Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Αντιπαράθεση μέχρι θανάτου


Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πως είμαστε χειραφετημένος λαός. Λέμε ότι είμαστε δημοκράτες, ότι αγαπάμε την ελευθερία, ότι είμαστε απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις και μίση. Εδώ είναι το χωνευτήρι, η έδρα ενός μεγάλου πειράματος της ανθρωπότητας. Όμορφες λέξεις, γεμάτες ευγενικό, ιδεαλιστικό συναίσθημα. Στην πραγματικότητα είμαστε ένας χυδαίος, πιεστικός όχλος με πάθη που εύκολα υποκινούν οι δημαγωγοί, οι δημοσιογράφοι, οι θρησκόληπτοι αγύρτες, οι ταραχοποιοί και άλλοι παρόμοιοι. Το να αποκαλείς τέτοιο κατασκεύασμα κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων είναι βλασφημία. Χένρι Μίλερ. Κλιματιζόμενος εφιάλτης.


Η πρώτη ενδεκάτη Σεπτεμβρίου της Ιστορίας είναι εκείνη της Χιλής το 1973 με το αιματηρό πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ και τη βοήθεια της C.I.A. Η δεύτερη, σε αμερικανικό έδαφος το 2001, σηματοδότησε την έναρξη του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας για καλή τύχη των Νεοσυντηρητικών. Η τρίτη ανήκει στην 9χρονη Κριστίνα Τέιλορ Γκριν, το μικρότερο θύμα του μακελειού της Τουσόν, γεννημένη εκείνη τη μέρα που ο κόσμος άλλαζε.

Μία εβδομάδα μετά τους πυροβολισμούς που πήραν τη ζωή πέντε ακόμα ανθρώπων, η Τάιμς Σκουέρ φιλοξενούσε τον διαγωνισμό της μεγαλύτερης σε διάρκεια χειραψίας, απονεμήθηκαν οι χρυσές…σφαίρες, ήταν η μέρα του MLK και μίας βόμβας που δεν έσκασε ποτέ, τα γενέθλια του Άλι και της Μισέλ Ομπάμα. Στην Αριζόνα, τον τόπο της τραγωδίας, μεγάλα πλήθη συνέρευσαν για να απολαύσουν μία επίδειξη όπλων ενώ το ημιαυτόματο του δράστη ζούσε το αμερικανικό όνειρο χάρη στην εγγυημένη αποτελεσματικότητά του κάνοντας χρυσές πωλήσεις. Οι νομοθέτες της πολιτείας, θορυβημένοι, προτίθενται να κάνουν, άμεσα, λιγότερο αυστηρούς τους νόμους για την οπλοκατοχή, καθώς αυτό επιβάλλει η τετράγωνη αμερικανική λογική.

Το Πάρτυ που διασκεδάζει πίνοντας τσάι θα ευθυνόταν για την τραγωδία μόνο αν κάποιος αποδείκνυε ότι το ρόφημα μετατρέπει τη διέγερση σε αμόκ. Η συζήτηση που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι Δημοκρατικοί επικοινωνιακά, στην πραγματικότητα, επιχειρεί να κλείσει με συνοπτικές διαδικασίες μια μεγαλύτερη με τρόπο βιαστικό. Το μακελειό στην Αριζόνα δεν είναι παρά η παράπλευρη απώλεια ενός μεγαλύτερου και αέναου μακελειού που συντηρεί το πολιτικό ριάλιτι, μπροστά στο οποίο το ελληνικό Big Brother θυμίζει αίθουσα τέχνης. Η δύναμη της Αμερικής εξαρτιόταν ανέκαθεν θετικά από το μέγεθος του κακού στο οποίο μπορεί να υποβάλλει τους πολίτες της και τους ξένους αμάχους: 30 χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο με ένα από τα σχεδόν 300 εκατ. όπλα που υπάρχουν στις Η.Π.Α –η αντιστοιχία είναι ένα όπλο για κάθε κάτοικο. Η γερουσιαστής Γκάμπριελ Γκίφορντς που φαίνεται να τη γλιτώνει, αν και Δημοκρατική, είναι υπέρ της οπλοκατοχής και εδώ μια δίκαιη αλληλουχία επιχειρημάτων θα έλεγε: Τα όπλα σκοτώνουν. Η γερουσιαστής είναι υπέρ τους. Άρα η γερουσιαστής αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.

Δεν υπάρχει όμως θετική αυθάδεια στο ασφυκτικό πολιτικό τοπίο. Η υπεράσπιση της οπλοχρησίας από προνόμιο των Ρεπουμπλικάνων εξελίχτηκε σταδιακά σε συνταγματικό εχέγγυο προσωπικής ελευθερίας. Ο ατομικισμός, αφού απομόνωσε τους πιστούς του, άφησε στο πέρασμά του μόνο φανς και μπιλίβερς. Κάπως έτσι τα όπλα έγιναν απαραίτητα εφόσον ορκίστηκαν να υπερασπίζονται σθεναρά την αγία ιδιοκτησία. Στην Αμερική της Πίστης και της Πίστωσης(Γ. Παπασωτηρίου), του πολιτισμού του Χάξλει για τους μέσα και του Όργουελ για τους έξω (Πόστμαν), το απαράδεκτο ήταν τώρα να μην πιστεύεις-και τι πιο απαράδεκτο από το να μην πιστεύεις στη δίκαιη κατανομή των όπλων. Είσαι απόλυτα ελεύθερος να αλλάζεις ιδεοληψίες αλλά απαγορεύεται να μην έχεις μερικές. Η κριτική, που είναι ο κανόνας στην Ευρώπη, έγινε η εξαίρεση στην Αμερική. Οι Ευρωπαίοι έλεγαν ψέματα όσο οι Αμερικάνοι έκαναν λάθη. Η σκέψη δεν φαινόταν χρήσιμη σε έναν λαό που σηκωνόταν από νωρίς και έτρωγε έναν Θεό καπιταλιστή ο οποίος προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζήτηση είχε υιοθετήσει τρεις γιους: έναν Λευκό, έναν Μαύρο και έναν Ισπανόφωνο.

