρες να πληρωθεί το κενό που άφησε η παρακμή της χριστιανικής θεολογίας και του χριστιανικού δόγματος. Είναι καθεαυτές ένα είδος θεολογίας της υποκατάστασης. Πρόκειται για συστήματα πίστης και επιχειρηματολογίας τα οποία ενδέχεται να διακρίνονται για τη σφοδρή αντιθρησκευτικότητά τους, να θέτουν ίσως ως αρχή έναν κόσμο δίχως Θεό και να αρνούνται τη μετά θάνατον ζωή, όμως η δομή τους, οι φιλοδοξίες τους, οι αξιώσεις τους από τους πιστούς, είναι βαθιά θρησκευτικές τόσο από πλευράς στρατηγικής όσο και αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, όταν σκεφτόμαστε το Μαρξισμό, όταν εξετάζουμε τις φροϋδικές και γιουνγκιανές διαγνώσεις για τη συνείδηση, όταν εξετάζουμε τη θεωρία της στρουκτουραλιστικής ανθρωπολογίας για τον άνθρωπο, όταν εξετάζουμε όλα αυτά τα συστήματα από την οπτική γωνία της μυθολογίας, τα βλέπουμε ως καθολικά σύνολα, οργανωμένα βάσει κανόνων, ως συμβολικές εικόνες του νοήματος του ανθρώπου και της πραγματικότητας. Και όταν τα αναλύσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι, αν και αρνούνται την παραδοσιακή θρησκεία (επειδή το καθένα μάς λέει, κοίταξε να δεις, δεν χρειαζόμαστε πλέον την παλιά εκκλησία- τέρμα το δόγμα, τέρμα η θεολογία), αποτελούν συστήματα που σε κάθε αποφασιστικό στάδιο φέρνουν τα σημάδια ενός θεολογικού παρελθόντος.

Επιτρέψτε μου να επιμείνω. Πρόκειται για τον πυρήνα των όσων διατείνομαι και ελπίζω να είμαι αρκετά σαφής. Αυτά τα μεγάλα κινήματα, αυτές οι σημαντικές χειρονομίες της φαντασίας που προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη θρησκεία, και ειδικότερα το Χριστιανισμό, στη Δύση έχουν τρομερή ομοιότητα με τις εκκλησίες, με τη θεολογία που θέλουν να αντικαταστήσουν. Και ίσως θα έπρεπε να τονίσουμε ότι σε όλες τις μεγάλες μάχες αρχίζουμε να μοιάζουμε με τους αντιπάλους μας. Φυσικά αυτή είναι μόνο η μια άποψη όσον αφορά τα μεγάλα φιλοσοφικά, πολιτικά, ανθρωπολογικά κινήματα τα οποία κυριαρχούν σήμερα στο προσωπικό μας περιβάλλον. Ο πεπεισμένος μαρξιστής, ο κλινικός ψυχαναλυτής, ο στρουκτουραλιστής ανθρωπολόγος θα δυσανασχετήσει με τη σκέψη ότι οι απόψεις του, οι αναλύσεις του για τη θέση του ανθρώπου, είναι μυθολογίες και αλληγορικά κατασκευάσματα άμεσα προερχόμενα από τη θρησκευτική εικόνα του κόσμου την οποία επιδιώκει να αντικαταστήσει. Η ιδέα θα τον εξόργιζε. Και η οργή του δεν είναι αβάσιμη.

Δεν επιθυμώ, ούτε είμαι σε θέση να κάνω, λόγου χάρη, τεχνικής φύσεως παρατηρήσεις όσον αφορά στη μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας, τη φροϋδική περιγραφή της λίμπιντο και του Id (Αυτό), την περίπλοκη σχέση της συγγένειας και της γλωσσολογικής δομής της ανθρωπολογίας του Λεβί-Στρως. Το μόνο που ελπίζω να πετύχω είναι να επισύρω την προσοχή σας σε ορισμένα ισχυρά, επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά και χειρονομίες όλων αυτών των «επιστημονικών» θεωριών. Θέλω να δείξω ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά στοιχεία αντικατοπτρίζουν άμεσα τις συνθήκες που άφησε πίσω της η παρακμή της θρησκείας και μια βαθιά εδραιωμένη νοσταλγία για το απόλυτο. Αυτή η νοσταλγία- η τόσο βαθιά ριζωμένη, θαρρώ, σε όλους μας- είναι άμεσο αποτέλεσμα της παρακμής του δυτικού ανθρώπου και της δυτικής κοινωνίας, της αρχαίας και υπέροχης αρχιτεκτονικής της θρησκευτικής βεβαιότητας. Σήμερα, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή του 20ου αιώνα, διψάμε όσο ποτέ άλλοτε για μύθους, για μια καθολική εξήγηση: διψάμε για μια εγγυημένη προφητεία.

George Steiner, Νοσταλγία του απόλυτου, Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Γράμμα απ' τη Λιλιάνα (2)

Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ’ άλλα κουραφέξαλα.

Όσο έζησα στάθηκα δίπλα σ' όσους πολεμούσαν και έμεινα μακριά απ' αυτούς που διαμαρτύρονταν. Ήμουν ευγενική και δοτική επειδή αγαπούσα τη γνώση, τα πάθη των ανθρώπων, τα παιδιά. Ήμουν καλή μόνο από πείσμα, από αντίδραση στο θάνατο και την εξουσία. Ήμουν λαίμαργη, ήθελα να βλέπω και να μαθαίνω γιατί ένιωθα ότι δεν θα ζήσω πολύ. Απο μικρή γνώρισα τι σημαίνει να λαχταράς. Είναι δώρο να ξέρεις ότι ο χρόνος τελειώνει, ενώ εσείς συνήθως αιφνιδιάζεστε απ' το κακό. Κάθε μέρα προκαλείτε την τύχη.

Οι μεγάλοι στοχαστές ήταν αγοράκια που έπαιξαν με τα στρατιωτάκια τους. Ο καθένας κάπου τα άφησε. Πρέπει να συνεχίσουμε από εκεί αν μας ενδιαφέρει να συνθέσουμε κάτι καινούριο. Δεν θέλετε να μπερδεύεστε, όμως, θέλετε να βρείτε μια βεβαιότητα γρήγορα και να την προσκυνήσετε. Ένα Θεό, ένα Θεό, γρήγορα ένα Θεό! Όσοι από σας αναζητάτε την παγκόσμια ευτυχία, φτάνετε απλά σε μια νέα τυραννία, περισσότερο ή λιγότερο του γούστου σας. Ας είχατε τουλάχιστον λίγο γούστο στους τυράννους σας. Αυτό που νομίζω ότι χρειάζεται είναι μικρότερη δουλοπρέπεια στα μεγάλα μυαλά και λιγότερη απόρριψη. Πρέπει όλα να κατανοηθούν μέσα στο χάος, όχι έξω από αυτό. Να ξαναγίνετε παιδιά και να ρωτάτε γιατί. Μην απαντάτε με ένα ναι ή με ένα όχι. Μη μας λέτε τι σας αρέσει και τι όχι, δεν μας ενδιαφέρουν οι προτιμήσεις σας. Το πιθανότερο είναι να φτάσουμε πάλι στο πρόσωπο ενός ανθρώπου όπως είπε ο Μπόρχες. Το ταξίδι όμως στη σκέψη, αν βγαίναμε ζωντανοί, θα μας έδινε ένα χαστούκι που θα το θυμόμασταν.

