Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

#FreeGeronPastitsios

Σε μία εθιμοτυπική επίσκεψη στο γραφείο του, ο διοικητής με είχε ρωτήσει αν περνάω καλά. Αν εξαιρέσεις ότι είχα να βγω 10 μέρες, δεν είχα παράπονο. Του εξέθεσα το πρόβλημα ευγενικά. Δεν πειράζει, μου είπε, πάρε ένα βιβλιαράκι του Γέροντα Παΐσιου, θα σε βοηθήσει. Πάρε και για τους δικούς σου. Έπιασα 5-6 αφού επέμενε. Κι η αλήθεια είναι πώς ήταν θαυματουργό. Διασκέδασα αφάνταστα, συμπάθησα πολύ τον Γέροντα, που όντως φαινόταν γλυκός και άγιος άνθρωπος, και ξεκαρδίστηκα με τις ιστορίες θρησκευτικής τρέλας που περιέγραφε. Συνεννοούνταν απότι θυμάμαι με ετερόγλωσσους (κάτι σαν την Ντένη με την Μαρούσκα), εξαφάνιζε όγκους για την πλάκα του, μια φορά που λαχταρούσε ψάρι είχε εμφανιστεί ένας αετός ντελιβεράς και του το άφησε ενώ μια άλλη έκοψε τα ναρκωτικά από ένα νεαρό προσφέροντάς του απλώς φουντούκια. Εγώ και με ένα εξοδόχαρτο θα ήμουν ευχαριστημένος, σκέφτηκα.

Από τότε, δεν ασχολήθηκα ξανά με τον Γέροντα. Πώς θα μπορούσα να μιλήσω άσχημα για εκείνον αφού είχε βοηθήσει και μένα να περάσω ευχάριστα την ώρα μου; Θεωρούσα επίσης πως αν είχε όντως τόσα χαρίσματα, θα αρρώσταινε με τη λατρεία, την υπερβολή και την εκμετάλλευσή του και πως θα συμφωνούσε με όσους επιμένουν ότι το έργο του Θεού εδώ στη γη είναι υπόθεση όλων των ανθρώπων. Νομικός δεν είμαι. Καταλαβαίνω ωστόσο ότι μάλλον (δεν) δικαιολογείται η άρση του απορρήτου και η σύλληψη του 27χρονου που διαχειριζόταν τη σελίδα του Γέροντα Παστίτσιου. Ο Σαραντάκος το πάει παραπέρα: «Η επίμαχη σελίδα δεν έκανε επίθεση στην ορθόδοξη εκκλησία, απλώς σατίριζε, με οξύ ασφαλώς τρόπο, την εκμετάλλευση του Γέροντα Παϊσίου από ακροδεξιά και περιθωριακά έντυπα και ιστολόγια (π.χ. εδώ) με αναγγελίες θαυμάτων που τάχα έκανε μετά θάνατον ο Γέροντας ή προβάλλοντας διάφορες προφητείες του -για παράδειγμα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Παΐσιος (που πέθανε το 1994) είχε προβλέψει -και μάλιστα επακριβώς- τη σημερινή οικονομική κρίση. Όταν πούμε ότι κάτι τέτοιοι είναι απατεώνες δεν καθυβρίζουμε ούτε τον Παΐσιο, ούτε τη θρησκεία -μόνο τους παϊσιοκάπηλους». Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα μπροστά στα παραφουσκωμένα μπράτσα της Χ.Α που θέλουν να ταυτιστούν στη συνείδηση του χριστεπώνυμου πλήθους με το Χ.Ο των ταυτοτήτων. Με τον παγανισμό δύσκολα θα βγουν ψηφαλάκια.