«Αυτή η λαίμαργη δημοκρατία που κατέψυξε το φαί της προτού το κάψει, και ευχαριστιόταν να γλείφει το κέτσαπ από τηγανητές πατάτες τόσο μουσκεμένες που γλιστρούσαν απ’τα δάχτυλα σαν σκουλήκια» με τα λόγια του Μέιλερ, δεν είναι διατεθειμένη για κανέναν νεκρό να θέσει ζήτημα αναθεώρησης ούτε στον τρόπο ζωής της ούτε στον τρόπο θανάτου της. Η σπουδαία αυτή χώρα συνήθισε να βιώνει χωρίς γιατί τους εφιάλτες της, εξαιτίας του βίαιου ακρωτηριασμού του κοινού νου της. Ως γνωστόν εκείνος δεν αναγνώριζε πια δείκτες εγκληματικότητας αλλά μονάχα μεμονωμένους εγκληματίες. Το μάτι μόνο φαινόταν να προοδεύει στον εντοπισμό δυνητικών δραστών με τη συμφοιτήτρια του Λόφνερ να προβλέπει πως είναι «ένας απ' αυτούς τους τύπους που βλέπουμε τη φωτογραφία του στις εφημερίδες αφού εισβάλει σε μια τάξη με ένα αυτόματο όπλο». Η παρατηρητικότητά της εντούτοις δεν απέτρεψε το μακελειό.

Η τιμωρία ωστόσο καθίσταται ικανή να την εξαγνίζει όσο την αποδέχεται στωικά. Όταν το σοκ υποχωρεί, το δράμα φαντάζει έξαφνα εξαιρετικά οικείο και ο δράστης που μέχρι πριν από λίγο θεωρούνταν απόβλητος, αντιμετωπίζεται επιτέλους με κατανόηση και ενδιαφέρον-κάθε που αναρωτιέται πώς μπόρεσε κανείς να κάνει κάτι τέτοιο δεν εννοεί παρά τα ελλιπή μετρά ασφαλείας. Η τραγωδία διαδραματίζεται νομοτελειακά σαν να ήταν από πριν κομμάτι των υποχρεώσεών της και εξαντλείται πρόσχαρα όπως το νέο χιτ της Γκάγκα, όπως τα εισιτήρια μιας ακόμα πολυδιαφημισμένης Action Movie. Η επίφαση κάθαρσης επιτυγχάνεται μέσω του σωστού ρυθμού και τόνου στην προεδρική ομιλία που οφείλει να κλείσει μέσα της όλο το συναίσθημα και την υποκρισία ενός χιλιοπαιγμένου σόου. Αυτή είναι η επιθυμητή κατάληξη των σφαιρών: Η αυτοεπιβεβαίωση του μεγάλου έθνους και ο καθησυχασμός τραυματιών και τηλεθεατών. Η επιστροφή στην παράδοση μεταφράζεται σε ψήφο εμπιστοσύνης προς τους οπλισμένους πολίτες.

Αυτή η τέλεια οργανωμένη σύγχυση είναι αποτέλεσμα της πιο επιθετικής πλύσης εγκεφάλου που ξεκίνησε δειλά από τα πρώτα βίντεοκλιπς και επεκτάθηκε αργότερα στο infotainment. Τα ασυνάρτητα βίντεο του Λόφνερ, κλείνουν μέσα τους όλο το αναπόφευκτο μιας μεταδοτικής παράνοιας που έχει εισχωρήσει στα πάντα. Δημοσιογράφοι που υποστηρίζουν παρόμοια πράγματα με τον δράστη, χρησιμοποιώντας καλύτερα το συντακτικό, δεν θεωρούνται περιέργως εξίσου επικίνδυνοι. Το χρέος της χυδαιότητας να ξεπερνά τον εαυτό της και η μονοτονία της προπαγάνδας, εκλογίκευσαν τη μισαλλοδοξία στρώνοντας στον φόβο το χαλί. Κήρυκες νέας κοπής ξεκίνησαν να συνθέτουν το ελκυστικότερο ψέμα για τα συμφέροντα που το χρηματοδοτούν, εξασφαλίζοντας την επιτυχία της επένδυσης. Δίπλα σε ατσαλάκωτους αναλυτές και δημοσιογράφους, προστέθηκαν καινούρια φυντάνια που παραλογίζονται on camera. Λαλίστατοι οι νέοι ντελάληδες, ενεργητικοί, επιθετικοί και αποφασισμένοι, δεν αρκούνται στο να πείσουν. Σκοπός τους να κατακτήσουν καθώς θα εξερευνούν τα όρια της υπερβολής-οι αντιδράσεις στις δηλώσεις Πάγκαλου φαίνονται πεισματάκια μπροστά στα μίση που εκείνοι υποδαυλίζουν.

Ξεχάστε τους σοβαρούς και ατσαλάκωτους αναλυτές, εκείνους στους οποίους δινόταν ο λόγος με την προϋπόθεση να μην έχουν τίποτα να πουν. Οι νέοι είναι πιο θρασείς, πιο συναισθηματικοί και περισσότερο προσηλωμένοι στο στόχο που δεν είναι άλλος από την κατασκευή νέου τύπου ατόμων, περισσότερο φοβισμένων, περισσότερο χειραγωγήσιμων. Το κοινό τους σημείο είναι πως όλοι πια λένε την αλήθεια ειδικά από τότε που εκείνη, λόγω δυσκολιών και απαγορεύσεων στη μετάδοσή της, υποβιβάστηκε σε μια ιστορία, προσιτή όσο η αγορά ενός όπλου. Ήτανε πλέον αδύνατο να αντισταθείς σε κάτι που δεν αναγνωρίζεις. Ο Γκλεν Μπεκ περπατούσε στα βήματα του Κινγκ, παρουσιαστές πρότειναν την εκτέλεση του Ασάνζ, γερουσιαστές τη συχνότερη χρήση της θανατικής ποινής. Ο ύψιστος φιλοσοφικός λόγος γνωμοδοτούσε με τα χείλη της Όπρα(Αρανίτσης), η προδοσία του Λεμπρόν επισκίαζε τις αποκαλύψεις των Γουικιλίκς, οι μουσουλμάνοι θεωρούνταν ανεπιθύμητοι στο Ground Zero, ο αυνανισμός ήταν, λίγο ή πολύ και γιατί όχι, μοιχεία, η νέα ατζέντα χαρασσόταν στην παλάμη της Πέιλιν, η εξωσυζυγική σχέση έγινε ηθικά λιγότερο αποδεκτή από τη θανατική ποινή. Η Αμερική έγινε βαθμιαία αυτό το πράγμα που μπορεί να κάνει τον Ασάνζ, Μπιν Λάντεν και τον Ομπάμα, Μπους, η χώρα των θαυμάτων αλλά και το τέλος του νοήματός τους.