Είμαστε πιόνια σε διαφορετικές αφετηρίες και το παιχνίδι είναι να φτάσουμε στο τέλος δίχως να λιποψυχήσουμε, να δούμε όλη την εικόνα μόνοι μας κι όχι με τη βοήθεια κάποιου τρίτου. Είμαστε θεατές σε ένα γήπεδο κι όλοι έχουμε διαφορετική θέση. Βλέπουμε το ίδιο πράγμα κι όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε τι είναι αυτό. Το μυστικό είναι να αλλάζετε θέσεις. Να επιλέγετε την ελευθερία από την ασφάλεια. Να ακούτε προσεκτικά. Είμαστε απλά διαφορετικά λουλούδια ενός κήπου. Η ανθρωπότητα είναι ένας πίνακας που τον ζωγραφίζουμε ολημερίς και ολονυχτίς αλλά εσείς δεν βλέπετε τίποτα παρά μόνο τον εξιδανικευμένο εαυτό σας πάνω της. Πολλές φορές μήτε καν εκείνον. Οι λέξεις είναι νότες, ο Πάουντ το ήξερε, ο Άγρας το ήξερε. Ο κόσμος είναι ένα τεράστιο θέατρο και οι ρόλοι είναι απαραίτητοι όπως σε ένα ερωτικό παιχνίδι. Απαραίτητο είναι να εναλλάσσονται και αυτοί οι ρόλοι. Η δικαιοσύνη, που τόσο αγαπούν οι άδικοι, δεν είναι παρά ένα κούφιο ιδεώδες: Κόσμος δίκαιος σημαίνει απόλυτη δυστυχία. Τίποτα δεν είναι δίκαιο. Η ζωή δεν έχει νόημα και ατονεί αν της αφαιρέσεις ό,τι διαφορετικότητα μπορείς να της προσθέσεις. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να αντιστέκεστε στο θέαμα και στον ολοκληρωτισμό. Τη δικαιοσύνη πρέπει να τη δημιουργούμε εμείς όσο μπορούμε και όχι να μας επιβάλλεται γιατί κάποιος σοφός αποφάσισε ότι μπορούμε να γίνουμε άγιοι. Το θέμα είναι να μπορούν να ζουν και να χαίρονται τα πράγματα λίγο-πολύ όλοι οι άνθρωποι. Ένας άνθρωπος που θα είναι ευτυχισμένος γιατί δεν θα αρνείται τίποτα από όσα έχει μέσα του, που θα παρεκτρέπεται αλλά θα ισορροπεί, που δεν θα σκοτώνει γιατί θα δημιουργεί, θα γυμνάζεται και θα κάνει έρωτα, που θα κλαίει και θα γελάει. Ένας άνθρωπος που θα ευτυχεί γιατί θα ζει όλες τις δυστυχίες. Χωρίς μεγάλους ανθρώπους δεν μπορούν μεγάλα πράγματα να γίνουν και σίγουρα οι τράπεζες πρέπει να τον πιουν.

Αν αρχίσουμε να βλέπουμε κάτι περισσότερο από αυτό που συνήθως καταφέρνουμε, το κακό θα μειωθεί. Από ιδιοτροπία; Ναι, από ιδιοτροπία. Από το φως που θα γεννηθεί μέσα από την αποκάλυψη. Από κατάφαση στη ζωή και σε όλη της την αλήθεια. Μην περιμένετε να αρρωστήσετε για να πείτε τη δική σας, μην αυτοκτονήσετε σαν ποιητής της ουτοπίας που ντροπιάζεται από τα εγκλήματά της, σαν φιλόσοφος που πέφτει στο κενό γιατί βρέθηκε σε αδιέξοδο. Αλλάξτε γνώμη, γυρίστε πίσω, διαγράψτε ό,τι πιστέψατε. Μην τα χάνετε μπροστά σε μια ωραία γυναίκα σαν παιδαρέλια. Προσπαθήστε να την κατακτήσετε. Κάντε όλο το Κάμα Σούτρα και έπειτα καθίστε να διδάξετε τους γύρω σας. Βραχείτε από πάνω μέχρι κάτω και μετά αρχίστε τις κρίσεις περί ζωής. Δείτε την ανατολή του ηλίου και έπειτα γκρινιάξτε για όσα στραβά σας συμβαίνουν. Μη φορέσετε παντόφλες, όχι πατάτες κάθε μέρα, όχι κάθε μέρα Κυριακή, όχι τεμπελιά, όχι εργασιομανία, όχι δυνάστες, όχι προστάτες, όχι αφεντικά, όχι δούλοι. Να βλέπετε πώς βρίζονται οι άνθρωποι, πώς πεθαίνουν, πώς διασκεδάζουν, πώς οδηγούν, πώς γαμιούνται. Να κρυφακούτε ό,τι συζήτηση μπορείτε, να 'χετε φίλους διαφορετικούς και να αρνιέστε να αγαπιέστε μόνο απ' αυτούς με τους οποίους συμφωνείτε. Βάρβαροι της αμοιβαιότητας, διαλυθείτε! Να διαβάζετε τα σχόλια στα σάιτ, να παρατηρείτε τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, τους καβγάδες, τις παρεξηγήσεις, να βλέπετε τον εαυτό σας έξω από τον εαυτό σας και να μην πελαγώνετε. Αυτό χρωστάτε στη μάνα που σας γέννησε: να είστε κάτι παραπάνω απ' τον εαυτό σας. Έτσι μόνο θα είστε Θεοί και θα μπορείτε να γελάτε. Και αν είστε γεμάτοι κάθε μέρα, άδικο δεν θα μπορείτε να κάνετε εύκολα. Γιατί όλα έχουν αξία αν μπορούμε όλα να τα περιφρονούμε. Και η ιδιοκτησία. Και η δημιουργία. Και η δράση. Όλα να τα θέλετε και να μπορείτε όλα να τα χαρίζετε.

