Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Διαδίκτυο προσωπικοτήτων.

Ένα έθνος που φοβάται να αφήσει τους ανθρώπους του να κρίνουν την αλήθεια και την αναλήθεια, είναι ένα έθνος που φοβάται τους ανθρώπους του. Τζον Κένεντι.

Η εξουσία δεν σερβίρεται ξεροσφύρι. Συνοδεύεται από μία σειρά έμμονες ιδέες. Η πιο παλιά από αυτές βασανίζει τους φιλότιμους υπηρέτες της που δεν μπορούν να κλείσουν μάτι τα βράδια εξαιτίας της ίδιας επίμονης υπόνοιας: το να λέει ο καθένας ό,τι του κατέβει στο κεφάλι δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως αντίθετο με την ελευθερία της έκφρασης. Έτσι, επιπόλαια, η ιδρωμένη αϋπνία γίνεται αυτονόητη προτροπή για δράση, ανακοινώσεις και αυστηρότερες ποινές με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δεν είναι δα και οι πρώτοι που υπερεκτιμούν την καρέκλα τους.

Στις ελληνικές μέρες του πρόζακ οι κουκουλοφόροι των blogs, ύστερα από πρόταση του περιοδικού Ciao, γίνονται πρώτη ύλη στο διαδίκτυο των επωνύμων. Μπροστά στην προοπτική της διασημότητας για όλους που ανοίγει η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης, ποιος θυμάται το όραμα περί Δανίας του Νότου; Προετοιμαστείτε ψυχολογικά. Ο εφιάλτης του ονοματεπώνυμου δεν πρόκειται να επιδείξει έλεος. Κανενός η φωνή δεν θα έχει χώρο στο διαδίκτυο των σταρς. Τώρα, πια, θα υπογράφουμε αυτόγραφα κάτω από την άποψή μας για την οποία καίγεστε, σας βλέπω. Το σημείο της γόνιμης διαφοροποίησης του καθενός, θα είναι σπατάλη που θα περικόπτεται από τον ίδιο. Το μενού της αυτολογοκρισίας και του savoir vivre θα περιλαμβάνει αποκλειστικά αβρότητες και φιλοφρονήσεις. Ή απόλυτα αρσενικά ή άντρες της χρονιάς. Ένα από τα δύο.

Σέβομαι οποιονδήποτε εκφράζεται επώνυμα. Θέλω κι εκείνος να σεβαστεί το ενδεχόμενο ότι σε ένα παιχνίδι δημοφιλές και συνάμα βαθύ όπως η γραφή, το όνομά μου μπορεί να έχει μικρή σημασία για το χαρτί. Ας αρχίσουμε όμως από κάτι ξεκαρδιστικό. Το οξύμωρο του πράγματος φωνάζει από χιλιόμετρα. Για ποια ανωνυμία μου μιλάς από τη στιγμή που έχω σύνδεση στο Ίντερνετ; Οι άνθρωποι του Facebook και της Google θα ξεσπούσαν σε γέλια. Το Debate θα είχε τόσο ενδιαφέρον όσο και ένα που θα πραγματευόταν εάν θα υπάρχει παρθενία στις πουτάνες.

Μήπως οι δημοσιογράφοι αναφέρονται ξανά στην ανωνυμία που κοστίζει ζωές; Κι αφού έχουν αμνησία και ξεχνούν τις ψευδώνυμες στήλες των εφημερίδων και την ανωνυμία των πηγών τους, τι γνώμη έχουν για την απείρως πιο τρομακτική και επικίνδυνη ανωνυμία του Economist; Ποιος βρίσκεται πίσω από τα κείμενά του αν όχι ο ίδιος ο Big Brother, ο Θεός των αγορών; Και για να συνεχίσουμε το παιχνίδι των ερωτήσεων, ποιες είναι οι αγορές που έχουν και Θεό; Τις έχει δει ποτέ κανείς; Γιατί γκρεμίζονται τα χρηματιστήρια; Τι έχει να μας πει ο επώνυμος δημοσιογράφος για όλα αυτά εκτός από το επώνυμό του; Εκείνος δεν είναι που δεν πηγαίνει πουθενά χωρίς την Standard & Poor’s του; Ως πότε θα παριστάνουν τα mainstream Μίντια ότι δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει; Πόσες ακόμα ομολογίες άγνοιας και αμηχανίας για τις οποίες μιλούσε ο Νικήτας Λιοναράκης μπορούν να αντέξουν τηλεθεατές και αναγνώστες;