Κάθε μέρα έγινε και μια προσπάθεια να μην αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο αφού, ούτως ή άλλως, το τελευταίο δεν μπορούσε πια να οριστεί. Ο καπιταλισμός περνώντας το κατώφλι του Mall των ονείρων του ξεδίπλωνε ελεύθερα όλο το μεγαλείο της ανοησίας του. Η μνήμη δεν διαρκούσε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα, η νοσταλγία δεν συμβάδιζε με το κυνήγι του κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ευτυχία, το παρελθόν εμπόδιζε τη δημιουργική αφομοίωση της φιλοσοφίας των νέων γκάτζετς, το αυθεντικό εκδιώχθηκε επειδή της έκοβε την όρεξη, επειδή της χαλούσε τη διάθεση.

Επομένως αν παρατηρούσες τις εξελίξεις κριτικά πήγαινε να πει ότι η προσοχή σου είχε αδικαιολόγητα αποσπαστεί και η τηλεόραση αναγκαζόταν να σε τρομάξει περισσότερο. Ο κόσμος γινόταν πιο κατανοητός και εύπεπτος χωρίς ιδέες, ιστορία, δικαιοσύνη και ευθύνη. Η ανθρώπινη κοινωνία απορρίφθηκε σαν μια υπερτιμημένη κομμουνιστική ουτοπία. Ο Μέιλερ πίστεψε ότι ο Όσβαλντ σκότωσε τον Κένεντι, ο Άλι αρρώστησε, ο Γουντγουόρντ απομυθοποιήθηκε · Ήρθε ο Τάισον, η Πάρις, ο Μπίμπερ. Χάνοντας τη δύναμη να δημιουργεί ψευδαισθήσεις, ξεχνώντας στο ασπρόμαυρο Χόλυγουντ την αισθητική και τον αισθησιασμό της, συνέχισε να εντυπωσιάζει αλλά σταμάτησε να σαγηνεύει, προτιμώντας τελικά να ξεφορτωθεί τους σκελετούς που την ενοχλούσαν μαζί με την ντουλάπα.

Έχοντας παρακολουθήσει τόσες φορές την καταστροφή της, η Αμερική θα εκπλαγεί αν τελικώς επιβιώσει και προς το παρόν τρέχει φορτωμένη με πληροφορίες μπας και προλάβει την προβολή ενός ακόμη προεπιλεγμένου θανάτου της. Αν επιβραδύνει την περιμένει κατάθλιψη, αν επιταχύνει περισσότεροι εφιάλτες. Η μεγαλύτερη εχθρός της είναι δίχως άλλο η ψυχική ισορροπία· το μόνο που φαίνεται ότι μπορεί να την τρομάξει είναι η νηφαλιότητα, το μόνο που δύναται να τη νυστάξει η κριτική σκέψη, το μόνο που την απειλεί η διαύγεια. Καταδικασμένη στο ψεύδος και την παρακμή, ξυπνάει με μοναδική έγνοια την επανάληψη των λαθών της, την ψυχική υγεία των νεκροθαφτών της, το ζέσταμα της μηχανής του κιμά για τους λιγοστούς εναπομείναντες υγιείς εγκεφάλους της. Είναι πια και επισήμως λασκαρισμένη.

Τι κι αν ο Ομπάμα μας χάρισε μια ακόμα όμορφη ομιλία; «Θέλω η Δημοκρατία μας να είναι τόσο καλή όσο την φαντάστηκε η Κριστίνα» είπε, ένας άγγελος που η ομορφιά του παιδικού της προσώπου κοστίζει όσο 500 εκατομμύρια Facebook. Με 14,5 εκατ. παιδιά κάτω από το όριο της φτώχειας, 16, 7 εκατ. να ζουν σε οικογένειες που δυσκολεύονται να βάλουν φαγητό στο τραπέζι και 1,5 εκατ. άστεγα, το στοίχημα του είναι το λιγότερο επισφαλές. Αδικώντας την μικρή καθώς την φαντάζεται να παίζει στον παράδεισο, ο πρόεδρος βιάζεται να κοιτάξει μπροστά παραφράζοντας τον Ντοστογιέφσκι: Αν υπάρχει παράδεισος, που σίγουρα δηλαδή υπάρχει και είναι και αμερικανικός, όλα επιτρέπονται. Ξεφορτωνόμαστε τη μικρή, κρατάμε το μίσος και ξαναοπλίζουμε.

Η Αμερική υιοθέτησε τη θεωρία του μοναχικού της τρελού όταν ακόμα δεν ήταν πάνοπλος και έτοιμος να εκτελέσει την αποστολή του. Τώρα ο διαταραγμένος της, αυτός ο μοναχικός τύπος που αποφεύγουν επιδεικτικά τα πιστά και αμήχανα τέκνα της, η ξεκούραστη λύση στα εγκλήματά της την δεκαετία του ’60, το κομμένο της πλάνο, πιστό αντίγραφο του Όσβαλντ, περνάει στην αντεπίθεση και την αποτελειώνει σαν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, φορώντας μάλιστα στρινγκ. 245 ελαφρότερα διαταραγμένοι τύποι στο Κογκρέσο απειλούν να της στερήσουν την Μεταρρύθμιση στην Υγεία, το Ιράκ του Μπαράκ σύμφωνα με τον ιεροεξεταστή Ο Ράιλι, και ξανακλέβοντάς της την αξιοπρέπεια να μην την ανταμείψουν ούτε κατ’ελάχιστο για τη σωστή επιλογή της τον Νοέμβριο του 2008, το μαγικό εκείνο βράδυ που οι πολυάριθμοι εχθροί της την ερωτεύονταν ξανά.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Like

Ακολουθεί συλλεκτικό βρωμόστομο ποστ.