Όταν ο Γκέμπελς προώθησε ένα διάταγμα που απαγόρευε την καταστροφική κριτική, ο Ρόμπερτ Μούζιλ έγραψε:«Από τη στιγμή που απαγορεύεται η κριτική, θα πρέπει να εντρυφήσω στην αυτοκριτική. Τη συγκεκριμένη δεν πρόκειται να την απαγορεύσει κανείς γιατί είναι άγνωστη στη Γερμανία». Οι σύγχρονοι Γκεμπελίσκοι επιθυμούν να εκμεταλλευτούν το ζόφο και να τον πολλαπλασιάσουν. Θέλουν να τους εκλέξουμε για να μην μπορεί κανείς μας να μιλάει. «Κάποιος στην Αθήνα του 5ου αιώνα μπορούσε να επινοήσει ιδέες και να τις παρουσιάσει στο Δήμο χωρίς να βρεθεί νεκρός ή να καεί ζωντανός. Μπορούσε ακόμη και να επιβραβευθεί γι’αυτό» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης, εξηγώντας το θαύμα για το οποίο φουσκώνουν από αναβολικά και υπερηφάνεια οι φαρισαίοι τραμπούκοι. Η Ελλάδα που ονειρεύονται ωστόσο είναι αυτή που θα στειρώνει άτομα με ειδικές ανάγκες.

Για να επανέλθουμε στο θέμα, η εκ των προτέρων μη επιβολή περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης ήταν ανέκαθεν μία γενναιόδωρη παραχώρηση της εκάστοτε εξουσίας. Αν με ρωτούσαν όμως, θα έλεγα πως η μόνη ευθύνη που είχε ανέκαθεν αυτός που γράφει βρίσκεται πριν δημοσιεύσει τις σκέψεις του. Εφόσον κάνει ό,τι είχε να κάνει μέσα του, η μπάλα περνάει στο γήπεδο του αναγνώστη. Δε θα έπρεπε να αφορά το νόμο ούτε όταν κάποιος υβρίζει ή συκοφαντεί. Καθήκον του αναγνώστη είναι να κρίνει. Θα μου πείτε μπορεί κάποιος να μου πει ότι γαμιέται η μάνα μου. Και λοιπόν; Η μήνυσή μου θα είναι το γέλιο μου. Όπως χθες που άφησα ένα σχόλιο στο Protagon και δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Επειδή ξεσκέπαζε την επιλογή του επώνυμου συντάκτη να μας διχάσει μία μέρα πριν την απεργία, με αυτό το αλαζονικό:«Εγώ καλά περνάω» που δεν υπάρχει πουθενά κι όμως είναι παντού, πίσω από κάθε πρόταση.

Όποιος χρησιμοποιεί τις λέξεις, μαθαίνει να μην τις πιστεύει, να εντοπίζει ευκολότερα τους ανέντιμους, όλους όσοι δε θέλουν να εκφράσουν κάτι βαθύτερο αλλά να χαϊδέψουν απλώς τα συμφέροντα που τους συντηρούν. Αυτός που διαβάζει μαλώνοντας με τις σελίδες, γρήγορα γιατρεύεται από την ανάγκη να είναι κάποιος. Μαθαίνει να συλλαβίζει όλα τα ίσως και τα ενδεχομένως. Αντιλαμβάνεται πως ό,τι δεν συμπεριλαμβάνει την αμφιβολία, είναι κιόλας νεκρό. «Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια» δήλωνε ο Κοκτώ, κάτι αδιανόητο για όσους το ελληνικό κράτος της Μεταπολίτευσης άφησε εντέχνως αμόρφωτους. Δεν είναι επικίνδυνη επομένως η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Επικίνδυνη είναι η δίωξή της και ο φανατισμός. Άνθρωποι όπως όλοι μας, περαστικοί από τη γη, να νομίζουν ότι μπορούν να λογοκρίνουν, να φιμώνουν και να δολοφονούν ό,τι δεν τους αρέσει.