Ένιωσα να αναδεύει εντός μου η γελοιότητα ενός προφήτη. Έπεσα στην παγίδα της ιδιοσυγκρασίας μου. Δίδαξα τον εαυτό μου ενώ υποσχέθηκα πως δεν θα το κάνω. Πρότεινα μια τρέλα ακόμα. Αν καταλάβατε εξάλλου τι έγραψα, θα 'χω αποτύχει. Ευτυχώς είναι αδύνατο όσο ξεκάθαρη κι αν προσπάθησα να 'μαι. Η ζωή πάλι θα εξασθενούσε αν γινόμασταν αυτό που περιγράφω. Κάτι θα έλειπε. Ξανά κόλαση θα προέκυπτε. Σε αδιέξοδο θα φτάναμε όπως πάντα γιατί δεν θα 'χαμε ποιον να μισήσουμε και ποιον να ερωτευτούμε. Η ομοιότητα θα μας εξόργιζε και θα αρχίζαμε να διαφοροποιούμαστε με σφοδρότερη μανία απ' ό,τι πριν. Ο παράδεισος εξουθενώνει μετά τον πρώτο μήνα. Κρατήστε την αίσθηση. Απευθύνθηκα στους πιο ευαίσθητους μήπως αποφύγετε μεγαλύτερα λάθη. Ετοιμάστε τα επόμενα και αγνοήστε με. Οι αυταπάτες είναι χρησιμότερες απ' όλες τις συμβουλές. Αφήστε μόνο λίγο χώρο για τις αμφιβολίες. Ο Σωκράτης, λίγο πριν πεθάνει, έβλεπε στον ύπνο του ότι πρέπει να κάνει μουσική. Ίσως εκεί βρίσκεται το λάθος και το μυστικό. Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς, αλλά για όνομα του Θεού, πάψτε να γκρινιάζετε. Τι έπαρση όταν νομίζετε ότι είστε κάτι παραπάνω απ' τον τάφο σας, τι κατάπτωση όταν υποθέτετε ότι είστε μόνο αυτός και επαναλαμβάνετε συνεχώς τον παλιό εαυτό σας.

«Έζησα σα μια σκέτη ανάσα, σα μια φούχτα πρασινάδα, σα λίγος καθαρός αέρας, σα μια λίμνη διάφανο νερό, γιατί είναι πιο καλό να δέχεσαι σιωπηλά τους ανθρώπους και να τους αγκαλιάζεις, αφού καμία απάντηση δεν υπάρχει να τους δώσεις στα ερωτήματα που τους κάνουν να τρέχουν φρενιασμένοι στους δρόμους». Θα κάνω έρωτα τελευταία φορά. Καλύτερα να τελειώσω στα χέρια του. Δεν θέλω άλλα εμβόλια. Πιο πολύ θα μου λείψει η μανταρινιά έξω απ' το παράθυρο, η θάλασσα, κάποιοι από σας. Και η ζωή. Προπάντων η ζωή. Κάποιος είπε ότι ο άνθρωπος επιθυμεί την αιωνιότητα και το μόνο που έχει είναι η στιγμή της έκστασης. Να φοβάστε τους επαναστάτες που θυμώνουν όταν φωνάζετε γκολ. Να φωνάζετε γκολ πιο δυνατά. Έτσι πηδούν οι ποιητές. Αν μπορούσα να συνοψίσω όσα έγραψα, θα διάλεγα την κατακλείδα του Ecce Homo: «Ο Διόνυσος ενάντια στον Εσταυρωμένο- άραγε με κατάλαβαν;».

Γράμμα απ' τη Λιλιάνα (1)

Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Αυτό ήταν. Σε λίγο δεν θα πετώ. Η καρδιά μου θα σταματήσει. Μου άρεσε να φτιάχνω σπίτια που δεν είναι αυτό που φαντάζεστε. Όταν σχεδιάζεις ένα κτήριο είναι σαν να φέρνεις στον κόσμο έναν άνθρωπο. Χιλιάδες πράγματα απαιτούνται για να χτιστεί σωστά το οτιδήποτε. Μία κατασκευή και ένας άνθρωπος τα χρειάζονται όλα. Γι’ αυτό, επειδή είμαι αρχιτέκτονας, ξέρω ότι τα κάνετε όλα λάθος. Είμαι θυμωμένη, που είναι κάτι σα να σας αγαπώ, και δε με νοιάζει η γνώμη σας για μένα. Χορεύω, τραγουδώ, καπνίζω, γελάω και σας αποχαιρετώ.

Αν είμαστε 11 εκατομμύρια σ' αυτή τη χώρα, 11 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν μαζί μου. Γιατί δεν ήμουν μία. Κάθε ένας από σας έβλεπε κάτι διαφορετικό σε μένα. Κάθε ένας από σας βλέπει κάτι διαφορετικό στον καθένα σας. Το πραγματικό μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γι' αυτό δεν είμαστε μόνο αριθμοί: Μας έχουν υπολογίσει λάθος. Εσείς που γράφετε νομίζετε ότι γράφετε ένα κείμενο, αλλά αν έχει 300 αναγνώστες, τα κείμενα που γράψατε είναι 300. Κάθε ένας απ' αυτούς κατάλαβε κάτι διαφορετικό γιατί μπήκε με τις δικές του εμπειρίες, ιδέες και άμυνες στο γραπτό σας. Ο λόγος που εξηγώ είναι ένας καλός λόγος που αποτυγχάνουν όλες οι αναλύσεις. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να μπερδέψετε τους άλλους. Προσπαθήστε να μπείτε σε μία καινούρια παρέα και θα το αντιληφθείτε αμέσως. Δείτε το έκτρωμα του Ναζισμού πάνω στον Νίτσε. Οι ποδοσφαιρόφιλοι σκεφτείτε ένα σουτ που κοντράρει. Από την πρώτη λέξη ξεκινάει ο αποπροσανατολισμός και μερικούς σας πειράζει ο ανταγωνισμός. Τι Επανάσταση να γίνει μαζί σας; Σας βλέπω που χτυπάτε στο πάτωμα τα χέρια σαν παιδιά που τους πήραν το παιχνίδι. Τουλάχιστον τότε ξέρατε πως είναι ένα παιχνίδι. Ίσως αυτό είναι που πρέπει να κατανοήσετε. Την απελπισία μέχρι να δείτε με τα μάτια της. Η ανθρώπινη ευφυΐα δεν έχει όρια κι οι περισσότεροι σταματάτε στην πρώτη πίστα μέχρι να εμφανιστεί ο αρχηγός. Εκεί κολλάτε. Ένα σας λένε, ένα καταλαβαίνετε. Κρίμα, είστε και νέα παιδιά.

Ήμουν παγιδευμένη κι εγώ στην κοινωνία. Δεν ήμουν ωστόσο τόσο υπάκουη όσο εσείς. Η μόρφωσή μου δεν πρόλαβε να αποκτήσει συμμόρφωση. Σχεδόν τίποτα δεν γεννιέται. Μικραίνετε τον εαυτό σας για να χωρέσετε στην εικόνα των άλλων για σας. Γίνεστε η εταιρεία που εκπροσωπείτε, τα στενά μικροσυμφέροντά σας, η ιδιαιτερότητα της ιδιαιτερότητάς σας. Είστε όμως χιλιάδες άλλα πράγματα που καταπιέζετε και αρνείστε. Ο καθένας σέρνει εκτός από τις αλυσίδες και τις αναπηρίες του. Δεν χρειάζεται να ντρέπεται γι' αυτές. Πρέπει να ντρέπεται όταν δεν προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει. Αν ήμασταν τέλειοι, δεν θα είχαμε να προσπαθήσουμε για τίποτα. Μιλάτε όμως πολύ, βιάζεστε να αγαπηθείτε, αν δεν πρωταγωνιστείτε στα Σόσιαλ Μίντια φοβάστε ότι δεν υπάρχετε. Πόσοι από σας παραπονιούνται για τον έρωτα ξεχνώντας να γίνουν οι ίδιοι έρωτας, να επινοήσουν τον εαυτό τους, να είναι κάτι; Δίχως έρωτα, υπάρχει μόνο εκμετάλλευση. Χωρίς το παιχνίδι, το γέλιο και τη διαφωνία, γεννιούνται τέρατα. Το μόνο που σας φαίνεται λογικό, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, είναι να ανήκετε. Σκέφτεστε μια μέρα και τις υπόλοιπες έξι ξεπλένετε την ντροπή. Νομίζετε πως η δική σας ψυχή είναι για πέταμα. Άλλες φορές απλά βυθίζεστε στην ιδιοσυγκρασία σας και προσπαθείτε να πείσετε. Στο τέλος προκρίνετε την προκατάληψή σας έναντι άλλων προκαταλήψεων. Έχετε αποτέλεσμα από πριν 348 και κάνετε τα πάντα προκειμένου να βγει 348. Σ' αυτή τη διαδικασία, σκοτώνετε σκέψεις. Το αποτέλεσμα βγαίνει πάντα όπως το θέλετε. Εγώ όμως αυτό δεν το θέλω.