Στάτους διαγραφής προφίλ 1

Ως εδώ ήτανε! Αποχωρώ εντός ολίγων ημερών από τούτο το μάταιο διαδικτυακό κόσμο όπου «επιτηρούμε τις μοναξιές μας» και κλείνω τους λογαριασμούς μου με τον κύριο Zuckerberg. Μου πήρε 1,5 ώρα για να σημειώσω τα mail ολονών σας-κάποια ακόμα μου λείπουν. Καλός φίλος δεν ήμουν παρόλο που ήμασταν ένα κλικ μακριά. «Η σχέση με τους φίλους μας στο Facebook οφείλει να στηρίζεται στην αμοιβαία αδιαφορία. Μόνο έτσι μπορεί να θεωρείται επιτυχημένη». Ε λοιπόν δεν γουστάρω να επαληθεύω άλλο αυτό τον αφορισμό. Κάτι μου λέει ότι έτσι θα μιλάμε συχνότερα, θα ανταμώνουμε συχνότερα, θα αγαπιόμαστε συχνότερα. Ποιά είναι αυτή η Γκόλντμαν Σακς; Τι κάνει το Fb τα στοιχεία μας; Είναι υπερβολικό αν λέγαμε πως κατά κάποιο τρόπο, όσο εφιαλτικό κι αν ακούγεται, ό,τι γράφουμε χρησιμοποιείται εναντίον μας; Δεν ξέρω. Όσοι μ'αγαπούν, τον Pasaena τον γνωρίζουν. Εκεί γράφω για «να σμίξω τον κόσμο, όχι για να ξεχωρίσω απ'αυτόν». Θα με βρίσκουν εκεί. Μπορώ να πω ότι διασκέδασα αφάνταστα μπαίνοντας στα προφίλ σας. Θα ήθελα να κάνετε το ίδιο και να φτιάξετε βαλίτσες και εσείς σιγά σιγά για άλλες πολιτείες, πιο ερωτικές και πιο αληθινές. Δεν τρέφω αυταπάτες ότι κάνω κάτι σημαντικό. Είναι όμως εδώ που φτάσαμε το ελάχιστο. Μια ωραία αρχή τώρα που έρχονται τα χειρότερα. Δεν αλλάζω γνώμη, δε θέλω να μου κάνετε ερωτικές εξομολογήσεις, δεν τρώω μύγδαλα και δε χανόμαστε!

Στάτους διαγραφής προφίλ 2

Σόρυ που θα σας πρήξω μέχρι να αποχωρήσω! Θέλω να καταστήσω σαφές πως δεν την κάνω επειδή δεν διασκεδάζω στο Fb. Η διαγραφή του προφίλ μας επαφίεται πλέον στον πατριωτισμό μας-να ένα άρθρο του Συντάγματος προς αναθεώρηση. Σας καλώ να το σκεφτείτε και εσείς. Αρνούμαι αυτή τη σχιζοφρένεια(να κράζω και να συμμετέχω), αρνούμαι να είμαι παιδί της Γκόλντμαν(τα παιδιά που κάνουν το έργο του Θεού όπως λένε), αρνούμαι την εξουσία τους πάνω στον κόσμο. Fb Λελέ!


Σχόλιο


Πρόσφατα μια ώριμη γυναίκα παίζει στο Money Drop με την κόρη της. Στην προτελευταία ερώτηση ρισκάρει και δικαιώνεται. Η τύχη της χαμογελά. Αποκτά αυτομάτως τη δυνατότητα να φύγει με λεφτά από το πλατό. Ούτε όμως την τελευταία απάντηση γνωρίζει. Αντί να μοιράσει τα χρήματα στις δύο επιλογές, ρισκάρει και πάλι. Η τύχη, αυτή τη φορά, την τιμωρεί και χάνει τα πάντα. Είναι άπληστη; Δεν μπορώ να απαντήσω καταφατικά. Πώς γίνεται να είσαι άπληστος πριν ακόμα κερδίσεις οτιδήποτε;

Η είδηση, λίγες μέρες μετά την εκπομπή, ήταν σαφής. Η Γκόλντμαν Σακς, «αυτή η τεράστια σουπιά-βρικόλακας που γαντζωμένη στο πρόσωπο της ανθρωπότητας ρουφάει ανελέητα από το αίμα της οτιδήποτε μυρίζει χρήμα» σύμφωνα με τη διάσημη φράση του δημοσιογράφου Ματ Ταΐμπι επενδύει 450 εκατ. δολάρια στο Facebook, το Social Media που άλλαξε το τοπίο του αυνανισμού προκαλώντας τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας: τώρα πια δεν είσαι αναγκασμένος να τον παίζεις για τις διάσημες-έχεις άπειρες φωτογραφίες με ημίγυμνες φίλες σου.

Παρά την διεθνή κατακραυγή, το μίσος που υπάρχει στην Αμερική για τον επενδυτικό κολοσσό, τα λίγα δημοσιεύματα στον Τύπο και την ιδιαίτερα αποκαλυπτική εκπομπή των Φακέλων για τα Ασφάλιστρα Κινδύνου, κομμάτι της ελληνικής δημοσιογραφίας παραμένει στην κοσμάρα του. Παρουσίασε την είδηση αντικειμενικά, όπως του αρέσει, παραθέτοντας το αχαρακτήριστο: «Η Γκόλντμαν Σακς, που θεωρείται παγκοσμίως ως η πιο διορατική στις τοποθετήσεις της….». Είναι πράγματι φίλε συντάκτη διορατική: στο να πετάει ανθρώπους από τα σπίτια τους, στο να βγαίνει η μεγάλη κερδισμένη του πακέτου διάσωσης, στο να βρίσκεται σχεδόν παντού και πουθενά. Είναι οι ίδιοι ανίκανοι δημοσιογράφοι που περιγράφουν ευλαβικά τις διακυμάνσεις στα συναισθήματα των αγορών παρόλο που ακόμα και ο ίδιος ο διάβολος, ο Τζορτζ Σόρος, έχει δηλώσει στο παρελθόν πως «μόνον οι ηλίθιοι πιστεύουν πως οι αγορές έχουν συνείδηση, οι ηλίθιοι και οι καθηγητές που κατέχουν έδρες οικονομολογίας».

Ο Τύπος όμως δεν είναι το θέμα μας σήμερα. Ο Σταντάλ εντόπιζε τη δικαιολογία του Θεού στο ότι δεν υπάρχει-μια φράση που ζήλευε ο Νίτσε. Στην «Εξομολόγηση ενός διεφθαρμένου τραπεζίτη», ο ανώνυμος συγγραφέας του υποστηρίζει ότι το μόνο που δικαιολογεί τους Υπουργούς Οικονομικών είναι ότι «στην πραγματικότητα, δεν καταλαβαίνουν τίποτα». Ο κύριος Μιχάλης Χρυσοχοίδης στα Νέα πάει αυτό το έλλειμμα αντίληψης ένα βήμα παραπέρα μιλώντας στη Μίρκα Παπακωνσταντίνου: «Αλήθεια σας λέω, ακόμη και τώρα που είμαι αρμόδιος υπουργός, δεν ξέρω πώς ακριβώς λειτουργεί το Χρηματιστήριο και ούτε θέλω να μάθω». Πάρτε το λοιπόν από μπροστά του να μη το βλέπει και ξεράσει ο άνθρωπος. Στην Αμερική όπου η ανεργία σκαρφάλωνει στο 10%, σχεδόν πριν από ένα μήνα ανακοινώθηκε ότι η Wall Street μοίρασε το 2010 το ποσό ρεκόρ των 144 δισ. δολαρίων σε μπόνους. Αλλά ο κύριος Χρυσοχοίδης, επηρεασμένος από την στάση ζωής της Στέλλας Μπεζαντάκου απεναντι στο Δ.Ν.Τ, δεν θέλει ούτε να το ακούει.

Η εκκεντρική, λοιπόν, σχεδόν γραφική αλλά πολυαναμενόμενη διαγραφή του προφίλ μου, το μόνο που κατάφερε είναι να με καταστήσει στα μάτια των φίλων μου ακόμα πιο περίεργο-επιστήμονες θα έρθουν να με μελετήσουν από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αυτά τα μπάσταρδα της Γκόλντμαν έχουν πιάσει το νόημα της ζωής κι εγώ το αρνούμαι επειδή με ενοχλεί που δεν είμαι ένα από αυτά. Ο υστερικός Μαξ Κάιζερ, πρώην παιδί της Wall Street, μοιάζει στα μάτια πολλών με μετανοημένη πορνοστάρ που υποστηρίζει το δικαίωμα του Θεού σε έναν κόσμο χωρίς σπέρματα και πέη. Η Ντίσνειλαντ του χρήματος, ο τζόγος για τον τζόγο, το ρίσκο για το ρίσκο, το κέρδος για το κέρδος, μπορούν να γίνουν δικά σου αν αναλύσεις σωστά τον αστρολογικό χάρτη των μετοχών. Οποιαδήποτε απόπειρα υπογράμμισης των γεγονότων μυρίζει ηθικολογία, εκλαμβάνεται σαν επίθεση εναντίον του επιχειρηματικού κόσμου και της ασύδοτης αγοράς, σαν προσπάθεια εξάλειψης της μόνης μορφής ζωής που αξίζει τον κόπο της μάνας που αναθρέφει το γιόκα της, παράπονο αγάμητης γεροντοκόρης που καλεί την αστυνομία με το που ξεκινήσει η μουσική στο πάρτυ του γείτονα. Πώς να το κάνουμε; Είναι μίζερο να τα βάζεις με την εξουσία όταν μπορείς να τον τρως από τον κώλο ή όταν ακόμα προλαβαίνεις να αλλάξεις ομάδα και να φορέσεις τη φανέλα των σατανικών νταβατζήδων σου.

Και δόξα τω Θεώ, έχει απ’όλα ο μπαξές των αγορών. Η Wall Street, το alter ego της C.I.A, μπορεί να ρίξει κυβερνήσεις, να προπαγανδίσει, να διαφθείρει, να ελέγξει, να δημιουργήσει κρίσεις. Εξουσία, ίντριγκες, απάτες, παιχνίδια, ανατροπές, γκόμενες, ψέματα και κυρίως νέα προϊόντα και συνεχής καταστρατήγηση των κανονισμών. Οι υπεραθλητές τρέχουν συνεχώς όλο και πιο γρήγορα σπάζοντας κάθε ρεκόρ και η πολιτική, παγκοσμίως, παριστάνει τη Wada. Σε αυτή τη σαπουνόπερα της εξουσίας, κατά κύριο λόγο, πρωταγωνιστούν άντρες που στη σχολική τους αυλή ήταν αόρατοι. Αν δεν ξεπεράσουν τώρα, σήμερα κιόλας, τα όρια, δεν έχει γούστο το παιχνίδι. Τα παιδιά, είναι προφανές, πως δεν χρειάζονται κανόνες αλλά την νταντά αμέσου δράσεως. Φαίνεται παράδοξο όμως δεν είναι: εκεί μέσα, δίπλα στους δείκτες, χτυπάει η παιδική ψυχούλα της ανθρωπότητας.

Αν είσαι αρσενικό και δε διασκεδάζεις με όλα αυτά, έχεις πρόβλημα. Αρκείσαι στο να τους τραβάς το αυτί, τους λες ότι με τη γιαγιά δεν θα παίζουν ούτε θα την σέρνουν, δεν θα της καταστρέφουν το πλεκτό ούτε θα της αλλάζουν τα χάπια για την πίεση, αρκείσαι τελικά σε αυτό που λέει ο Ζίζεκ: νομίζεις ότι κάνεις κάτι πολύ ανατρεπτικό ενώ στην πραγματικότητα σκονίζεις τα αρχίδια της εξουσίας. Η απληστία εξάλλου «είναι καλό πράγμα» όπως έλεγε ο Γκόρντον Γκέκο από το 1987. Στην επιστροφή του προσθέτει και μία δόση Βουλγαράκη: είναι και νόμιμο. Μπορεί να μην κάνει τον χρηματιστή ή τον τραπεζίτη καλύτερο άνθρωπο, τον κάνει όμως καλύτερο στη δουλειά του-ποιος θέλει εκτός από μένα να είναι αποτυχημένος;

Προβληματίζομαι: υπάρχει άραγε σοφία πίσω από τη σχιζοφρένεια που θα μας κρατήσει στο Facebook όλη τη νέα τρομακτική χρονιά να παραπονιόμαστε για τα νέα μέτρα; Όταν κανείς δεν ακούει αυτό που έχεις να του πεις, αρχίζεις να πιστεύεις ότι και εσύ επιχειρηματολογείς απλά για να παίξεις ένα παιχνίδι-αν συμβαίνει αυτό ομολογώ πως πρέπει να είμαι από τους πιο βαρετούς και προσεκτικούς παίκτες του αθλήματος. Ο λήθαργος μας είναι υπαρξιακός: δοκιμάζει το θάνατο. Η φτώχεια των φτωχών είναι προσωπικό δεδομένο που δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί το Facebook, λεπτό ζήτημα στο οποίο δεν επιθυμούν να εμπλακούν άμεσα τα διακριτικά hedge funds.

