Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Boycott Brazil 2014

Πριν 100 χρόνια μια μπάλα, για μία νύχτα, σταμάτησε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού όμως είναι το γοητευτικότερο θηλυκό του κόσμου, που όλοι επιθυμούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους, από τον πρόεδρο της Φίφα μέχρι τον τελευταίο παίκτη του στοιχήματος, μήπως να την ξεφουσκώναμε; O Χομεϊνί και οι Ταλιμπάν το έπραξαν. Μωρέ λες; Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει για εμάς, εδώ που φτάσαμε, αυτό το boycott Brazil 2014; Η καταδίκη του συγκεκριμένου Μουντιάλ είναι ένα ζήτημα στο οποίο οι περισσότεροι συμφωνούμε. Μια επίθεση όμως, χωρίς την ταυτόχρονη και σαφή υπεράσπιση του ποδοσφαίρου, δηλαδή την άμυνα, προσθέτει ένα ακόμη ουγκ. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι τέχνη. Κι όποιος προτείνει μποϊκοτάζ, χωρίς να διευκρινίζει αν το ποδόσφαιρο αξίζει να σωθεί, θυμίζει το φασίστα που απειλεί να κάψει τα βιβλία. Το ματς χάνεται με γκολ από τα αποδυτήρια.

Ο Τσε έλεγε ότι το ποδόσφαιρο είναι όπλο για την Επανάσταση. Κι ό,τι κι αν κάνει η Φίφα ή ο Καπιταλισμός, πάντα θα είναι όπλο για την Επανάσταση-στη Βραζιλία σε τελική ανάλυση τους δίνει αφορμή να εξεγερθούν παίζοντας μπάλα στα οδοφράγματα. Αρκεί να έχεις δει μια ντρίμπλα του Μπέργκαμπ, μια κούρσα του Ανρί, μία πάσα του Ζιντάν ή ένα φάουλ του Ντελ Πιέρο για να το αντιληφθείς. Τα πρόσωπα των παιδιών που την κλωτσάνε στο πάρκο θα ήταν το απόλυτο επιχείρημα υπέρ του. Ήταν εξάλλου ο (τερματοφύλακας) Αλμπέρ Καμύ που εξήγησε ότι η εξέγερση πρέπει να είναι δύναμη ζωής κι όχι θανάτου. Πώς στο καλό θα νικήσουμε, με τι ορμή, χαρά και πάθος; Το ζητούμενο θα ήταν να μη φτιάχνεται η μπάλα αυτή από κάποια άλλα παιδιά σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου. Στο "Μια θρησκεία χωρίς άπιστους", πάντως, δύο δημοσιογράφοι του Ριζοσπάστη (τότε), που θα είχαν ίσως κάθε λόγο να μισούν τα Μουντιάλ και να κραυγάζουν: «Πάλι ποδόσφαιρα θα δείτε;», την υπερασπίζονται συγκλονιστικά, αφού αποδεικνύουν ότι το ποδόσφαιρο θριαμβεύει γιατί είναι άπιαστο σαν όλα τα ωραία. Δίχως τη στρογγυλή θεά ο κόσμος θα ήταν πιο ζοφερός, η μπάλα απορροφά τη βία και δεν τη γεννάει, αποβλακώνει όποιον θέλει να αποβλακωθεί (όπως εξάλλου κάλλιστα μπορεί να κάνει και η Τέχνη), αφήνει να ονειρεύεται εκείνον που θέλει να ονειρευτεί, κάνει σοφότερο εκείνον που θέλει να στοχαστεί.