Είμαι περήφανη που με κομμάτιασαν τα βιβλία κι αυτή η διάλυση έμεινε η μόνη μου πεποίθηση. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι θα γίνει ήρωας και θα διαβάσει 10 φορές το Είναι και Χρόνος. Σήμερα δεν έχουμε τέτοιους ήρωες. Δεν είστε βοσκοί στα γράμματα, δεν ανεβαίνετε κορφές, δεν παλεύετε με τα βιβλία, δεν ματώνετε. Μα αν δεν σας βλάπτουν, είναι άχρηστα. Αν δεν τρώτε ξύλο, βρε βλαμμένα, κλείστε τα. Ή θα φιλοσοφήσετε ξανά σαν Έλληνες ή θα λέτε παραμυθάκια. Παραμυθάκια λένε και οι παπάδες όμως. Την άγρια χαρά της κατάκτησης, που είχα στερηθεί εξαιτίας της αδύναμης καρδιάς μου, ξαναβρήκα στη βιβλιοθήκη. Έτσι ξέφευγα από την πλήξη. Κυρίως όμως πονούσα και υπέφερα. Μέσω της γνώσης κινδύνευα και εξοικειωνόμουν με το θάνατο. Τα γράμματα μου χάρισαν την αγριότητα του πολέμου. Τα μεγάλα βιβλία, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης. Σε τραυματίζουν, αν έχεις ψυχή, αλλά δεν μένεις ανάπηρος. Οι περισσότεροι δεν θα αντέχουν να χάνουν αθωότητα που ενίοτε ταυτίζεται με την άγνοια. Η ημιμάθεια ίσως παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια στο είδος μας. Κανέναν εξάλλου δεν άλλαξαν σε βάθος αυτά τα μαραφέτια. Να βγαίνεις απ' τα βιβλία όμως όπως ακριβώς μπήκες είναι ένας άθλος που δεν κατάφερα. Αυτό μόνο ένας βιβλιόφιλος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει. Για μένα ήταν ο εχθρός που σεβάστηκα περισσότερο.

Αν εγώ είμαι άρρωστη, εσείς είστε τυφλοί εκ πεποιθήσεως. Δεν είστε τρελοί επί της ουσίας, αυτό είναι το πρόβλημα. Γίνεστε βλοσυροί αντί να χαμογελάτε που η ζωή είναι μικρή. Δεν χαίρεστε τον ήλιο, τη βροχή, τη μοναξιά. Δεν έχετε τη σοφία του πόνου, ούτε τη σοφία του φόβου. Δεν ζείτε σαν να είναι η τελευταία μέρα, εγώ που έζησα έτσι, μπορώ να σας το επιβεβαιώσω. Γιατί καλύτεροι, πραγματικά καλύτεροι, μεταξύ μας δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχουν αθάνατοι. Υπάρχουν ζωντανοί και ψόφιοι. Μασκαράδες και καραγκιόζηδες. Αυτοί που αγαπούν την ομορφιά του κόσμου, την αληθινή αλήθεια του όπως είπε ο ποιητής, κι αυτοί που την αγνοούν και δεν την υπερασπίζονται. Και είναι αυτό που λείπει απ' όλους για να γίνει ό,τι ζούμε λιγάκι πιο φωτεινό: Ο πλούτος που γέννησε ο Ντοστογιέφσκι, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Μότσαρτ. Η ομορφιά του άξιου και του μόχθου. Η ίδια η υπεράσπισή μας. Το ωραίο, με όλα τα σκοτάδια του, σαν υπόσχεση ευτυχίας. Η ομορφιά που είναι μια γυναίκα που πεθαίνει νέα όπως εγώ.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Ένα θριαμβευτικό μηδέν

Ύστερα απ’ την έξαλλη περιπλάνησή μας σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη, όπου αναζητήσαμε μια πιο σταθερή λαβή με τη ζωή, μια πρωτογνώριμη γεύση από τα πράγματα, το μυστήριο της σκιάς πίσω απ’ το φωτεινό περίγραμμα της φύσης, ανακαλύψαμε πως στο ακραίο σύνορο της πορείας περίμενε να μας υποδεχτεί ένα θριαμβευτικό Μηδέν. Οι ασκοί που με τόσο πάθος κρατήσαμε στους ώμους για να σοδιάσουμε το καινούριο κρασί, έμεναν άδειοι, αφού είχαμε τρυγήσει το Τίποτε. Τότε μια ρυτίδα χάραξε το ξαφνιασμένο από την απογοήτευση πρόσωπό μας . Μας ψιθυρίσανε το τροπάρι του αναχωρητισμού: «Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και ώρες ολόκληρες να μην ανταμώνεις εκεί κανένα». Αδιαφορήσαμε. Μας έψαλλαν το εμβατήριο της γόνιμης επιστροφής: «Έπρεπε πρώτα ο άνθρωπος να ‘χει ανακαλύψει τις ηπείρους του, να ΄χει ξεψαχνίσει τους ωκεανούς του, να ‘χει μάθει τις γλώσσες του, πριν στρέψει το βλέμμα στον εσωτερικό του κόσμο». Μέναμε αναποφάσιστοι. Κι ενεργώντας πια με βήμα άστατο, ανάμεσα στην ολιγοπιστία και άρνηση, ακούσαμε το πιο σοφιστικό εγκώμιο της ασυνέπειάς μας: «Αυτό που σας φαίνεται ανακολουθία είναι απόδειξη χεροπιαστή πως έχετε μπροστά σας μια ζωντανή προσωπικότητα».

Τάσος Αθανασιάδης, Βεβαιότητες και αμφιβολίες, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Έλα κι απόψε κοπελιά

Τον έρωτα; Τον κάνω συχνά αλλά δεν τον συζητώ ποτέ. Μαρσέλ Προυστ.