Μια ένσταση επίσης με βαραίνει και θέλω να ακουστεί: ακούω και ξανακούω ότι η ζωή είναι ωραία λες και βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού και απειλώ ότι θα αυτοκτονήσω. Σας απαντώ ότι κάνετε λάθος. Η ζωή δεν είναι ωραία · η ζωή είναι υπέροχη, είναι θαύμα ανυπέρβλητο και αξεπέραστο, δώρο ανεκτίμητο που αν δεν υπήρχε ο Δαρβίνος θα παρέμενε ανεξήγητο μυστήριο. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οφείλουμε να διαβάζουμε, να πολεμάμε, να γευόμαστε όλα τα σκατά της και να την υπερασπιζόμαστε-δεν δικαιούμαστε να την αφήσουμε να πωλείται μόνο από επιλεγμένα καταστήματα πολυεθνικών και τραπεζών. Η μονότονη έκκληση για θετική σκέψη είναι σαν εξεταστική της Βουλής · επιστρατεύεται για να κουκουλώσει ένα μεγάλο σκάνδαλο. Κι όσο συνεχίζετε να μου λέτε ότι η ζωή είναι ωραία, λες και υπήρχε περίπτωση να μην το έχω προσέξει ή βιώσει, φοβάμαι πως εννοείτε τη δική σας.

Αφού επένδυσαν στη χρεοκοπία μας, επενδύουν στα προφίλ μας. Πού βρίσκετε το περίεργο; Αφού δεν θυσιάζουμε τον εικονικό κύκλο γνωριμιών μας, θα θυσιάσουμε το μισθό και τη ζωή μας, που εξάλλου κατάντησε μία φούσκα και μισή. Τι πιο φυσιολογικό και, σε τελική ανάλυση, τι πιο δίκαιο
; «Το χειρότερο απ’όλα είναι η αδιαφορία» δηλώνει ο 94χρονος αντιστασιακός Στεφάν Εσέλ του μπεστ σέλερ «Αγανακτήστε» που κυκλοφορεί στη Γαλλία. Προτού ανοίξω την εφημερίδα είχα πει στο φίλο μου τον Χρήστο ότι η αδιαφορία είναι η μόνη μορφή ηλιθιότητας που αναγνωρίζω-τι κρίμα που δεν κάνω εγώ τις χρυσές πωλήσεις.

Κακά τα ψέματα: κανείς δεν μπορεί να σε παγιδεύσει να σκεφτείς αν δεν το επιθυμείς. Είναι κι αυτό μια δυνατότητα που προσφέρει η ελευθερία: Η μόνη ίσως δυνατότητα. Έχετε καταλάβει καλύτερα από μένα ότι στα Εξάρχεια οι σφαίρες πάντα θα εξοστρακίζονται και πως οι κοντές φούστες κάθε φορά θα δίνουν ελαφρυντικά στους βιαστές. Έχετε πιστέψει πως δεν είναι αυτοί οι θύτες. Έχετε επιβεβαιώσει πως εσείς είστε θύματα.

Δίχως ντιλίτς, για να μιλήσουμε λιγάκι τη γλώσσα της εξουσίας, μας περιμένουν οδυνηρότερα ντιφίτς. Το τέρας αναπληρώνει ενέργεια όταν κλείνουμε τα μάτια μας. Διαγράφοντας το προφίλ μας εξαιτίας της νέας συντρόφου του Ζούκερμπεργκ, αποκτούμε μία ευκαιρία να υπάρξουμε. Ποτέ ωστόσο δεν ήμουν πιο σίγουρος για την τύχη της. Και αυτή τη φορά, εξαιτίας της ελάχιστης αποτελεσματικότητας της δράσης που προτείνω, συγχωρείστε. Δε σας υπόσχομαι, όμως, ότι η Γκόλντμαν και το Facebook θα πράξουν το ίδιο.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Αρπαχτή

Πρόπερσι τον Δεκέμβρη το Νόμπελ Ειρήνης πήγε στον Ομπάμα ως διά βλακείας. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, τα βραβεία συνέχισαν να εκπλήσσουν με τις επιλογές τους. Ο Παπανδρέου μπορεί να μην κατάφερε, τελικά, να κατακτήσει το βραβείο του χειρότερου πρωτοεμφανιζόμενου πρωθυπουργού χάρη σε μερικές ψήφους του ΛΑ.Ο.Σ, αλλά αναδείχτηκε 79ος γκλόμπαλ θίνκερ από το Foreign Policy, επιτυχία που αποδεικνύει ότι κάτι σημαντικό κάνει για τους ανθρώπους του, η ταυτότητα των οποίων είναι δυστυχώς σκοτεινή και αόριστη ακόμα και ανάμεσα στο επιτελείο της Βίκυς Χατζηβασιλείου. Το ωραίο θα ήταν η διάκριση να είχε συνοδευτεί από χρηματικό έπαθλο ανάλογο με αυτό που δόθηκε στους χαμηλοσυνταξιούχους και ο πρωθυπουργός να το χάριζε σε εκείνον που το έχει περισσότερο ανάγκη-όχι σε όσους τον βραβεύουν για τις εξυπηρετήσεις που τους προσφέρει.

Ουδείς ωστόσο προφήτης στον τόπο του. Ο καθηγητής Γιανναράς στην Καθημερινή πυροβολεί τον απροσδόκητο ανταγωνιστή του μεταφέροντας την άποψη του Ευθ.-Φοίβου Παναγιωτίδη, επίκουρου καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου: «Αν η γλώσσα που παράγουμε είναι ενδεικτική της νόησής μας… αν ο εκφραστικός πλούτος υποδηλώνει, ανεξαιρέτως, βάθος σκέψης και ικανότητα για συνθετική συλλογιστική, ποιος θέλει στο τιμόνι (της χώρας) κάποιον που γνωρίζει μόνο δύο πτώσεις;». Σκωτζέζικο ντους για τον πρωθυπουργό η διάγνωση. Κάθε μεγάλος στοχαστής βεβαίως είχε ανέκαθεν και τους εχθρούς του. Εντοπίζοντας όμως το «οξύτατο και δραματικό σήμερα για τον Ελληνισμό πρόβλημα επάρκειας του τιμονιέρη» στη γλωσσική του ικανότητα, το υποβαθμίζουμε.

Τα μαργαριτάρια του Γ.Α.Π είναι για εσωτερική κατανάλωση-δεν παρακολουθούν Ελληνοφρένεια οι ευρωπαίοι εταίροι. Ο πρωθυπουργός στο εξωτερικό εντυπωσιάζει, θεωρητικά τουλάχιστον, με την ευχέρειά του στις ξένες γλώσσες, γεγονός που τον διασώζει από τη γελοιοποίηση τη δεδομένη στιγμή. Το να απαιτείς από τον αρχηγό ενός κράτους να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα του, διαθέτει ισχυρή βάση και κατανοητό σκεπτικό. Δεν μπορεί όμως να αποτελεί την αποκλειστική ένστασή σου. Με την ίδια λογική θα μπορούσε ένα λογιστής να τον μέμφεται για το ότι δεν έχει ιδέα από οικονομικά μεγέθη, ένας μαέστρος για τη νωχελική διεύθυνση της κυβέρνησής του, ένας κτηματομεσίτης για την άγνοιά του όσον αφορά στο οικόπεδο Ελλάδα, ένας ναυαγοσώστης για το ότι δεν κρατάει σωσίβιο, ένας θηριοδαμαστής για την έλλειψη δεξιοτεχνίας του στο μαστίγιο κατά των τοκογλύφων, ένας ποδοσφαιριστής για την αδυναμία που τρέφει στο ποδήλατό του. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά δεν ακούγεται και πολύ διαφορετικό. Όλοι μπορούν να έχουν την ίδια παράλογη αξίωση: Εφόσον με κυβερνά, πρέπει να κατέχει το αντικείμενό μου εξίσου καλά με εμένα. Έχουμε όμως δικαίωμα να τον κατηγορούμε τη μόνη φορά που υπήρξε ειλικρινής απέναντί μας; Στο ζήτημα των ελληνικών του, μας είχε ξεκάθαρα και επανειλημμένα προειδοποιήσει.

Αν φορέσουμε τα γυαλιά μας, προλαβαίνουμε το δάσος. Πιο καίρια ερωτήματα προηγούνται: Πώς κοιμάται τα βράδια; Πώς νιώθει ως εκπρόσωπος τύπου των κατοχικών στρατευμάτων; Πότε θα μας πει αλήθεια; Μπορεί να εκπροσωπήσει τη χώρα της Ρομιγί και όχι της Μανωλίδου; Μπορεί να ζητήσει την άμεση αναδιάρθρωση του χρέους; Μπορεί να επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο με αυτό που έκανε ο Κορέα στον Ισημερινό; Μπορεί να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο στην επιβεβλημένη αλλαγή πορείας του Τιτανικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο κύριος Γιανναράς όσο κακό βαθμό και να του βάλει, όσο κι αν τα ψάλλει στη Μαργαρίτα, το καμάρι της θα παραμένει ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της τάξης, το παιδί για όλες τις δουλειές των αγορών, ο ανασφάλιστος που καθαρίζει τα τζάμια τους και κινδυνεύει λόγω ελλιπών μέτρων ασφαλείας να σκοτωθεί, παίρνοντας κι άλλους στο λαιμό του.

Ο Μητροπολίτης Άνθιμος, όμως, είναι εκτός συναγωνισμού. Εντύπωση προκάλεσε η πρόσφατη αρπαχτή του με τον Γκαίτε. «Πνευματικός άνθρωπος χωρίς Χριστιανισμό δεν υπάρχει» αποφάνθηκε, στηρίζοντας το συμπέρασμά του σε έναν αφορισμό του Γερμανού ποιητή και πεζογράφου που λέει ότι «τελικά ο αγώνας μέσα στον κόσμο είναι μεταξύ πίστεως και απιστίας». Δεν κατάλαβε τι διάβασε ή δεν τον ενδιέφερε να το κατανοήσει; Ο καθένας μπορεί να υποπτευθεί πως η σκέψη του συγγραφέα δεν ταυτίζεται με εκείνη του Μητροπολίτη. Ο ίδιος ωστόσο δεν πτοήθηκε και εκμεταλλεύτηκε βάναυσα τον αφορισμό του. Κοίταξε να εξυπηρετηθεί από τη φράση, φέρνοντάς την στα μέτρα του ράσου του, πονηρά και άγαρμπα, χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς αντιλαμβάνονται τον ελεύθερο στοχασμό όσοι τον θαυμάζουν και ταυτόχρονα τον υποτιμούν, όσοι σκοντάφτουν πάνω του τυχαία.

Ο Φάουστ είναι ξεκάθαρος: «Ποιός καλή μου θα τολμήσει να πει πως στο Θεό πιστεύει; Όταν είσ’ όλη ευτυχισμένη στο αίσθημά σου, πες το όπως θέλεις τότε, πες το ευτυχία, καρδιά, έρωτα, Θεό. Όνομα εγώ γι’αυτό δεν έχω. Αίσθημα είναι όλα». Η θετική πλευρά του ατοπήματός του Άνθιμου είναι πως τόλμησε να αναφερθεί σε έναν κανονικό άνθρωπο-όχι σε κάποιον απόστολό ή άγιο- χωρίς να ζητήσει πιστοποιητικό ιδεολογικών φρονημάτων όπως θα έκανε ένας πολιτικός που θα παρέθετε μόνο τον αρχηγό του κόμματος. Οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι και να αναγνωρίσουμε την υπέρβασή του, επισημαίνοντας παράλληλα τη στρέβλωση και την ιδιοτέλειά στην κρίση του, κακό σύμμαχο κάθε αναγνώστη.

Ο αφορισμός είναι μία πολύ έξυπνη πρόταση ειδικά σχεδιασμένη για να λέει τη μικρή αλήθεια ενός μεγαλύτερου ψέματος, που δεν είναι άλλο από την ψευδαίσθηση που σου χαρίζει ότι τα «είπες όλα». Στην περίπτωση που εξετάζουμε υπάρχουν μάλιστα πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως ο Γκαίτε προσπαθεί να καταλήξει στο συμπέρασμα του Άνθιμου και δεν μπορεί, η γνώμη του δεν θα έφτανε. Στα 60 του χρόνια ο Γερμανός συγγραφέας είχε χάσει εντελώς το κουράγιο του:«Η άγια ελευθερία του Τύπου: Τι χρησιμότητα, τι καρπούς, τι πλεονεκτήματα μας προσφέρει;». Θα μπορούσε κανείς να στηρίξει ολόκληρη στρατιωτική δικτατορία πάνω σ'αυτή τη φράση. Απέναντι στους κινδύνους της αυθεντίας, η κρίση μας οφείλει να δουλεύει στο φουλ-όχι να υποχωρεί δίχως μάχη. Η επίκλησή της δεν είναι αρκετή · διαπιστώνουμε ότι έχει κι εκείνη τις κακές της μέρες. Ένας κόσμος εξάλλου που θεωρεί ακόμα αμάρτημα την κάθε είδους απιστία και όχι την πίστη, πίστη στον πόλεμο, στους μεσσίες της πολιτικής, στον έναν και μοναδικό Θεό, στα θεόσταλτα πλούτη, στις αγορές, στην ανωτερότητα της φυλής, είναι ξεκάθαρα ένας κόσμος πολύ ανώριμος για να ελπίζει στη σωτηρία του.

Αυτός που μπορεί να είναι ειλικρινής με το χαρτί, μπορεί να καμώνεται πως είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Το «εχέμυθο αυτί του» όπως θα έλεγε η Δημουλά καταγράφει τα πάντα, ιδιαίτερα αν έχεις συμπληρώσει πολλές ώρες πτήσης στην ανάγνωση: συναισθήματα, ανεπάρκειες, κίνητρα, εμμονές. Δυστυχώς η ανάγκη να καταστήσουμε το γραπτό μας ξεχωριστό, ασυνείδητα, ενισχύει την προπαγάνδα του. Το γράψιμο, αναμφίβολα, ρισκάρει την υπόληψη και τον εξοστρακισμό του προς τα ναρκοθετημένα χωράφια της πειθούς, όταν αρχίζει να αρνείται τη μοναξιά του, το οξυγόνο που εμπνέει το πιο μαχητικό κομμάτι του.

Ξαναδιαβάζοντας χθες την σπαρακτική ποίηση της Γώγου δεν μπόρεσα να μην διακρίνω, σε αντίθεση με το κείμενο του σεβάσμιου Μητροπολίτη, την εντιμότητα του πεσιμισμού της. Οι λέξεις της είναι «σουγιαδιές»: σε πυροβολούν, σε παίρνουν στο κυνήγι, σε αναστατώνουν. Το στυλό της λυγίζει επειδή οι στίχοι την βαραίνουν. «Οι φίλοι την φοβούνται» όσο και οι αναγνώστες της. Εντέλει η ποιήτρια δεν λυτρώθηκε ποτέ, ανακουφίστηκε παρά μόνο προσωρινά, κάηκε παρά τις λέξεις της, έγραψε ό,τι ήξερε και βγήκε από την τάξη, δεν δέχτηκε να πιλατεύει ένα γραπτό που ό,τι και να έκανε δεν θα την ικανοποιούσε, αφού η ζωή πεισματικά δεν θα άλλαζε. Είναι δύσκολο να πεις αν η ποίηση τελικά επιβράδυνε ή προκάλεσε το τέλος της. Βιαστική λόγω ιδιοσυγκρασίας, ίσως δεν αποδέχτηκε ότι δεν έχουμε να πάμε πουθενά- ή το κατάπιε και δεν μπόρεσε να ζήσει μ’αυτό. Το πηγάδι της απελπισίας μαγνητίζει όποιον επίμονα το κοιτάζει. Ο Ρεμπώ το είχε καταλάβει από νωρίς. «Νομίζω ότι βρίσκομαι στην κόλαση, άρα βρίσκομαι» έγραψε και έγινε έμπορος όπλων. Η Κατερίνα περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή τους φίλους της:«Πού στην ευχή είσαστε; Πού, ρε;».

Ο Ζυλ Ρενάρ έλεγε ότι «το γράψιμο είναι ένας τρόπος να μιλάς χωρίς να μπορεί κανείς να σε διακόψει». Η Γώγου θα συμφωνούσε ως προς τον εγωκεντρισμό του. Καθόλου άβολα δεν ένιωθε ξεμπροστιάζοντας την ίδια της την τέχνη. Ίσως και να πρόλαβε να τη μισήσει ολοκληρωτικά μέσα στα επικίνδυνα βάθη που την έριξε. Η συγγραφή δεν επιλέγει τα πειραματόζωά της όπως η έρευνα. Εκείνα της προσφέρονται. Την ίδια στιγμή που ζητάει την ευαισθησία σου, απαιτεί την αναίδειά σου. Δίχως να ξεχνάμε λοιπόν να της βγάζουμε πού και πού τη γλώσσα, θα ήταν προδοτικό να την αφήσουμε να γίνει εκκλησιαστικό κήρυγμα που επιτρέπει χειροκροτήματα εκμεταλλευόμενο την εύνοια του Θεού ή άσκηση υψηλής δυσκολίας για νάρκισσους των γραμμάτων που παίζουν τη γλώσσα στα δάχτυλα.

Μπροστά στο φαινόμενο Σαίξπηρ, τον κάτοχο ενός λεξιλογίου τριάντα χιλιάδων λέξεων, ο Βιττγκενστάιν ρωτάει: «Είναι αρκετή η γλώσσα;». Θεωρώντας σύμβαση μεταξύ των αιώνων τον εγκωμιασμό του, φτάνει στο σημείο να πει: «Δε μου αρέσει» (Ich mag es nicht). Ο Στάινερ συμμερίζεται τον προβληματισμό του:«Υπάρχει ένας πολύ πραγματικός τρόπος, συντριπτικός, σχεδόν τρομακτικός με τον οποίο ο Σαίξπηρ κατανοεί και λέει τα πάντα. Κατανοεί όμως και λέει τίποτε άλλο;» αναρωτιέται.

Χάνοντας πολύτιμο χρόνο στα μαργαριτάρια του Γ.Α.Π, καθυστερούμε να εξορύξουμε τα πραγματικά. «Πρέπει να αναζητήσουμε αποσπάσματα, σκλήθρες, κομμένα νύχια, οτιδήποτε έχει μετάλλευμα μέσα του, οτιδήποτε είναι ικανό να νεκραναστήσει το σώμα και την ψυχή». Η φράση του Χένρι Μίλερ από τον Τροπικό του Καρκίνου αποτελεί αιώνιο κάλεσμα προς όλους τους πνευματικούς ανθρώπους · σε περίοδο Δ.Ν.Τ γίνεται συναγερμός και κάλεσμα στα ορύγματα. Η μείωση της σπατάλης του πνεύματος δεν αποτελεί όρο του μνημονίου.