Αυτό που διαφεύγει από την ηλιοκαμένη κυβέρνηση είναι πως η μοναδική αξιοπρέπεια που είχε μείνει μέχρι τώρα στους bloggers ήταν η ανωνυμία τους. Και μιλάω γι’αυτούς που συνήθως αξίζει να διαβάζεις. Η μετάβαση σε ορισμένους από αυτούς δεν θα κοστίσει τίποτα. Συμπεριφέρονται ήδη σαν διασημότητες, Σε έναν τόπο όμως όπου ακόμα ανθίζει η φιγούρα, όπου ακόμα πουλάνε τα αδιανόητα τίποτα, όπου ο ανταγωνισμός γίνεται η νέα εθνική αφήγηση, τα ευφάνταστα ονόματα των blogs μας, η αίσθηση ελευθερίας που μας έδιναν, η άρνηση του σκληρού εγώ μας, ήταν το όπλο με το οποίο πολεμούσαμε. Ήθελε αρετή και τόλμη η ανωνυμία-με το mail σου πιο δίπλα να δίνει φόρα παρτίδα να στοιχεία σου σε όσους δυσφημείς. Ο πασαένας που είχα διαλέξει να συνοδεύει τα γραπτά μου, αυτό και μόνο προσπάθησε να πει στον πασαένα. Να μη φοβάται τις σκέψεις του, να τις κάνει ακόμα κι αν αναγκαστεί να τις φάει ο ίδιος, ακόμα κι αν αποδειχθούν ασήμαντες, μα πάνω απ’όλα να μην ντρέπεται να το λέει, να το φωνάζει αν χρειαστεί, ότι είναι και θα είναι ο πασαένας, ότι έτσι όπως έγιναν τα πράγματα μόνο ο πασαένας θέλει να είναι: όχι επειδή μόνο αυτό θα μπορεί να είναι από εδώ και στο εξής αλλά διότι μόνο αυτό θα έχει αξία.

Θα προσυπέγραφα ευχαρίστως το tweet του περιοδικού Ποιείν:«Η ανωνυμία είναι η παιδική ασθένεια των μπλόγκερς. Βγάλτε τα παντελονάκια σας πιτσιρίκια. Φορέστε βερμούδες» αν δεν πόσταρε μερικά λεπτά αργότερα ένα ποίημα του Ρεμπώ που είχε οσμιστεί το πρόβλημα νωρίς:«Εγώ είναι ένας άλλος». Τρέχα γύρευε. Σε οποιαδήποτε ερμηνεία της, η φράση του δεν παύει να μαρτυρά το αναπόφευκτο της ανωνυμίας. Μιας ανωνυμίας που ως μοναδική δυνατότητα λαμβάνει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας: τη θέση μου θα την πάρει ο άλλος. Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η τραγωδία. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους. Ένας άγνωστος θα είναι πάντα πρόθυμος να απειλήσει με την αλήθεια του. Η πληροφορία θα διαχέεται με ταχύτητες μεγάλες. Το κουβάρι θα ξετυλίγεται θέλει δε θέλει η εξουσία, θέλει δε θέλει η λογοκρισία. Η κρίση του καθενός θα ασκείται θέλει δε θέλει ο εγκέφαλός του να μπει σε περιπέτειες, θέλει δε θέλει ο δάσκαλός του να το επιτρέψει. Έτσι θα γίνει πολίτης. Έτσι θα αποκτήσει την αγωγή και τα βιβλία που δεν του δίνει το νέο σχολείο. Έτσι θα λείψουν οι Μπρέιβικ. Διαφορετικά κινδυνεύει κάθε κυβέρνηση σύμφωνα με τον Δήμου να μοιάζει με τον Ξέρξη που διέταξε το μαστίγωμα της θάλασσας προκειμένου να γαληνέψει.

Αν η αδιαφορία λύγισε ποιητές και λογοτέχνες, μπορεί σίγουρα να αποθαρρύνει μερικούς κοινούς συκοφάντες. Την ανωνυμία, λοιπόν, ως τεστ συνείδησης και μόνο, αξίζει να την υπερασπιστούν όλοι όσοι γράφουν. Ως διαχείριση ελευθερίας, ως αγαθό για το οποίο διώκονται και δολοφονούνται σε ανελεύθερα καθεστώτα, ως παιδί της ανώνυμης δημοκρατίας που συρρικνώνεται, ως φόρος τιμής σε όλους όσοι είχαν ένα μικρό ατυχηματάκι επειδή μίλησαν, ως άνθρωποι που καταλάβαμε περισσότερη ιστορία απ’ όση διαβάσαμε. Η πρόθεση της κυβέρνησης δεν είναι ασφαλώς να μας χαλάσει το παιχνίδι. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μία ακόμη επίδειξη αδυναμίας. Όσο για εκείνους που αδιάφορα βλέπουν στην ανωνυμία ένα αναγκαίο κακό, φοβάμαι ότι με την ίδια αδιαφορία θα αντιμετώπιζαν και τη λογοκρισία σε ένα ανελεύθερο καθεστώς και θα συνέχιζαν να αρθρογραφούν.