Το τραγουδάκι όμως είναι αδιέξοδο και ζητάει ξανά την πλήρη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης: Η φιλοδοξία είναι κακό πράγμα. Το εγώ είναι μισητό. Το ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων είναι του διαβόλου, το είπε και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Στο σχολείο θα πιανόμαστε χεράκι-χεράκι τα ευνουχισμένα αγοράκια και θα τερματίζουμε μαζί. Όλα τα ματς θα λήγουν 0-0. Τους έρωτες θα τους συμφωνούμε για να μη στεναχωριέται κανείς. Όσοι ξεχωρίζουν ή διαφέρουν, να το κάνουν διακριτικά, να μην πληγώνουν τα άλλα παιζζζάκια. Μόνο η αγάπη, δηλαδή ο φόβος σύμφωνα με τον ποιητή, θα μας ενώνει με τους άλλους. Ούτε έρωτας, ούτε θάνατος, ούτε φυσικά ζωή. Να ζήσουμε ήσυχοι και σκυθρωποί! Υπάρχει ένα τεράστιο μίσος για την ελευθερία πίσω απ' αυτά, που φοράει το μανδύα της παγκόσμιας ευτυχίας, ικανό να γεννήσει τους χειρότερους ολοκληρωτισμούς. Το γήπεδο παραμένει ωστόσο το μεγάλο σχολείο γιατί όλα είναι δρόμος. Στο γήπεδο μαθαίνεις να συγχαίρεις κάποιον που κάνει μια ωραία ενέργεια, να πασάρεις σε αυτόν που είναι σε καλύτερη θέση, να συνεργάζεσαι, να μη μισείς τον αντίπαλο, να είσαι δίκαιος σε ένα πεδίο όπου ο καθένας επιθυμεί να κλέψει και να αδικήσει, «να χάνεις και να μην αισθάνεσαι σκουπίδι, να κερδίζεις και να μην αισθάνεσαι Θεός» και δεκάδες άλλα πράγματα που σε κάνουν άνθρωπο. Να παλέψουμε κόντρα στη Φίφα και τους χορηγούς της, μάλιστα. Μην αφήσουμε όμως να αλωνίζουν κι όσοι το μόνο που βλέπουν είναι η Φίφα και οι χορηγοί της. Γνωρίζουμε τι μπίζνα είναι το παγκόσμιο ποδόσφαιρο και τι εγκλήματα διαπράχθηκαν στη Βραζιλία. Θα ήταν ζωτικό όμως να μπορούμε ακόμα να βλέπουμε με τα μάτια ενός μικρού αγοριού όσα θα μπορούσαν να μας εμπνεύσουν. Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα, έγραφε ο Σαραντάρης και δεν προτείνω κάτι λιγότερο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοργάνωση αποτελεί ληστεία σε βάρος του βραζιλιάνικου λαού. Κάτι μάθαμε από τους Ολυμπιακούς του 2004.

Είναι φυσιολογικό να μην καταλαβαίνει κάποιος πόσο μαγικό παιχνίδι είναι το ποδόσφαιρο όταν δεν το γνωρίζει ή οι εικόνες που έχει αφορούν αποκλειστικά στην ελληνική χουλιγκανική πραγματικότητα. Είναι όμως περίπου σαν να απαρνιέσαι την ποίηση επειδή γράφει και ο Μπογδάνος. Το Παγκόσμιο Κύπελλο θα το παρακολουθήσουμε για τον ίδιο λόγο που το παιδί, παρόλο που το σπίτι γκρεμίζεται, πάει και παίζει. Γιατί ο γάμος θα γίνει το βράδυ στην ώρα του, παρόλο που το πρωί στο ίδιο χωριό, είχανε κηδεία. Παίρνουν πολλά οι ποδοσφαιριστές; Σταμάτα να μιλάς σαν temporarily embarrassed millionaire, νομίζω ότι δεν αγαπάς τη δικαιοσύνη αλλά απλά ζηλεύεις. Τονώνει τον εθνικισμό; Απαγορέψτε το και θα τον τονώσουν τα βουνά και τα λαγκάδια. Μα να πανηγυρίσω γκολ που θα πανηγυρίσει κι ο φασίστας; Ναι. Και να το πανηγυρίσεις πιο πολύ. Από πότε σταμάτησες να φλερτάρεις την γυναίκα που γουστάρεις επειδή την διεκδικούν 45 κάγκουρες και 60 κλαρινογαμπροί; Ψόφος στα Μουντιάλ; Ψόφος, δεν έχω αντίρρηση, αφού συνεννοούμαστε με συνθήματα όλο και συχνότερα τελευταία. Ζήτω όμως το ποδόσφαιρο. Όπως θα ευχόμασταν ψόφο στον φασίστα Έζρα Πάουντ και θα λέγαμε ζήτω ο ποιητής Έζρα Πάουντ. Εφόσον ο καθένας μας έχει δεκάδες αντιφάσεις, θυμίζουμε τους Ναζί ή τους Τριανταφυλλόπουλους του κόσμου όταν απαιτούμε μια ανθρωπότητα καθαρή απ' το «κακό». Ο Κωστής Παπαγιώργης το έγραφε απλά: «Όσοι θέλουν ειρηνικούς αγωνιστικούς χώρους είναι όσοι θέλουν τους ζωντανούς χωρίς τους νεκρούς, τη μέρα χωρίς τη νύχτα, τις τράπεζες χωρίς τους ληστές».