Η Ιουλία Lespinasse, διάσημη για το φιλολογικό σαλόνι της, επιστήθια φίλη του Ντ’Αλαμπέρ, ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Guibert. Χωρίς ανταπόκριση. Του έγραφε: «Σας αγαπώ όπως πρέπει κανείς ν’αγαπά, με πλησμονή, με τρέλα, με ενθουσιασμό, με απελπισία. Σας αγαπώ πέρα από τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μου. Δυο πράγματα στον κόσμο δεν υποφέρουν τη μετριότητα: οι στίχοι κι ο έρωτας. Ω φίλε μου, η ψυχή μου υποφέρει. Δεν έχω πια λόγια παρά μόνο κραυγές». Λίγο μετά το γάμο του Guibert, η Ιουλία Lespinasse αρρώστησε και πέθανε. Μόλις δύο χρόνια έπειτα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, η Lespinasse ίσως επιθύμησε να έχει το τέλος λογοτεχνικής ηρωίδας επιστολικού μυθιστορήματος. Δεν αποκλείεται, κυριευμένη από πάθος για τον μικρότερό της Guibert, να είδε στον εαυτό της κάτι από την Ιουλία του Ρουσώ ή τη Φαίδρα του Ρακίνα. Τίποτα δεν δείχνει ότι προσπάθησε να αποφύγει το αδιέξοδο. Αντίθετα το ενίσχυσε μέχρι την οριστική εκμηδένισή της. Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ποιος μπορεί να μιλήσει για αλήθεια και να μη φανεί αστείος; Οι επιστολές της διαβάζονται μέχρι σήμερα.

Όταν έχασε την παιδική της φίλη Νάντια, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, κορυφαία Ρωσίδα ποιήτρια, ήταν 12 χρόνων. Από τη σχέση τους, τουλάχιστον όσον αφορά στην Τσβετάγιεβα, δεν έλειπε το ερωτικό στοιχείο. Ο πατέρας της αδικοχαμένης, θυμάται η Μαρίνα, είχε σημειώσει ένα ποίημα στο λεύκωμα της κόρης του που επαναλάμβανε το στίχο: «Μην εμπιστεύεσαι τους άντρες, φίλη μου». Πιθανόν ήταν κάποιο στιχούργημα δικής του έμπνευσης (ή μήπως Πούσκιν;), δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες πληροφορίες. «Δεν πίστεψα ποτέ στη δυσπιστία», σημειώνει η Τσβετάγιεβα με ανεπανάληπτη ευαισθησία: «Απεναντίας,  πίστεψα στον πρώτο που συνάντησα». Το ύφος της εποχής προέτρεπε μια νέα, προικισμένη και από καλή οικογένεια προς τέτοιου είδους σκέψεις. Δεν πρόκειται για το φόβο αλλοίωσης της γυναικείας παρθενίας, λέει, αλλά για την παρακμή ενός ολόκληρου πολιτισμού που εκδικούνταν τα παιδιά του για όσα είχαν στερηθεί οι γονείς. Αργότερα, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς μια κοπέλα μεγαλύτερη προτιμούσε εκείνη για παρέα, μια παιδούλα, γράφει: «Ίσως ακολουθούσες την ποιήτρια που τώρα σε ανασταίνει».

Σήμερα, η τελευταία επίδραση στον τρόπο που κατανοούμε τον έρωτα είναι πιθανότατα οι 50 αποχρώσεις του γκρι- δίχως ίχνος ταλέντου η κυριούλα που έγινε εκατομμυριούχος αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Οι ανήσυχες καρδιές βρίσκουν παρηγοριά στο έντεχνο τραγούδι, αφού η ποίηση παραμένει σχετικά απρόσιτη. Από τον έρωτα μέχρι θανάτου έως την εκμάθηση της δυσπιστίας, η απόσταση παραμένει χαοτική. Η ισορροπία μεταξύ των δύο ήταν ανέκαθεν υπόθεση του καθενός. Πέρυσι, για παράδειγμα, μία παρεξήγηση κρατούσε μακριά κάποιο ζευγάρι, ώσπου το αγόρι έφυγε πρόωρα. Του είχε αφιερώσει κάποτε εκείνο του Χαρούλη. Αν, τότε. Αν γίνεις αυτό που ήσουν, θα έρθω κοντά σου. Το αν έγινε έμμονη ιδέα. Η επανασύνδεση αναίτια αναβαλλόταν. Αν, τότε, ποτέ. Ο πολιτισμός που άθελά του ψεύδεται, ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας. Ασφαλώς, βλέποντας τα πράγματα πιο ψύχραιμα, τα τραγούδια δεν υποχρεούνται να τονίζουν την αλήθεια που επείγει, αλλά να περιγράφουν τις διαθέσεις, τα ψέματα και τους εγωισμούς των ανθρώπων. Προστατευμένος μέσα στην πόλη, σίγουρος για το αύριο που του υπόσχονται, με πίστη στην ιατρική και στο αήττητο της θνητότητάς του, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του. Δυστυχώς, όμως, shit happens.

Άρχισε να μ' ενοχλεί και τ' άλλο του Θανάση: «Άμοιρη ψυχή, μην ξεγελαστείς». Ο στίχος επικεντρώνεται στην αδυναμία του ερωτευμένου. Μα τι είναι ο έρωτας, θα ρωτήσει κάποιος, αν δεν είναι αυτή ακριβώς η αδυναμία; Εν μέρει θα 'χει δίκιο. Δεν είναι έρωτας όμως μια αδυναμία που παραλύει και γίνεται εύκολη αυτοδικαίωση κάποιας άμοιρης ψυχής. Θέλω, αλλά φοβάμαι. Δεν φταίω, ξεγελάστηκα. Τι σόι απαγορεύεται είναι αυτό; Τι θα γίνει δηλαδή αν πληγωθεί, τι θα συμβεί αν φτάσει στα άκρα, τι θα χάσει αν «ένα φιλί αμέθυστο έρθει και του ζητήσει»; Προφανώς τίποτα. Ο Παπακωνσταντίνου ξέρει καλά πως τον άνθρωπο πατάν στ'αλήθεια τα πόδια του τα ίδια. Υπονοώ όμως, για να μην κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου, ότι κορίτσια που δάκρυζαν με το «Μιλώ για σένα» έκαναν γάμους συμφέροντος προκειμένου να πάρουν το αίμα τους πίσω: όταν δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τον έρωτα, δεν μπορείς να αναμετρηθείς και με τον θάνατο, προτιμώντας να τον ζήσεις εν ζωή.

Ο ρόλος του καθοδηγητή ή του λογοκριτή έχει πολλούς υποψηφίους, αλλά ευτυχώς δεν φτιάχτηκε για κανέναν από μας. Πάντα κάθε άνθρωπος θα επηρεάζεται από ερεθίσματα που ο ίδιος θα επιτρέπει να τον επηρεάσουν, από όσα νομίζει πως του ταιριάζουν, από αυτά που τον εκφράζουν μια δεδομένη στιγμή περισσότερο. Όλο και κάποιος Γκαίτε, ένας αυταρχικός πατέρας ή απλά κάποιος στίχος θα θέτει ερωτήματα. Η ζωή θα φορτώνεται με «γραφειοκρατία», η οποία από τη μία θα την κάνει πλουσιότερη κι από την άλλη θα την απειλεί με τρικλοποδιά. Στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε αυτοί που θέλουμε να περάσουμε μέσα από την κόλαση. Να δυστυχήσουμε και να ευτυχήσουμε με το δικό μας τρόπο. Να βγούμε νικητές αφού κοιτάξουμε τον γκρεμό. Ίσως μονάχα με το πέρασμα των χρόνων η συμβουλή εκείνου του θείου του Σταντάλ ανακτά την αξία της: «Όταν μια γυναίκα σε εγκαταλείπει, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες κάνε ερωτική εξομολόγηση σε μιαν άλλη». Η βιασύνη, αν και ανισόρροπη, έχει περισσότερη υγεία με το μέρος της. Σκοντάφτει δηλαδή κι όποιος αργεί.

Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα σοκολατάκια φαγώθηκαν. Και τα ζευγαράκια που ήδη χώρισαν, ενώ πριν μερικές μέρες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης, ξέρουν ότι δεν βρισκόμαστε μήτε σε ανθοπωλείο μήτε σε ζαχαροπλαστείο. Ο Ιαβέρης, αναφερόμενος στην οδηγική συμπεριφορά, είχε προειδοποιήσει: όταν έρχεται η στιγμή του φρεναρίσματος, τα χάνεις. Στο κακό αποδεικνύεσαι ηλίθιος. Ο θάνατος δεν καταλαβαίνει πάντοτε από ζώνες ασφαλείας. Γι'αυτό ο Μήτσος Σταυρακάκης έγραψε: «Έλα κι απόψε κοπελιά στην εδική μου αγκάλη, να κλέψομε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι». Όταν πρωτάκουσα την μαντινάδα του μικρός, νόμιζα πως την έγραψε άνθρωπος άρρωστος, κάποιος που πεθαίνει, ένας Κρητικός που σκέφτεται να δοκιμάσει το one night stand. Δεν έδωσα σημασία.

                                                  (Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi)

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Καλή πρόοδο

Αν ο Μπωντλαίρ δεν υποχωρεί όταν είναι αντιμέτωπος με την έκφραση του Κακού, με το ζωγράφισμα του βίτσιου και της ασχήμιας, αν δεν διστάζει να προχωρήσει τον δαυλό του ως και τα πιο επίφοβα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου, το κάνει όχι γιατί αρέσκεται στη νοσηρότητα, ή για να ιδιοτυπήσει, αλλά από συνειδητή βούληση. Αντίθετα από τους περισσότερους συγχρόνους του, ερωτευμένους με γραφικότητες, είτε με τις απρόσμενες πόζες, αρνείται να γίνει άθυρμα των μεγάλων λέξεων και των λογοτεχνικών «στάσεων». Γι’ αυτόν, όπως θα πει ο Ζαν Μαρσενάκ, η ποίηση δεν υπήρξε ποτέ μια δικαιολογία, ούτε μια ευκαιρία για να εθελοτυφλεί. Είναι, όμως, ανηλεής και με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Μπωντλαίρ γνώρισε τις πτώσεις, τις ασωτείες, τις παραιτήσεις της βούλησης. Παραδόθηκε στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, γεύτηκε ορισμένες σεξουαλικές διαστροφές. Υπήρξε οκνηρός και ασυνεπής. Όμως δεν απαρνήθηκε ποτέ την οξυδέρκειά του. Η ηθική του υγεία ήταν εκπληκτική. Κρίνει χωρίς επιείκεια ό,τι συνετέλεσε στην «απώλειά» του. Καταδικάζει ό,τι τον έκανε να πισωδρομήσει. Γι’ αυτόν είναι σαν να γράφτηκε η λαξευτή εκείνη φράση του Τζο Μπουσκέ:« Σε ορισμένους ανθρώπους έλαχε, σαν εξαιρετική τύχη, να μην μπορούν να αυταρέσκονται». Μάταια θα αναζητούσαμε στη λογοτεχνία μας ένα τόσο χτυπητό παράδειγμα διανοητικής ακεραιότητας. Ο Μπωντλαίρ δεν ψάχνει ποτέ για δικαιολογία. Δεν καταφεύγει στην καταπιεσμένη απολογία του βίτσιου του, έχει το θάρρος να καταγγείλει τα σφάλματά του. Η λατρεία του Εγώ, την οποία θέτει ως μείζονα αρχή του δανδισμού, δεν είναι αυταρέσκεια ή τύφλωση. Είναι η επιδίωξη ενός συνεχούς καλύτερου, μια αληθινή «Ανάληψη», μια αληθινή ασκητική. «Η ειλικρίνεια», γράφει κάπου, «μέσο πρωτοτυπίας». Θα μπορούσε να προσθέσει: πηγή ηθικής προόδου.

Λυκ Ντεκών, Μπωντλαίρ, Εκδόσεις Πλέθρον, Μετάφραση Γιώργου Σπανού.

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Ήχοι της Κρήτης (κι άλλα)

Ο Νίκος τραγουδάει στα τζιτζίκια.
 
 
Ο Τσουρούπης στο 6.13 ξεκινάει τις προετοιμασίες, στο 6.20 το ιστιοφόρο του ανοίγει πανιά, στο 6.50 βγαίνει στα ανοιχτά. 
 
 Ο Πάρις σε πυροβολεί στα πόδια στο 14.02. Είσαι υποχρεωμένος να χορέψεις.
 
 
 Η λύρα κελαηδάει, τσιλιμπουρδίζει και, προς το τέλος, μαστιγώνει τους άπιστους.

 
Καλπασμοί.

 
 Λαούτο προκαλεί λύρα και καβγαδίζουν σα σκύλος με γάτα στο 2.34.
 

I sound my barbaric yawp over the roofs of the world. Walt Whitman.

 
Κωπηλασία.

 
Ανατίναξη στο "Πάνω στα χέρια σου κρατείς" (4.42).
 

  Ο Παντελής Σταυρουλάκης άκουσε τον αέρα και έγραψε το συρτό του.

 
Άκουσε τους παφλασμούς, τα μουγκρητά ή τα κλάματα: Με τέτοιους ήχους πλάστηκε ο κόσμος. Άκουσε  το κρώξιμο — ή το βρυχηθμό του λιονταριού που είναι ο κόσμος. Άκουσε το βουητό τού ωκεανού· το βουητό· Κι όχι το αμέριμνο τραγούδι των ψαράδων. Αντώνης Φωστιέρης.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Η νύχτα του φόνου