Οι εξετάσεις που έρχονται είναι οι πιο σημαντικές. Ξεχάσαμε τους διπλανούς μας τόσα χρόνια αλλά τώρα θα τους βρούμε μαζί μας στις πορείες. Οι δικοί μου άνθρωποι είναι όσοι θα αποδείξουν την έγνοια τους για τον άνθρωπο. Όσοι πάρουν την άδεια όλου του κόσμου κι ύστερα μιλήσουν. Όσοι μας προτείνουν μία κατάληψη στο φεγγάρι και όχι στην κόλαση του Δάντη. Όσοι, ακόμα κι αν δεν το πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει, θα αναδείξουν το εμείς. Η ανάγκη της ουτοπίας σήμερα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. «Γεννηθήκαμε για να χάνουμε, όχι για να παζαρεύουμε» όπως το είχε θέσει ο Paco Ignacio Taibo II.

Τίποτα δεν είναι ιερό. Όλα μπορούν να λεχθούν και αλίμονο αν ήταν διαφορετικά. Ο καθένας μας ωστόσο νιώθει τόση μοναξιά που είναι ικανός να ισχυριστεί ακόμα κι ότι έχει δίκιο. Να πάρει ένα μαχαίρι και να απαιτήσει να του αναγνωριστεί. Ο τρόπος που του προτείνουν όσοι ενοχλήθηκαν από ένα παστίτσιο για να ανοίξει το μυαλό του, είναι να του κοπανούν οι ίδιοι το κεφάλι στον τοίχο. Οι φασίστες, ανήμπορα πλάσματα που χτυπούν επειδή δεν τους έχει βαρέσει τη μούρη καθαρός αέρας, δεν καταλαβαίνουν την κωμική πλευρά της ζωής και έχουν βαλθεί να την κάνουν ακόμα πιο αστεία. Όταν θα μας καίνε στο όνομα του Θεού και της αγάπης, ένα νευρικό γέλιο θα μας σώσει. Εξάλλου ποτέ δεν ξέρεις πότε θα επιλέξει να κάνει το επόμενο θαύμα του ο Γέροντας Παστίτσιος. 

Υ.Γ. Μόνο από το μυαλό λίγων περνάει ότι ένας κόσμος που δεν ικανοποιεί κανένα, είναι ο ιδανικός. Υπάρχει και ο Καντ κι ο Σαντ. «Η πίστη είναι ένα παραλήρημα που δεν μπορώ να πάθω» μας λέει ο Σιοράν. Οι άνθρωποι, λοιπόν, έχουν δικαίωμα να επιλέγουν. Το κορμί τους, απροστάτευτο κι αθώο μες στη γύμνια του, μπορεί να μεταμορφωθεί μέσα σε μια νύχτα στην πιο δολοφονική μηχανή μίσους. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Πάντα ωστόσο όταν γυρίζω από το βιβλιοπωλείο, περπατώντας στην παραλία, είμαι έτοιμος για μια έφοδο στον ουρανό.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

#TolislovedMaria

Ο πόλεμος μαίνεται. Κάποιοι σωριάζονται. Λευτεριάς ξίπασμα οι πρώτοι νεκροί. Το σύστημα δεν είναι ντροπαλό όταν σκοτώνει. Εμείς είμαστε όταν πεθαίνουμε. Αυτό ήταν ξεκάθαρο εξαρχής. Τα προβλήματά του ποτέ δεν είχε πρόβλημα να τα μοιράζεται μαζί μας. Ούτε τα iphones του, ούτε τους τρίτους κόσμους του μας έκρυψε ποτέ. Μόνο στην αντίδραση των λαών καθυστερεί η εξουσία του που γίνεται πια ασφυκτική.

Δεδομένων των συνθηκών, είναι άδικο να πούμε ότι δεν προβάλλεται αντίσταση. Εφόσον δε βάλαμε όλοι μαύρες μπλούζες και δε ζητάμε να αντικατασταθεί το επίδομα θέρμανσης από ένα για αναβολικά, η ελπίδα υπάρχει ακόμα ελπίδα να εμφανίζεται τελευταία κι ας μην είναι γραμμένη στο πρόγραμμα. Όσο κι αν είναι ψέμα ότι η διαπραγμάτευση με την τρόικα συνεχίζεται, η διαβούλευση μέσα μας βρίσκεται όντως στο φόρτε της. Από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις και να μην κάνει τίποτα άλλο, θα εξαρτηθεί η άνοδος του φασισμού στην Ελλάδα. Από την αποφασιστικότητα των πολιτών της να ελίσσονται, να οργανώνονται και να χαμογελούν, θα κριθεί η επιβίωσή της.

Αν για κάτι μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι η ιστορία θα αδιαφορήσει για τις καλές προθέσεις των γραπτών μας. Θα κατασπαράξει ακόμα και τα πιο εύστοχα. Θα τα ρουφήξει σαν καταστροφέας εγγράφων. Άλλοι τη γράφουν, Μπίστηδες και Κασιμάτηδες κυρίως. Εμείς την καθαρογράφουμε κι έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ μιας πληθώρας περασμένων λαθών. Σίγουρα ο λυρισμός δεν πληρώνει το λογαριασμό. Ασφαλώς ο δρόμος δε θα κόψει το γόρδιο δεσμό. Η βία θα πρόδιδε απλώς τον τρόμο μας. Όλοι οι μακελάρηδες ήταν ψυχοπονιάρηδες. Μην περιμένουμε επιείκεια από τη ζωή επειδή ήμασταν ωραίοι ως Έλληνες. Άλλους μισούσε πάντα πιο πολύ, ενώ πολλάκις έχει διατελέσει γκόμενά μας.

Επιμένω: Η μάχη είναι κυρίως εσωτερική. Απλώς γίνεται θανάσιμη. Υπάρχει κίνδυνος δηλητηριάσεων, μη αναστρέψιμων συναισθηματικών τραυματισμών, επικίνδυνων κοινωνικών φαινομένων. Οι εγωισμοί μας παριστάνουν τους νεκρούς για να μην τους αποτελειώσει κάποιος που είναι άνεργος. Υπάρχουν πολλοί ανθρωποφάγοι εκεί έξω. Είναι οπλισμένοι. Δεν ξέρουν να χάνουν. Λατρεύουν την υποκρισία τους. Ανέχονται οποιονδήποτε εκτός από τον καινούριο εαυτό τους. Θέλουν να ξεχάσουν ότι οι άνθρωποι τους μοιάζουν.

Κι όμως. Αρκεί να μην πανικοβληθούμε. Ευκαιρία να ξανασυστηθούμε χωρίς τους τίτλους μας βρε κουτά, να καταθέσουμε γυμνοί τις γραβάτες μας στο μνημείο του άγνωστου νομοταγούς πολίτη, να ματώσουμε για κάτι πιο αντρίκιο απ’ το αίμα. Να κλαίμε από χαρά πάνω απ’ τα πτώματα: τον εκσυγχρονισμό, την επανίδρυση, τη μίζα, το αυθαίρετο κι όλα τα ευτελή μας πάθη. Ο πιστωτής είναι εύκολος αντίπαλος. Η βιασύνη μου δε μου επιτρέπει ευτυχώς λιγότερη αισιοδοξία. Στις 26 απεργία because #TolislovedMaria.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ευαίσθητοι ληστές

«Είναι άραγε ο φόνος στα μάτια της φύσης καταδικαστέα πράξη; Δεν είναι. Ο άνθρωπος φτάνει στο φόνο ύστερα από δική της παρότρυνση γιατί η ίδια τον καθοδηγεί». Αν ζούσε σήμερα ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ μπορεί να μην είχε προλάβει να ισχυριστεί κάτι λιγότερο προκλητικό. Εδώ ο Τζουλιάν Ασάνζ και ο Γέρων Παστίτσιος αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα.