Η υπερβολή στα Social Media έκλεψε την παράσταση. Για όσους άνοιξαν τώρα τους δέκτες τους, για να χρησιμοποιήσω ένα από τα χιλιάδες κλισέ του παιχνιδιού που μας κάνουν να γελάμε, θα έλεγε κανείς ότι οι φαβέλες δημιουργήθηκαν εξαιτίας του Μουντιάλ. Θέλουμε να ακουστεί η φωνή της πραγματικής Βραζιλίας, λένε πολλοί. Κατανοητό. Μια δήλωση υπέρ του ποδοσφαίρου, δεν κοστίζει παρόλα αυτά. Απεναντίας, επιλέγονται τίτλοι όπως: «Η μπάλα που σκοτώνει». Πρέπει να αμαυρωθεί λιγάκι και η μπάλα. Ο λεκές να μείνει και πάνω της. Δεν επιτρέπεται να χάνεις ούτε μισό θάνατο από το πρωί για να θεωρείσαι άνθρωπος. Δεν θα χαίρεσαι, δεν θα γελάς, και μέσα στην κατάθλιψη, αποκαμωμένος, απογοητευμένος, θα πέφτεις για ύπνο. Ο φόβος θα κερδίζει. Η επανάσταση θα μένει στα χαρτιά.

Θα παρακολουθήσω το Μουντιάλ για την ομορφιά των πρωταγωνιστών και των ιστοριών του όπως κάνω πάντα. Οι αμετανόητοι ποδοσφαιρόφιλοι γινόμαστε με κάθε ευκαιρία ίσοι και αντάξιοι ενός παιδιού, όπως ονειρευόταν ο Ρίλκε. Οι λαοί εξάλλου δεν χρειάζονται ούτε δυνάστες αλλά ούτε και προστάτες. Το ποδόσφαιρο είναι όπλο για την Επανάσταση. Εκεί τελειώνει κάθε συζήτηση, εκεί αρχίζει το ματς.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

(Δεν) Υπάρχουν άλλοι παράδεισοι

Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας· δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλιτώνοντας μας απ’ το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα Πεζά, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
 
 
Δεν υπάρχουνε παράδεισοι χαμένοι

Ο παράδεισος είναι κάτι που χάνεται καθημερνά

Όπως καθημερνά χάνονται η ζωή,

Η αιωνιότητα κι ο έρωτας.

Έτσι επίσης χάνουμε την ηλικία

Που, ενώ φαίνεται ν’ αυξάνει

Λιγοστεύει κάθε μέρα,

Γιατί ειν’ αντίστροφη η μέτρηση.

Ή έτσι χάνεται το χρώμα κάθε όντος, σα γυμνασμένο ζώο κατεβαίνοντας

Σκαλί σκαλί

Ώσπου να μείνουμε άχρωμοι

Και αφού ξέρουμε εξάλλου

Πως δεν υπάρχουνε ούτε μελλοντικοί παράδεισοι

Δεν απομένει πλέον άλλη σωτηρία

Απ’ το να γίνει ο καθένας μας παράδεισος.

Ρομπέρτο Χουαρόθ, Κατακόρυφη Ποίηση, Εκδόσεις Τα τραμάκια, Μετάφραση Αργύρη Χιόνη.