Η μόνη θρησκευτική τελετή που αγαπώ είναι το γαμήσι. Κι όταν ακούω μουσική, μου λείπει πάλι αυτό. Το αίμα. Ο ιδρώτας. Οι μυρωδιές. Ο αγώνας των κορμιών. Ο πόνος. Ένας φόνος. Να λερωθώ. Να βρίσω. Να πληγώσω. Να ουρλιάξω. Μεγαλώνοντας, βλέποντας την παγίδα που μου έστηνε η μόρφωση, η καριέρα και η ευπρέπεια, ήθελα να είμαι από την Κρήτη. Δεν ήθελα να είμαι από το Μέγκα όπως ο Σταύρος. Κι ο Τζούγανος όταν με βρήκε λίγο πριν τα 20, παρόλο που ήταν mainstream, μου έμαθε πως δεν είναι άσχημο να είσαι παλικάρι με αρχίδια. Να ερωτεύεσαι λεβέντικα και να μιλάς για το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ που είχαμε πάρει αυτοκίνητο για να πάμε από τον Άγιο στο Ηράκλειο, δεν το μετάνιωσα στιγμή. 2005. Στα 36 του εκείνος, στα ντουζένια του. Υπερβολή και μέτρο στη σωστή αναλογία. Ο Μιχάλης έπιανε το λαούτο τότε και περίμενες ότι κάτι μεγάλο θα γίνει μπροστά σου. Είχε πόζα; Είχε. Είχε κόκα; Είχε. Αλλά είχε και αλήθεια ακόμα. Στο άλλο βίντεο από την ίδια εκτέλεση, κάποιος είχε γράψει σε γκρίκλις κάτι που ποτέ δεν ξέχασα: Prepei na eixe skotwsei ti gynaika tou pio prin. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακριβής. Γι'αυτό μ΄αρέσει ακόμα να το βλέπω. Θρηνούσε και την ξεπερνούσε. Της έλεγε ότι τη λατρεύει και τη διαολόστελνε. Της ζητούσε συγγνώμη και τη μαχαίρωνε. Στα καμαρίνια τον περίμενε η επόμενη να πηδηχτούν. Να του βγάλει τα λευκά γιατί είχαν γεμίσει κόκκινους λεκέδες. Δυστυχώς όμως δεν ξαναπαντρεύτηκε. Άλλο φόνο δεν είδαμε. Η πτώση ήρθε από την επόμενη χρονιά. Ήταν πια άλλος καλλιτέχνης, διάσημος, δεξιοτέχνης αλλά αδιάφορος και κουραστικός. Ο πολύς κόσμος γνώρισε τον άλλο. Κι όταν λέω Τζουγανάκης, δεν συνεννοούμαστε. Τουλάχιστον όμως ήμουν εκεί. Τη νύχτα του φόνου.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Η Τζιχάντ είμαι εγώ

Οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του. Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Μου αρέσει που ο τελευταίος άγιος της Εκκλησίας μας πήγε από καρκίνο του προστάτη επειδή μάλλον δεν πολυχρησιμοποιούσε το όργανό του. Μου αρέσει που ο Κρίστοφερ Χίτσενς, αφού έγραψε το βιβλίο του «ο Θεός δεν είναι μεγάλος», πήγε κι αυτός από καρκίνο. Μου αρέσει που εκείνος ο τρελαμένος με την υγιεινή διατροφή και το τζόγκινγκ πέθανε ενώ έκανε τζόγκινγκ. Μου αρέσουν όλες αυτές οι ιστορίες. Έχουν πλάκα, δε νομίζετε; Πιο πολύ μου αρέσει που εκείνη η πορνοστάρ, η Νάντια Στάιλς, αφού γύρισε κάμποσες τσόντες όλων των ειδών, μετάνιωσε για ό,τι σπέρμα είχε καταπιεί. Εμφανίστηκε δακρυσμένη και υποσχέθηκε να μεταφέρει από δω και στο εξής το μήνυμα του αληθινού Κυρίου. Μου άρεσε, δε, ακόμα περισσότερο όταν επέστρεψε στη Βιομηχανία μετά από 2-3 χρόνια για να ρουφήξει το καυλί του Μαντίγκο. Γενικά λατρεύω τις φάρσες που αφορούν στο τι προσκυνάει ο καθένας και τις ανατροπές τους. Για δεξιούς που έγιναν αριστεροί και για αριστερούς που έγιναν δεξιοί, ας μη μιλήσουμε, θα πάρει χρόνο. Δεν ήξερα το Σαρλί Εμπντό και γι'αυτό δεν σκέφτηκα την άποψή μου τις προηγούμενες μέρες. Επισκέφτηκα ωστόσο την Athens Voice, το Protagon και άλλα σάιτ για να μάθω τι πρέπει να πιστεύω ως πολίτης ενός ανώτερου πολιτισμού. Εντέλει βρήκα αυτό το κείμενο από το 2006 που με εκφράζει αρκετά. Αγαπώ τη σάτιρα, αγαπώ όμως και τη διακριτικότητα, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Προτιμώ το πίσω απ' την πλάτη, το χαμηλόφωνο, το χιούμορ που χρησιμοποιεί προφυλάξεις και διαθέτει αγάπη γι' αυτόν που σατιρίζει. Δεν μου αρέσει όταν γίνεται εξουσία, νόμος και δίκη. Και είναι μεγάλη εξουσία να μπορείς να κάνεις ανθρώπους να γελάνε. Η κατάχρησή της είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.