Ο φερόμενος ως δράστης του φονικού της Πάρου, τον οποίο ακολουθούσα στο Twitter επειδή έτυχε να διαβάσω πρόσφατα κείμενό του όπου δε σκότωνε μπάτσους, είχαμε μάθει από τις εφημερίδες ότι:«διέθετε προσωπικό blog όπου αναρτούσε κείμενα στα οποία η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, είναι από δυσδιάκριτη έως ανύπαρκτη». Κι αυτό προφανώς ήταν καταδικαστικό. Ο Γκυ Ντε Μωπασάν ειρωνευόταν κάποτε αντίστοιχους γραφιάδες: «Ανάμεσα στους επαίνους βρίσκω την παρακάτω φράση, γραμμένη από τους ίδιους κονδυλοφόρους: Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του έργου αυτού είναι ότι δεν πρόκειται ακριβώς για μυθιστόρημα. Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με το ίδιο επιχείρημα: Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του συγγραφέα που μου έκανε την τιμή να με κρίνει, είναι ότι δεν πρόκειται για κριτικό».

Ο κατηγορούμενος θα έλεγε ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα των δικαστών που θα του κάνουν την τιμή να τον κρίνουν είναι ότι δεν είναι δίκαιοι. «Ο εγκληματίας δεν θα ήταν ένοχος αν ο δικαστής ήταν δίκαιος» έλεγε κάπου κι ο Φιοντόρ όμως δεν κατάφερα να βρω αν η φράση ανήκει στον Ρασκόλνικοφ, τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι με τον οποίο ο κατηγορούμενος έχει κάμποσα κοινά. Ο Θεοφίλου, ρίχνοντας μια ματιά στις σκέψεις του, γινόταν υπερβολικός, βιαστικός, ανυπόμονος, εμμονικός όπως εκείνος. «Ρε πούστη μου έχει η ομάδα έψιλον 1368 followers και εγώ 39» έγραφε σε ένα παλιό tweet. Όταν ένα πνεύμα καίγεται, όταν τα νιάτα χάνονται, η υποτίμηση της νοημοσύνης μπορεί να γίνει φυτίλι. Άλλο όμως η κρίση κι άλλο ο εγωισμός. Σε κάθε περίπτωση εντούτοις, η δημοσιογραφική προσέγγιση παρέμενε αφόρητα επιφανειακή. Φαίνεται να επινοήθηκε όπως εξάλλου και η τιμωρία προκειμένου να στήσει βιαστικά τον άνθρωπο στον τοίχο.

Κάθε φορά που ένας διανοούμενος χασμουριέται, η Πάολα γαβγίζει για να τον ξυπνήσει, έγραφα τις προάλλες, θέλοντας να πω πως είναι προτιμότερή η σιωπή των ανθρώπων των γραμμάτων παρά το τίποτά τους. Πολιτισμός δεν είναι να νυστάζεις. Ευαισθησία δεν είναι να γκρινιάζεις. Κουλτούρα δεν είναι να ακούς πολιτιστικές εκπομπές και να μιλούν σαν τους έχει βαρέσει ο ήλιος. Και τον κατηγορούμενο για το μόνο που δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις είναι για υπνηλία. «Κι όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». «Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου, τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα, οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη, δραπέτευσα». Θανάσης Παπακωνσταντίνου και Ρεμπώ, αυτά ήταν τα δυο τελευταία του tweets.

Οι πιστωτές ζητούν εγγυήσεις τα νησιά. Έχουν σχέδιο. Ξέρουν να το επιβάλουν. Οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι επισφαλώς εργαζόμενοι ζητούν αξιοπρέπεια και δεν ξέρουν από πού να πιαστούν. Ο αναρχικός κατηγορούμενος θα είχε σίγουρα στο μυαλό του το στιχάκι του Άσιμου:«Χιλιάδες σουπερμάρκετ γεμάτα πράγματα, γιατί δεν τα βουτάμε για τα γεράματα»; Η δράση του μαζί με το όπλο του, το νέο του βιογραφικό, υποσχόταν 100% επιτυχία. Τουλάχιστον μιλούσε τη γλώσσα του συστήματος. Επειδή είναι εύκολο στη χρήση και αξιόπιστο σαν τη νέα δανειακή σύμβαση. Τέρμα η μισθωτή σκλαβιά. Αρκεί να μη μας πιάσουν. 

Τρομερός ο πειρασμός της καλοσύνης (Μπρεχτ). Τρομερός κι εκείνος της τρέλας, όμως. Ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε. Μία τράπεζα ληστεύθηκε-ο Μπέρτολτ κι εδώ δίνει τη λύση με το γνωστό αφορισμό του. Υπερασπίζεσαι έναν άνθρωπο που ίσως είναι εγκληματίας θα με ρωτήσετε; Όχι. Θα έλεγα ότι υπερασπίζομαι το τεκμήριο αθωότητάς του και πως πονάω για τον ζωντανό άνθρωπο που φτάνει στο σημείο να εγκληματήσει. Ακόμα δεν έχω ξεχάσει ότι ο δράστης της ομηρείας στο εργοστάσιο εκείνο της Κομοτηνής άκουγε μαντινάδες κλαίγοντας μέχρι που πήρε την απόφαση να τους επισκεφτεί για να πάρει πίσω τη ζωή του. Όσο επικρατεί κοινωνική γαλήνη, οι νόμοι δίχως άλλο δεν είναι άσχημη ιδέα. Όχι όμως όσο τα ενεχυροδανειστήρια είναι καλύτερη.

Ο Πακιστανός μας τελείωσε νωρίς. Ο συνάδελφοι για κάμποσες μέρες είχαν βρει καινούριο τέρας για να μας τρομάξουν καθώς ο Σαμαράς επαναδιαπραγματευόταν τη διάλυση της χώρας. Αν αποδειχτεί πως ο Θεοφίλου ήταν τόσο μπλεγμένος, πως ήταν εκείνος που δολοφόνησε έναν άνθρωπο, δε θα πάρω. Τι να το κάνω το ανήσυχο πνεύμα του που τον έκανε ίδιο με το τέρας που υποτίθεται πολεμούσε; Ωστόσο η αδυναμία μας να βρούμε ακόμα και στα κείμενα ενός τρομοκράτη τις αλήθειες που μας αφορούν φαντάζει το λιγότερο ύποπτη. Δε βοηθάς την πραγματικότητα όταν την αντιμετωπίζεις όπως θα ήθελες να είναι. Αποκαλύπτει πόσο τη φοβάσαι. Η πρεμούρα να καταδικάσουμε τους ευαίσθητους ληστές σημαίνει πως μάλλον ανεχόμαστε χειρότερα εγκλήματα γύρω μας επιδεικνύοντας μεγαλύτερη κατανόηση. Το επιχείρημα ότι αυτά δεν κοστίζουν ανθρώπινες ζωές, θα ήθελα πολύ να το συζητήσουμε. Η υποψία σε συνδυασμό με την εμπειρία μας λέει πως μάλλον σε άλλα λάπτοπ κρίνεται το μέλλον. 

Είναι όμως αυτός ο δράστης; Ας περιμένουμε. Αναμφίβολα είναι ένας από αυτούς που εντοπίζει πάντοτε η ελληνική αστυνομία. Βλέπετε δεν είναι εφικτό ακόμη να συλλαμβάνει κομμάτια του εαυτού της.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

100 years ago

Στο Σαν Ντιέγκο, ο Τζακ Γουάιτ, μέλος των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, ο οποίος συνελήφθη το 1912 μαχόμενος υπέρ της ελευθερίας του λόγου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών στη φυλακή της πόλης, σιτιζόμενος μόνο με ψωμί και νερό, ρωτήθηκε αν είχε να πει κάτι ενώπιον του δικαστηρίου. Ένας στενογράφος κατέγραψε τα λόγια του:

Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του προς τους ενόρκους με κατηγόρησε ότι κατά τη διάρκεια μίας δημόσιας συγκέντρωσης είπα:«Στο διάβολο τα δικαστήρια. Εμείς γνωρίζουμε ποια είναι η δικαιοσύνη». Αν και ψεύδεται, εντούτοις είπε μια μεγάλη αλήθεια. Αν είχε ψάξει τις πιο κρυφές γωνίες του μυαλού μου, θα είχε ανακαλύψει αυτή τη σκέψη, την οποία δεν έχω ποτέ εξωτερικεύσει μέχρι σήμερα, αλλά το κάνω τώρα. «Στο διάβολο τα δικαστήρια. Εγώ γνωρίζω ποια είναι η δικαιοσύνη», επειδή εγώ έχω καθίσει στην αίθουσά σας τόσες μέρες και είδα ανθρώπους της δικής μου τάξης να περνούν απ’αυτό το εδώλιο που εσείς αποκαλείτε εδώλιο της δικαιοσύνης. Δικαστή Σλόαν, έχω δει εσένα κι άλλους ομοίους σου να στέλνετε ανθρώπους σαν εμένα στη φυλακή, επειδή τόλμησαν να παραβιάσουν το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Έχετε πλέον κλείσει τ’ αυτιά και τα μάτια σας στο δικαίωμα του ανθρώπου στη ζωή και την επιδίωξη της ευτυχίας και καταστρατηγείτε αυτό το δικαίωμα προκειμένου να προστατεύσετε το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κι έπειτα λες σ’εμένα να σεβαστώ το νόμο. Δεν τον σέβομαι. Έχω παραβεί το νόμο και το ίδιο θα κάνω με κάθε δικό σας νόμο και θα συνεχίσουν να με σύρουν ενώπιον σου κι εγώ θα λέω: «Στο διάβολο τα δικαστήριά σας. Εγώ γνωρίζω ποια είναι η δικαιοσύνη».   

(Από την Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών του Howard Zinn).

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Απουσιολόγιο

Το πεζούλι μοιράζει εφημερίδες δωρεάν. Πάρε κόσμε δυστυχία! Προσπέραση. Τέτοια αδιαφορία, πρώτη φορά. Δεν τις προσέχει κανείς. Δεν το φαντάστηκε ο διευθυντής. Γιατί να διαβάσει κανείς πόσο άσχημα περνάει, πόσο πρόωρα γερνάει; Η μόνη αρρώστια που δε θέλουν να τους θεραπεύεις είναι η ελπίδα. Γι’αυτό μισούν τον γιατρό όταν πεθαίνουν κι όχι επειδή δεν τους έκανε καλά. Όσοι τις συντάσσουν, οι τυχεροί του κλάδου, κάνουν ρεπορτάζ με αντικαταθλιπτικά.

Είσαι ολόκληρος μια δικαιολογία. Εφευρέθηκες την κατάλληλη εποχή για να κάνεις υπομονή. Έχεις πεθάνει και το ξέρεις. Ακούς την αντίστροφη μέτρηση, το τέλος, τον εκφασισμό, τον εμφύλιο αλλά το τρίτο πρόγραμμα σε παραμυθιάζει. Τίποτα πιο τρομερό από αυτόν που σου λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Οι φωνές πληθαίνουν, η βοή γιγαντώνεται, το αίμα στο Λεκανοπέδιο είναι στο πιάτο σου και δε σε πειράζει, είσαι Μάστερ Σεφ. Ποιον θα απασχολούσε η δολοφονία ενός δημοσιογράφου τέτοιες μέρες; Ούτε τον γλυκό Κουβέλη στο χορό των μπιζελιών, ούτε μία μέρα το πανελλήνιο δε θα συγκλονιζόταν. Έχει δουλειές, έχει δουλειά να βρει δουλειά, φεύγει εξωτερικό, δεν προλαβαίνει, δεν ευκαιρεί. Αναρωτιέσαι πού θα είχε φτάσει η ανεργία, σε τι ύψη θα ‘χε σκαρφαλώσει η βαρβαρότητα, αν δεν υπήρχαν λιμάνια και αεροδρόμια.


Οι δημιουργοί γυμνοί. Ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί; Με ποια αφορμή αν δεν ανήκεις στη Χρυσή Αυγή; Όσο αλωνίζουν, οι απόπειρες να υπάρξει πολιτισμός θα αποτυγχάνουν. Παραμένεις μπάσταρδο. Το παιδί που αναγνώρισε ο Πασχάλης είναι ο Ηλίας Κασιδιάρης. Ο μαχαιροβγάλτης θα κυβερνήσει επειδή είναι άφθαρτος. Εσύ απλώς δεν έχεις προϋπηρεσία. Σε αγγίζει κάποιος και εξαφανίζεσαι. Σαν χορευτικό σε ταινία του Δαλιανίδη. Λες να μείνεις σπίτι, να δεις ειδήσεις, μια βόλτα το πολύ με κανένα φίλο πιο άνεργο από σένα, με μια φίλη πιο μίζερη από παραπεταμένο αστό. Και σαν ανάχωμα απέναντι στο τέρας της Μεταπολίτευσης, αφού ο κόσμος προσπαθεί να επιβιώσει από θαύμα, αφού όταν είχε χρόνο δεν κατάλαβε, δε διάβασε, δεν είδε, δεν άκουσε, ακόμα και τώρα του αρέσει να μπερδεύεται, ξεπροβάλει ποιος άλλος, ο Πάνος Καμμένος, ο άνθρωπος που με τη ρητορική του ίσως φρενάρει το 12% που σε κάνει μαύρο στο ξύλο, μήπως φας κι εσύ μία μαχαιριά για να μη φοβάσαι πια.


Έχεις όμως σχέδιο εξόδου από την κρίση. Γίνεσαι τρελός οικειοθελώς, χάνεις φίλους λογικούς, παραμελείς το χιούμορ σου, τρομάζεις τους φιλήσυχους γείτονες, πάντως ψύχραιμος δε μένεις, ξεφτίλας δεν καταλήγεις, θα πρόδιδες τον εαυτό σου, τα νιάτα σου τα αλλήθωρα. Μιλάς εναντίον όλων, όχι από μίσος, ούτε από αγάπη, αλλά από απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον. Υπάρχει χρόνος να αναλύσεις. Δε θα κρυφτείς. Σιωπάς σε περίπτωση ανάγκης. Το δικαίωμα στη δολοφονία της έκφρασης ήταν ιερό. Κι αν κάτι φαντάζει πιο ασυγχώρητο από τη βουβαμάρα, είναι η φαντασία σου που σκότωσε το μίσος τους.
 


Βάζεις δάχτυλα στα αφτιά και τραγουδάς. Δεν είσαι στα
heil σου. Δε ρουφάς το χρυσό αβγό σου. Υποτιμούν οι κυβερνώντες τη νοημοσύνη σου αλλά κανείς δεν μπορεί να το κάνει καλύτερα από σένα. Επιβάλλεται να γίνεις άλλος κι ας μη γίνεις ποτέ ο άλλος. Αρκεί να μην παραμείνεις ίδιος, ο αδικαιολόγητος που την κρίσιμη στιγμή μάσησε τα λόγια του. Μέχρι στιγμής κόβεσαι από απουσίες κι έχεις για παρέα μια ολόκληρη χώρα. Φτου σου. Ετοιμάσου. Βγαίνεις.