Στην Κίνα οι πολίτες, μέσω του Sina Weibo, κατορθώνουν και παρακάμπτουν την προπαγάνδα. Πιο τυχερός ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ, περιμένει να καταδικαστεί από την αμερικανική Δικαιοσύνη με την κατηγορία του ήρωα. Οι ηττοπαθείς κοινωνίες, που όλο και συχνότερα συγκρίνονται από τους ειδικούς με χύτρες ταχύτητας, δεν πρόκειται να σκάσουν εάν οι κυβερνήσεις ευφυώς αφήσουν στη θέση τους τις βαλβίδες αποσυμπίεσης. Όταν, επομένως, ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου μιλάει για ταυτοποίηση των διαχειριστών στα ελληνικά ιστολόγια, ο απώτερος σκοπός του δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Κάθε προοδευτικός άνθρωπος θα έπρεπε να στηρίξει την ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης. Ίσως τότε γινόταν από όλους κατανοητό ότι με κάποιον πολύ καινούριο ολοκληρωτισμό αρχίζουν να μοιάζουν όλα όσα απαθώς και φοβισμένα παρακολουθούμε να συμβαίνουν εντός και εκτός των συνόρων μας.

Οι άνεργοι έχουν μείνει χωρίς όνομα. Πότε θα γίνει άρση της ανωνυμίας τους; Ας μην εθελοτυφλεί η κυβέρνηση: το ερώτημα δεν θα έχει μικρότερη σημασία στο διαδίκτυο των προσωπικοτήτων. Η πραγματικότητα την υπονομεύει, όχι η ανωνυμία. Θα ήταν απείρως αποτελεσματικότερη αν ξεκινούσε να ραδιουργεί εναντίον της. «Το σκοινί δεν κρεμάει, η γη έλκει» συμπύκνωνε ο Ουγκό.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Σπύρος

Όλες οι θρησκείες κατόρθωσαν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, να καθησυχάσουν τον άνθρωπο. Του υποσχέθηκαν κι άλλη ζωή μετά το τέλος αυτής που του δόθηκε και εκείνος λίγο ή πολύ το έχαψε. Πιστεύοντας, είχε το θάνατο στο χέρι του. Τον έβγαζε από το τσεπάκι του και τον άναβε, τον αιχμαλώτιζε με το σταυρό του, τον κορόιδευε με τη μετάνοιά του, προσποιούνταν τον ηθικό και τον έντιμο μπροστά στο Θεό του, έκανε δημόσιες σχέσεις με τον ουρανό, δεν λησμονούσε ποτέ την προσευχή του. Τα είχε όλα υπό έλεγχο.

Για τους άθεους, είχε φροντίσει ο Επίκουρος. Ο Βιτγκενστάιν νομίζοντας ότι κάνει μεγάλη ανακάλυψη πολλούς αιώνες αργότερα επαναλάμβανε τα λόγια του: ο θάνατός μας δεν μας αφορά. Όταν έρθει, εμείς θα λείπουμε. Είναι ένα γεγονός που πρέπει να αφορά τους άλλους, τους δικούς μας. Εμείς θα ζήσουμε ανέμελα. Ας τρέμουν εκείνοι.

Ποια θρησκεία όμως, ποιος Θεός, ποιος φιλόσοφος, ποια αίρεση, παρηγόρησε τον άνθρωπο για το θάνατο των δικών του ανθρώπων; Ποια του πήρε τις φοβίες του και τις μετέτρεψε σε θαύματα; Ποια υπήρξε αποτελεσματική όταν τα περιθώρια στένευαν και η ανάγκη για ένα ψέμα περίσσευε; Γιατί δεν ξεμπερδέψαμε μαζί του;

Διύλιζα όλη μέρα τον κώνωπα για την ανωνυμία των blogs. Μην πω καμία μπαρούφα στους αναγνώστες τώρα που ο κόσμος μέσα από Parallaxi απέκτησε αυτιά. Δεν υπολόγισα στο τραπέζι τον μεγάλο λογοκριτή του σύμπαντος. Ήρθε απρόσκλητος, πήρε μία καρέκλα και έκατσε. Ο Παντελής που εκτιμώ και που διαβάζω ευλαβικά, έχασε προχθές το ωραιότερό του ποίημα. Το παλικάρι του. Ας τον συντροφεύσουν μια φορά πρώτες οι δικές μας σκέψεις. Τα ταπεινά συλλυπητήρια όλων μας στην οικογένειά του.

(Κείμενο γραμμένο για την Παράλλαξη)

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Κλάρα

25χρονος του χθεσινού ποστ σπάει τη σιωπή του παρότι ζεσταίνεται. Παρόλο που σκέφτεται ότι ο Αρθούρος είχε δίκιο όταν έγραφε: «Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ’άλλα κουραφέξαλα»).

Ήταν μία πολύ καλή χρονιά η πρώτη χρονιά για το Πολύ την Κυριακή. Είχε, μεν, περάσει το ‘04 και το ‘05 που είχαμε πάρει Ευρωπαϊκό Ποδοσφαίρου, Μπάσκετ, Ολυμπιακούς και Γιουροβίζιον, όμως, στο εθνικό υποσυνείδητο διατηρούσαμε τη φόρα όλων αυτών των κατακτήσεων. Ο πλανήτης υπάκουε σε κάθε ελληνικό κέλευσμα: αρκούσε μόνο μία γκόμενα να διατάξει από την κερκίδα τον Μερκ με το επιτακτικό:«Σφύρα το ρε μαλάκα» για να πανηγυρίσουμε. Συνέχεια μας θυμάμαι να πανηγυρίζουμε. Κι η αλήθεια είναι ότι παραήμασταν καλοί. Το παρακάναμε μέχρι και εκεί. Τα γονίδια της Χαλκιά ήταν δυο φορές γονίδιά μας.

Όσο για τον Γρηγόρη, για μια περίοδο θεωρούνταν ο απόλυτος άρχοντας της βραδινής ζώνης και αντιμετωπιζόταν από αρκετούς ως ο μεγαλύτερος Έλληνας στοχαστής-στη συνέχεια τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου. Η Μαριέττα, που τον πλαισίωνε, ήταν μία ντροπαλή ανερχόμενη δημοσιογράφος που δεν θα παραξενευόσουν αν άκουγες ότι στις ελεύθερες ώρες της, της αρέσει να διαβάζει Αλεξάνδρα Κολλοντάι. Δεν είχε ανέβει ακόμα στο Αβέρωφ, ούτε είχε βρει τον εφοπλιστή της ζωής της. Το παραδέχομαι. Υπήρξα σχεδόν ερωτευμένος μαζί της. Τώρα με την κρίση, λίγοι θα άκουσαν, ότι πουλάει σανδάλια για να ζήσει. Κάθε Κυριακή περιμέναμε, λοιπόν, την εκπομπή του Γρηγόρη και της Μαριέττας, της Μαριέττας και του Γρηγόρη. Η άλλη Ελλάδα, του καναπέ και του καμπινέ, διασκέδαζε τηλεοπτικά την πλήξη της και «οι ένοχοι μικροαστοί λούφαζαν στα κλιματισμένα τους διαμερίσματα μασώντας ηδονικά τσίχλα» για να την παρακολουθήσουν, όπως θα έλεγε μεταμφιεσμένος σε Σεμίνα ο Ζουγανέλης. Η απουσία του κωμικού προσέδιδε, εξαιτίας της, έντονο κωμικό στοιχείο στο όλο σκηνικό, όπως ακριβώς στον Ηλίθιο του Φιοντόρ. Τα αστεία του Αρναούτογλου δεν ήταν του γούστου μου, αλλά ομολογώ ότι γελούσα αρκετές φορές με την αβάσταχτη ελαφρότητα που εναντιωνόταν στη μισητή μουσική της Αθλητικής Κυριακής.

Αδικώντας το σόου, θα λέγαμε ότι όλη η Ελλάδα περίμενε με αγωνία σε ποιο τετραγωνάκι θα αφήσει την κουράδα της η Κλάρα, όπως έγραψε χθες ο Γιώργος Τούλας. Για τους ουδέτερους, ασφαλώς, τα απόβλητα του ζωντανού είχαν θρεπτική αξία. Όλο και κάτι δημιουργικό θα γεννιόταν στο καθιστικό της οικογένειας, όλο και κάποια έξυπνη ατάκα θα συνεισέφερε ο τηλεθεατής στο βαρετό σε γενικές γραμμές σενάριο της εκπομπής. Την εποχή εκείνη το κλαρίνο της Σάσας Μπάστα σηματοδοτούσε τη στροφή στην ποιότητα, ο εθνικός σταρ και η Ρούλα Βροχοπούλου ανταγωνίζονταν για μία θέση στο διπλανό παράθυρο, τα κουτιά του Deal άνοιγαν άλλη μία πόρτα στον εύκολο πλουτισμό · η φραπελιά της Δρούζα συγκλόνιζε το πανελλήνιο με τις μαγικές της ιδιότητες, οι υπέροχες σταρ ήταν υπέροχες πριν καν αρχίσει το ρεπορτάζ που το επιβεβαίωνε και τα διάφορα Emo, που πρώτα αυτά προέβλεψαν την κρίση, εναλλάσσονταν μαζί με κάθε είδους μπαλάκια στις οθόνες μας. Στα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της επανίδρυσης του κράτους, βρέθηκε συν τοις άλλοις χρόνος για να συζητηθεί διεξοδικά καθετί επουσιώδες. Και όχι μόνο συζητήθηκε αλλά λύθηκε μάλιστα, επειδή κάποια στιγμή ο παρουσιαστής ευφυώς άλλαζε θέμα. Ζούσαμε εν γνώσει μας τη δικτατορία της ηλιθιότητας όπως το είχε θέσει ο εκκεντρικός Παναγιώτης Χατζηστεφάνου και το απολαμβάναμε. Αρκετοί εντοπίζουν σε όλα αυτά, εκ των υστέρων, τους λόγους για τους οποίους χρεοκοπήσαμε. Σύμφωνοι. Ας δούμε όμως λιγάκι σε ποια πραγματικότητα επιστρέψαμε και τι πρόοδο έχουμε επιτύχει.

Πρόοδος θα ήταν μία μέρα να μη δουλέψει κανείς, να μην αδικήσει κανείς κανέναν, να μη λείψει κανείς. Το άλμα όμως αποδεικνύεται επικίνδυνο για την ανθρωπότητα, πόσο μάλλον για την κουτσή Ελλάδα. Εκεί που είπαμε, αφελώς, να γυρίσουμε στα ουσιώδη, τα ανθρώπινα, τα λίγα, ο κόσμος δείχνει πιο βρομερός και ανούσιος από πριν. Εκείνοι που βλέπουν παντού ευκαιρίες, αλήθεια, τι ξεπεσμό και τι ζωντάνια αναγγέλλουν. Πόσοι χαρούμενοι θάνατοι μας περιμένουν εάν τους ακούσουμε, τι περίτεχνες εκατόμβες μας επιφυλάσσουν! Γιατί δεν ξέρω αν το μάθατε, αλλά ήρθαν νέες κουράδες, παχιές και μεγάλες. Αν έβλεπα την άλλη Ελλάδα να έρχεται, θα αποχωριζόμουν την ανόητη παλιά δίχως νοσταλγία. Μα αυτή η Ελλάδα κι αυτός ο κόσμος βαδίζουν αργά προς την καταστροφή του ανθρώπου και πάλι δεν τους προλαβαίνεις. Γιατί ποιος θα ισχυριζόταν ότι η μετάβαση από την κουράδα της Κλάρας στην κουράδα της Standard & Poor’s είναι εποικοδομητική, πέραν του κέρδους που έχουμε από τη συνειδητοποίηση της γελοιότητας της κατάστασης; Το αστείο του Γρηγόρη είχε ένα τέλος. Κακόγουστο, ξεκακόγουστο, ήταν εν πολλοίς αθώο. Το τηλεκοντρόλ είχε ακόμα δύναμη μέσα στα χέρια της νοικοκυράς. Το καλάθι της είχε αξία. Η συνταξούλα της ήταν αδιαπραγμάτευτη. Το αστείο που σήμερα αφηγούνται τα Μίντια εις βάρος των λαών, εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών, ποια κάθαρση ή ζάπινγκ προβλέπει; Και πώς αντιμετωπίζεται;

Το καινούριο που μας συμβαίνει δεν είναι άλλο παρά μία καλοκουρδισμένη φάρσα σε παγκόσμια μετάδοση που επαναλαμβάνει την ίδια άθλια ιστορία. Την εξαιρετική δικτατορία μίας διαφορετικής ηλιθιότητας. Τι μας λένε οι ηγέτες των εργατικών αριθμών; Ας διαλύσουμε επιτέλους τους λαούς και ας εκλέξουμε άλλους (Μπρεχτ). Το είδος των ψηφοφόρων που θα αναλάβει την δύσκολη αποστολή έχει εξάλλου δημιουργηθεί. Θέλει αρχίδια να σκοτώσει κανείς έναν αθώο, σκέφτεται πια ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος. Ένας ηγέτης της Υπερδύναμης το είχε εκφράσει ως εξής: Think big Henry. Είναι ωραία η ατομική βόμβα. Είναι cool να τινάξεις στον αέρα τον πλανήτη, να τινάζεις στον αέρα τον αθώο, μόνο και μόνο για να νιώσεις ωραία. Μη το σκέφτεσαι. Στο παιχνίδι των πλουσίων, οι αθώοι είναι μειοψηφία. Με την επιείκεια κανείς δεν πήγε μπροστά.

Το κακό είναι πάντοτε εδώ, πιο ενωμένο, πιο δυνατό, πιο σκοτεινό και περιμένει να βουλιάξει στο σκοτάδι τον κόσμο για το δικό του καλό. Διατυπώνει φωναχτά μάλιστα, ενώ κινδυνεύει, με αυθάδεια τα ιδανικά του. Και αυτή η αυθάδεια είναι που το κάνει ισχυρό. Η νέα ουτοπία, εάν ποτέ διατυπωθεί, θα συνεγείρει τα πλήθη μόνο εάν οριστεί με το πάθος ενός κακού, ενός διεστραμμένου ανθρώπου, μόνο εάν διαθέτει τη σαφήνεια των παραπάνω φράσεων.

Βλέποντας την κουράδα να πέφτει δεν θα είχε νόημα να κάνουμε ευχή. Τώρα πια πέφτει παντού. Τώρα κανείς δεν μένει στο απυρόβλητο των αποβλήτων. Τα ψέματα τελείωσαν τόσο για τον Κάμερον και τον Ομπάμα, όσο και για όλους εμάς. Τόσο καιρό ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, κύριοι. Καιρός να ζήσουμε κάτω από αυτές! Για την εμπειρία, φυσικά, όπως τότε που σε εμάς τους νέους εκτός από την επιλογή της πλατείας και της ανεργίας, δινόταν η ευκαιρία της συμμετοχής σε κάποιο φιλόξενο ριάλιτι.


(Κείμενο γραμμένο για την Παράλλαξη)

Amy Winehouse

Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να κρίνει τον άνθρωπο; Στο όνομα τίνος θα μιλούσε; Σιμόν Ντε Μποβουάρ.

Ο άνθρωπος που κρίνει κάποιον άλλο είναι ένα θέαμα που θα με έκανε να σκάσω στα γέλια αν δε μου προκαλούσε οίκτο. Φλωμπέρ.

Η κόλαση είναι οι άλλοι είχε πει ο Σαρτρ. Μισή αλήθεια. Καμιά φορά γίνονται και ο παράδεισος. Η Amy Winehouse σου έδινε μάλιστα την δυνατότητα να επιλέξεις ανάμεσα στα δύο εντελώς διαφορετικά δωμάτιά του. Στο πρώτο που ήταν εντέλει και το πιο μικρό, χάρισε τη μουσική της. Στο δεύτερο, για όσους τη γνώρισαν και για τα χαιρέκακα Μίντια, τη δυστυχία της. Και η Amy είχε να προσφέρει πολλή για να παρηγορεί τους δυστυχισμένους.

Μετά το φιάσκο στο Βελιγράδι, οι περισσότεροι καταλάβαιναν ότι στον επόμενο πόνο η κοπέλα με τη σπάνια φωνή θα ήταν νεκρή. Το αιώνια ερωτευμένο κορίτσι που χαλούσε την πιάτσα με το ταλέντο του, που εξέθετε στις εκλάμψεις της την ατάλαντη εποχή μας κάνοντάς την πιο υποφερτή, είχε φτάσει στην τελευταία στροφή. Εκείνη, ωστόσο, βασανιζόταν περισσότερο. «Το να υποφέρει ήταν το επάγγελμά της» είχε γράψει ο Hobsbawm στη νεκρολογία του για μια άλλη μεγάλη, την Billie Holliday. Δεν το αποδέχτηκε ούτε εκείνη. Ό,τι κι αν έδειχνε αργά ή γρήγορα η νεκροψία, η Amy είχε ήδη αποφασίσει να φύγει για τους γνωστούς πεισματάρικους αυτοκαταστροφικούς λόγους, έχοντας μόλις προλάβει να τραγουδήσει «το πιο ωραίο τραγούδι που έρχεται πάντα από τις καταδικασμένες ψυχές που τραγουδούν στην άβυσσο της κολάσεως»(Κάφκα).

Οι κριτές της ύπαρξης δεν άργησαν να εμφανιστούν.Το ενδιαφέρον τους να κατακρίνουν τη νεκρή ήταν ολόψυχο. Η Amy δεν είχε εγγύηση, αποφάνθηκαν, ήταν του διπλανού χωριού, ήταν η κατσίκα του γείτονα. Τρία ήταν τα επιχειρήματα εναντίον της συνομήλικής μου. Δεν ήταν επαγγελματίας (ούτε καν πρεζού αφού πέθανε), δεν διαχειρίστηκε σωστά το ταλέντο της (αυτή και ο Λάμπρος Χούτος), πήρε, τελικώς, αυτό που της άξιζε. Ό,τι ακριβώς είπαμε και για τον Μπιν Λάντεν δηλαδή. Ειδικότερα το τελευταίο τείνει να εξελιχθεί σε ύψιστο φιλοσοφικό θεώρημα, επωδός ικανή να συνοδεύσει μέχρι και την διάλυση της χώρας εξαιτίας των αμαρτιών της. Η αμερικανική κοσμοθεωρία της νωχελικής ανοησίας και του R.I.P, διευκολύνει σκανδαλωδώς την ταχύτητα με την οποία προτιμά να ανατινάζεται η πληροφορία. Το «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα», γίνεται σιγά σιγά “She got what she deserved”. Με ένα λακωνικό τσιτάτο γενικής χρήσεως και πονόψυχου κυνισμού κλείνουμε τις υποθέσεις μας και αλληλοσυγχαιρόμαστε για τη σπάνια διαύγειά μας. Εμείς δεν το αξίζουμε και δε θα μας συμβεί. Στοίχημα;

Δεν υπάρχει θεραπεία για το ότι είμαστε στη γη έλεγε ο Μπέκετ. Κι η Amy το επιβεβαίωνε σε κάθε μετέωρο βήμα της. Η σχέση του θανάτου με τον έρωτα, που πρώτοι κατέδειξαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, δεν μπορεί σήμερα να κατανοηθεί από τα άψυχα Μίντια παρά ίσως μόνο με τη χρήση ουσιών. Και η Winehouse ήταν ξεκάθαρα αυτοκαταστροφικά ερωτευμένη με το μεγάλο της έρωτα που την μύησε στις καταχρήσεις. Επιπλέον, δίχως υποψία ειλικρινούς ενδιαφέροντος και αγάπης από έναν περίγυρο ανίκανο να βοηθήσει και μία βιομηχανία διακριτική στο να εκμεταλλεύεται, κατέληξε μετά το αριστουργηματικό “Back to Black” ένας άρρωστος άνθρωπος. Υγιείς να αναφέρουμε για την ιστορία παραμένουν μέχρι και σήμερα εκείνοι που πετούσαν στο παράθυρο της φιξάκια ενώ προσπαθούσε να απεξαρτηθεί! Υγιείς και οι άλλοι που πόνταραν στην ακριβή ημερομηνία του θανάτου της! Υγιείς και τύποι-σταρ σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο που αντλούν ευχαρίστηση από τη ζήλεια που υποτίθεται μας εμπνέουν! Υγιείς και όσοι την κρίνουν μετά θάνατον από τον διαδικτυακό τους καναπέ, σαν ατζέντηδές που έχασαν λεφτά και διαπιστώνουν αστοχίες στον προϋπολογισμό της!

Σίγουρα φαίνεται περίεργο την εποχή που οι περισσότεροι πολιτικοί συμφωνούν στο ότι οι αγορές πρέπει να έχουν περισσότερες ελευθερίες από τους ανθρώπους, να βρίσκονται ακόμα πλάσματα που «λησμονούν την έπαρση». Πλέον μας εκπλήσσει αρνητικά εάν οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται σαν επιχειρήσεις, πολυκατοικίες ή Υπουργεία Οικονομικών. Η συμπεριφορά τους προκαλεί αμηχανία στην ομοιομορφία της άδειας γκλαμουριάς. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που μας κινούν την περιέργεια όσοι αυτοκαταστρέφονται. Γιατί δεν αγαπούν τον εαυτό τους, διότι δεν είναι επαγγελματίες, επειδή απεχθάνονται τη ζούγκλα και δεν επιθυμούν κλουβιά για κανένα, πόσο μάλλον τα δικά τους.

Αν δεχτούμε το «έλα μωρέ, κάτι μικροαστοί είναι που θρηνούν τη μικρή», οφείλουμε επίσης να σημειώσουμε ότι μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα απεχθάνονταν τους ξεχωριστούς ανθρώπους και τις διάνοιες. Η αναφορά στην Amy την ώρα που στη Νορβηγία παιζόταν το κρυφτό του θανάτου, κόντεψε να ποινικοποιηθεί. Όσοι δικαίως είχαν στραμμένο το βλέμμα τους βόρεια, το μόνο που απέδειξαν θυμώνοντας για το ενδιαφέρον που κέρδισε ο χαμός της τραγουδίστριας, είναι ότι ούτε για εκείνους είναι το ίδιο όλες οι ζωές, αφού ήταν οι πρώτοι που δεν την υπολόγισαν στη ζυγαριά τους. Στην πραγματικότητα, ανίκανοι οι περισσότεροι για ένα γνήσιο θρήνο σιωπής, μιλώντας για τους άλλους, συνέχισαν να μιλούν για τους εαυτούς τους, αποδεικνύοντας ότι η μοναξιά του καθενός δεν είναι μέγεθος μετρήσιμο.

Πόσο άρρωστες αλήθεια είναι οι κοινωνίες που δεν αναστοχάζονται στις τραγωδίες, που αδυνατούν να σωπάσουν, που έχουν πάντα κάτι να πουν, που ντρέπονται να ξεστομίσουν ένα έγκυρο ίσως; Σίγουρα έχουν αρρωστήσει πολύ πριν αυτήν την αρκετά κοινή αυτοκαταστροφική κοπέλα. Αν επιθυμούσαμε για ένα λεπτό να είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν ότι στο θάνατο της Amy ανακουφισμένοι ζούμε τον ετεροχρονισμένο θρίαμβο της δικαιοσύνης. Μίας δικαιοσύνης που ό,τι κι αν σκαρφιστεί για περιπτώσεις όπως του Μπρέιβικ, δεν μπορεί να εφεύρει μία δίκαιη τιμωρία. Η απόδοσή της, λόγω της ασύλληπτης ενέργειάς του, γίνεται αδύνατη. (Στυγερές μας είπε αλλά απαραίτητες οι πράξεις του. Άδικά αλλά αναγκαία τα μέτρα του. Αυτό θα έλεγε και ο οικονομικός μας δολοφόνος. Το μοναδικό μέτρο ασφαλείας που μπορούμε να πάρουμε στο μέλλον είναι, φυσικά, η περισσότερη ελευθερία, η ίδια η παιδεία. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από τα όπλα να μην πυροβολούν). Γι’αυτό μας ανακουφίζει εντέλει ο θάνατος της Winehouse. Κάτι φαίνεται να λειτουργεί με λογική. Ο θάνατος παρουσιάζεται ως η πιο αξιόπιστη πηγή δικαίου.

Από τη σκοπιά μας, η Amy ήταν τυχερή. Πράγματι. Όμως όταν ο άνθρωπος δεν βρίσκει παγίδες στο δρόμο του, τις τοποθετεί ο ίδιος. Εκεί που λες ότι έλυσε όλα του τα προβλήματα, έρχεται και τα θαλασσώνει καλύτερα. Τα εμπόδια που μπορεί να ανακαλύπτει είναι ατελείωτα, ειδικά από τη στιγμή που έχει να παλέψει για ελάχιστα. Η ιδιαίτερη ερμηνεύτρια που γνώριζε ότι ήταν προικισμένη αλλά δεν την ένοιαζε, που ήθελε να κάνει παιδιά και οικογένεια, γεννημένη τραγουδίστρια αλλά όχι περφόρμερ, δειλή και αδύναμη, απλώς επανέλαβε με τις πράξεις της τη διαπίστωση του Ντοστογιέφσκι: «Δώστε του πλούτη, πνίξτε τον στην ευτυχία, ενισχύστε τον όσο θέλετε χρηματικά για να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να κοιμάται, να τρώει γλυκίσματα και να προλέγει το τέλος της παγκόσμιας ιστορίας, και τότε ακόμη ο άνθρωπος από αχαριστία και μοχθηρία θα κάνει ατιμίες. Θα ριψοκινδυνεύσει να χάσει τα γλυκίσματά του και θα επιθυμήσει σκόπιμα ουτοπίες που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν, πράγματα παράλογα κι ανώφελα μόνο και μόνο για να νοθέψει τον θετικό ορθολογισμό με κάποιο στοιχείο της φαντασίας του, καταστροφικό».

Σκέφτηκα την Amy στη θέση του Perozzi. Ανεύθυνη και εκείνη, ένα τίποτα. Μέχρι το ξέσπασμα ενός εντιμότατου φίλου του: «Θα φέρουμε χιλιάδες και όλοι θα κλαίνε. Και στεφάνια, τηλεγραφήματα, μπάντες, σημαίες, πουτάνες, στρατιωτικοί…». Το σάουντρακ για την κόλαση της Νορβηγίας δεν θα είχε τραγούδια της. Εκείνα ύμνησαν τον έρωτα. Δεν πέθανε λοιπόν η Amy who(?). Πέθανε η Amy Winehouse. Αδικαιολόγητα νέα, αδικαιολόγητα μόνη. Δεν έχει σε κανέναν να απολογηθεί παρά μόνο στον εαυτό της, που πλέον την πιστεύουμε, ήταν ο χειρότερoς κριτής της.


(Κείμενο γραμμένο για την Παράλλαξη)