Το παρακάτω περιστατικό είναι ασήμαντο αλλά έχει όλα τα συστατικά που βασανίζουν την παγκόσμια συνεννόηση: Προχθές ένας χιουμορίστας έγραψε στο Τουίτερ ότι η κρητική μουσική είναι για νεκρούς, πως ακούει να σκούζουν δελφίνια. Χαριτωμένο, αλλά έχει πει και καλύτερα! Όντως, πολλά κρητικά είναι απαίσια. Η μουσική της Κρήτης όμως δεν είναι ό,τι έχει ακούσει ο συγκεκριμένος στην ιδιωτική του τηλεόραση. Είμαι ήδη αρκετά θυμωμένος για την εικόνα που έχει πολύς κόσμος με ευθύνη των Μ.Μ.Ε. Εδώ ας πούμε τις προάλλες άκουγα καλπασμούς, μπορεί κάποτε να ακούσω και δελφίνια, τίποτα δεν αποκλείω. Επειδή είναι ο τρίτος ή ο τέταρτος που έκανε ατάκα την προκατάληψη και την άγνοιά του για το εν λόγω ζήτημα, επειδή εμένα αυτή η μουσική με κράτησε ζωντανό πριν ένα χρόνο, επειδή το δικό μου όριο στη βλακεία μπαίνει εκεί που ξεκινά το (θρησκευτικό;) συναίσθημά μου, εκνευρίστηκα και του έστειλα έναν Σταυρακάκη. Η φωνή του Βασίλη και η λύρα του Ross δεν θα του άφηναν περιθώρια αν καθάριζε τα αφτιά του. Έστειλα ένα τραγουδάκι κι εκείνος δεν απάντησε ποτέ. Ως ανώτερος; Ως πιο δημοφιλής; Ή απλά ως κάποιος που κάνει την πλάκα του και δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του; Πάντως με αγνόησε επιδεικτικά. Έπρεπε να ακούσω τη σιωπή του: «Ήταν απλά μια ακόμη ατάκα που δεν ήθελε να πει τίποτα, νεαρέ». Εγώ όμως είμαι από άλλο ανέκδοτο. Η σιωπή μου στα Social Media είναι η αγάπη μου. Σκορπίζω ομορφιά και το βουλώνω γιατί έχω μπουχτίσει από αθλιότητα. Δε θα φτιάξω εγώ το ρωμαίικο, αμφιβάλλω αν μπορώ να του κάνω καλό με οποιοδήποτε τρόπο. Προτιμώ να διασκεδάζω μόνο αυτούς που θέλω. Προσπαθώ να μην προσβάλλω κανένα. Και δεν μου αρέσει να με υποτιμούν. Είμαι δηλαδή ένας κοινός σχεδόν άνθρωπος, με ιδιαίτερες ευαισθησίες, πολλά χαρίσματα και ισάριθμα ελαττώματα. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, γούσταρα να ταπεινώσω την ευφυΐα που υπέθεσα πως νομίζει ότι μπορεί να έχει πάντα, το ομολογώ. Ξαναδιαβάστε την πρόταση αν μπερδευτήκατε γιατί σ'αυτήν βρίσκεται όλη η παρεξήγηση που η ανθρωπότητα δεν θα λύσει. Σκέφτηκα τον Άλι να γρονθοκοπεί τον Τερέλ: " What's my name, what's my name?". Και δεν ήθελα να πει το δικό μου όνομα, αλλά του Vasili Stavrakaki, του Μωάμεθ μου. Μη μου πείτε πως εσείς δεν έχετε δικούς σας. Δεν έχω χιούμορ όταν κάποιος προσβάλλει όσα αγαπώ; Έχω, αλλά όχι πάντα. Δεν θέλω να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ γι'αυτό. Δεν αμάρτησε ούτε αυτός, ούτε εγώ. Αν γνωριζόμασταν και πετούσε την ατάκα σε μία παρέα, το κλίμα θα ήταν χαλαρό, ίσως συνεννοούμασταν, ίσως και όχι. Το πιθανότερο είναι να μου έλεγε ότι αυτή είναι η γνώμη του, αλλά δεν παίρνει και όρκο. Εγώ θα αδιαφορούσα ως πολιτισμένος άνθρωπος, αφού ούτε την άδειά του χρειάζομαι ούτε την έγκρισή του για το τι παίζουν τα ακουστικά μου. Στο τέλος της συνάντησης μπορεί να είχαμε γίνει κολλητοί, να μην τον είχα εκτιμήσει αλλά αυτός να έλεγε σε όλους πόσο γαμάτος είμαι ή το αντίστροφο. Η απόσταση όμως, σε συνδυασμό με τη μούγγα του, την προσβολή που ένιωσα, τη συναισθηματική φόρτιση της συγκεκριμένης ημέρας και την αποδοχή της χαζομαρίτσας που έγραψε, με έκανε να σκέφτομαι πως θέλω να του κάνω ανφόλο, που είναι κάτι σα μπουκέτο, ας μην κοροϊδευόμαστε, παρόρμηση που καταπολέμησα επιτυχώς. Αν δεν την ομολογήσω, θα την καταπιέσω χειρότερα. Διαπίστωσα ξανά πόσο άδικος μπορώ να γίνω. Αν είχε πετάξει την ατάκα στα Ζωνιανά, τώρα θα τον κλαίγαμε και θα ήταν κρίμα να υπάρχει μόνο στις ιστορίες της πρώτης παραγράφου. Αναρωτιέμαι λοιπόν: Αν εγώ με την παιδεία που υποτίθεται πως έχω, αν εγώ που διαβάζω ποίηση, αν εγώ που γοητεύομαι από την εξαντλητική σκέψη και τη μεγάλη λογοτεχνία, αν εγώ που έχω σκοτώσει τους περισσότερους από τους Θεούς μου, αν εγώ που δεν έχω πειράξει άνθρωπο, τυραννιέμαι ακόμα από τέτοια ένστικτα, αχρείαστα και βλακώδη, ε λοιπόν, τότε, δεν μπορώ να το παίζω σοκαρισμένος από τον τζιχαντιστή. Εγώ είμαι η Τζιχάντ. Λυπάμαι, δηλαδή, δυτικέ μου πολιτισμέ, αλλά πάλι ψεύδεσαι, δεν έχεις καταλάβει τίποτα, δεν θες να εξηγήσεις τίποτα, είσαι δέκα φορές ένοχος και σ' έχω βαρεθεί.

Δεν καμαρώνω για τις ουρές στον Παΐσιο. Καταλαβαίνω όμως τα γεροντάκια. Καταλαβαίνω και τον πατέρα μου που όσο μεγαλώνει, αν και διάβασε χιλιάδες βιβλία, γυρνάει όλο και πιο συχνά τη συχνότητα στο 4Ε. Αγαπώ τους Έλληνες που πέθαιναν νέοι, που είχαν σοφούς κι όχι αγίους, που φιλοσοφούσαν και δεν ανέχονταν κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι τους. Αλλά τους αγαπώ γιατί ακόμα το λέει η καρδιά μου. «Υπάρχει μεγαλύτερη παραίτηση από την πίστη;» Ο Σιοράν γνωρίζει την απάντηση, ωστόσο, συμπληρώνει γιατί δεν είναι ανόητος: «Η υγεία είναι το αποφασιστικό όπλο ενάντια στη θρησκεία. Βρείτε το οικουμενικό ελιξίριο: ο Θεός θα εξαφανιστεί αμετάκλητα. Είναι μάταιο να γοητεύσουμε τον άνθρωπο με άλλα ιδεώδη: θα είναι πιο αδύναμα και από τους αρρώστους. Ο Θεός είναι η σκουριά μας, η ανεπαίσθητη φθορά της υπόστασής μας». Ένας φίλος έχασε μάνα, πατέρα και αδερφή, τον έναν άνθρωπό του πίσω απ' τον άλλο σε διάστημα μερικών ετών. Δεν είχε καμία σχέση με τη θρησκεία και τώρα είναι στο Άγιο Όρος. Πήγα να τον κρίνω, θύμωσα μαζί του, του 'γραψα κάτι, το αποθήκευσα στα πρόχειρα κι έπειτα γύρισα μια μεγαλοπρεπή μούτζα στον εαυτό μου. Εσείς θα ήσασταν αλλού; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε κι όχι από τη θέση ισχύος που βρισκόμαστε μονίμως. Η δική μας φλύαρη κοσμοθεωρία μπορεί να μην εκτελεί κόσμο (λέμε τώρα), αλλά σίγουρα όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει με την ίδια σκληρότητα ή με την ίδια ελαφρότητα, το ίδιο κάνει. Αν τα καταφέρουμε, ύστερα είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί αποτυγχάνει η σάτιρα να «φωτίσει» τον κόσμο. Τη σάτιρα, αλήθεια, θα τη φωτίσει κανείς ή μόνο σφαίρες έχουν απομείνει;

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Ένας ποιητής

Ένας ποιητής μπορεί ν’ αντέξει τα πάντα. Κάτι που είναι το ίδιο με το να πεις πως ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει τα πάντα. Αλλά δεν είναι αλήθεια: λίγα είναι τα πράγματα που μπορεί ν’ αντέξει ένας άνθρωπος. Να τα αντέξει στ’ αλήθεια. Ένας ποιητής, αντίθετα, μπορεί να τ’ αντέξει όλα.

Ρομπέρτο Μπολάνιο, Τηλεφωνήματα, Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου.