Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Έλα κι απόψε κοπελιά

Τον έρωτα; Τον κάνω συχνά αλλά δεν τον συζητώ ποτέ. Μαρσέλ Προυστ.

Η Ιουλία Lespinasse, διάσημη για το φιλολογικό σαλόνι της, επιστήθια φίλη του Ντ’Αλαμπέρ, ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Guibert. Χωρίς ανταπόκριση. Του έγραφε: «Σας αγαπώ όπως πρέπει κανείς ν’αγαπά, με πλησμονή, με τρέλα, με ενθουσιασμό, με απελπισία. Σας αγαπώ πέρα από τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μου. Δυο πράγματα στον κόσμο δεν υποφέρουν τη μετριότητα: οι στίχοι κι ο έρωτας. Ω φίλε μου, η ψυχή μου υποφέρει. Δεν έχω πια λόγια παρά μόνο κραυγές». Λίγο μετά το γάμο του Guibert, η Ιουλία Lespinasse αρρώστησε και πέθανε. Μόλις δύο χρόνια έπειτα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, η Lespinasse ίσως επιθύμησε να έχει το τέλος λογοτεχνικής ηρωίδας επιστολικού μυθιστορήματος. Δεν αποκλείεται, κυριευμένη από πάθος για τον μικρότερό της Guibert, να είδε στον εαυτό της κάτι από την Ιουλία του Ρουσώ ή τη Φαίδρα του Ρακίνα. Τίποτα δεν δείχνει ότι προσπάθησε να αποφύγει το αδιέξοδο. Αντίθετα το ενίσχυσε μέχρι την οριστική εκμηδένισή της. Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ποιος μπορεί να μιλήσει για αλήθεια και να μη φανεί αστείος; Οι επιστολές της διαβάζονται μέχρι σήμερα.

Όταν έχασε την παιδική της φίλη Νάντια, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, κορυφαία Ρωσίδα ποιήτρια, ήταν 12 χρόνων. Από τη σχέση τους, τουλάχιστον όσον αφορά στην Τσβετάγιεβα, δεν έλειπε το ερωτικό στοιχείο. Ο πατέρας της αδικοχαμένης, θυμάται η Μαρίνα, είχε σημειώσει ένα ποίημα στο λεύκωμα της κόρης του που επαναλάμβανε το στίχο: «Μην εμπιστεύεσαι τους άντρες, φίλη μου». Πιθανόν ήταν κάποιο στιχούργημα δικής του έμπνευσης (ή μήπως Πούσκιν;), δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες πληροφορίες. «Δεν πίστεψα ποτέ στη δυσπιστία», σημειώνει η Τσβετάγιεβα με ανεπανάληπτη ευαισθησία: «Απεναντίας,  πίστεψα στον πρώτο που συνάντησα». Το ύφος της εποχής προέτρεπε μια νέα, προικισμένη και από καλή οικογένεια προς τέτοιου είδους σκέψεις. Δεν πρόκειται για το φόβο αλλοίωσης της γυναικείας παρθενίας, λέει, αλλά για την παρακμή ενός ολόκληρου πολιτισμού που εκδικούνταν τα παιδιά του για όσα είχαν στερηθεί οι γονείς. Αργότερα, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς μια κοπέλα μεγαλύτερη προτιμούσε εκείνη για παρέα, μια παιδούλα, γράφει: «Ίσως ακολουθούσες την ποιήτρια που τώρα σε ανασταίνει».

Σήμερα, η τελευταία επίδραση στον τρόπο που κατανοούμε τον έρωτα είναι πιθανότατα οι 50 αποχρώσεις του γκρι- δίχως ίχνος ταλέντου η κυριούλα που έγινε εκατομμυριούχος αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Οι ανήσυχες καρδιές βρίσκουν παρηγοριά στο έντεχνο τραγούδι, αφού η ποίηση παραμένει σχετικά απρόσιτη. Από τον έρωτα μέχρι θανάτου έως την εκμάθηση της δυσπιστίας, η απόσταση παραμένει χαοτική. Η ισορροπία μεταξύ των δύο ήταν ανέκαθεν υπόθεση του καθενός. Πέρυσι, για παράδειγμα, μία παρεξήγηση κρατούσε μακριά κάποιο ζευγάρι, ώσπου το αγόρι έφυγε πρόωρα. Του είχε αφιερώσει κάποτε εκείνο του Χαρούλη. Αν, τότε. Αν γίνεις αυτό που ήσουν, θα έρθω κοντά σου. Το αν έγινε έμμονη ιδέα. Η επανασύνδεση αναίτια αναβαλλόταν. Αν, τότε, ποτέ. Ο πολιτισμός που άθελά του ψεύδεται, ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας. Ασφαλώς, βλέποντας τα πράγματα πιο ψύχραιμα, τα τραγούδια δεν υποχρεούνται να τονίζουν την αλήθεια που επείγει, αλλά να περιγράφουν τις διαθέσεις, τα ψέματα και τους εγωισμούς των ανθρώπων. Προστατευμένος μέσα στην πόλη, σίγουρος για το αύριο που του υπόσχονται, με πίστη στην ιατρική και στο αήττητο της θνητότητάς του, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του. Δυστυχώς, όμως, shit happens.

Άρχισε να μ' ενοχλεί και τ' άλλο του Θανάση: «Άμοιρη ψυχή, μην ξεγελαστείς». Ο στίχος επικεντρώνεται στην αδυναμία του ερωτευμένου. Μα τι είναι ο έρωτας, θα ρωτήσει κάποιος, αν δεν είναι αυτή ακριβώς η αδυναμία; Εν μέρει θα 'χει δίκιο. Δεν είναι έρωτας όμως μια αδυναμία που παραλύει και γίνεται εύκολη αυτοδικαίωση κάποιας άμοιρης ψυχής. Θέλω, αλλά φοβάμαι. Δεν φταίω, ξεγελάστηκα. Τι σόι απαγορεύεται είναι αυτό; Τι θα γίνει δηλαδή αν πληγωθεί, τι θα συμβεί αν φτάσει στα άκρα, τι θα χάσει αν «ένα φιλί αμέθυστο έρθει και του ζητήσει»; Προφανώς τίποτα. Ο Παπακωνσταντίνου ξέρει καλά πως τον άνθρωπο πατάν στ'αλήθεια τα πόδια του τα ίδια. Υπονοώ όμως, για να μην κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου, ότι κορίτσια που δάκρυζαν με το «Μιλώ για σένα» έκαναν γάμους συμφέροντος προκειμένου να πάρουν το αίμα τους πίσω: όταν δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τον έρωτα, δεν μπορείς να αναμετρηθείς και με τον θάνατο, προτιμώντας να τον ζήσεις εν ζωή.

Ο ρόλος του καθοδηγητή ή του λογοκριτή έχει πολλούς υποψηφίους, αλλά ευτυχώς δεν φτιάχτηκε για κανέναν από μας. Πάντα κάθε άνθρωπος θα επηρεάζεται από ερεθίσματα που ο ίδιος θα επιτρέπει να τον επηρεάσουν, από όσα νομίζει πως του ταιριάζουν, από αυτά που τον εκφράζουν μια δεδομένη στιγμή περισσότερο. Όλο και κάποιος Γκαίτε, ένας αυταρχικός πατέρας ή απλά κάποιος στίχος θα θέτει ερωτήματα. Η ζωή θα φορτώνεται με «γραφειοκρατία», η οποία από τη μία θα την κάνει πλουσιότερη κι από την άλλη θα την απειλεί με τρικλοποδιά. Στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε αυτοί που θέλουμε να περάσουμε μέσα από την κόλαση. Να δυστυχήσουμε και να ευτυχήσουμε με το δικό μας τρόπο. Να βγούμε νικητές αφού κοιτάξουμε τον γκρεμό. Ίσως μονάχα με το πέρασμα των χρόνων η συμβουλή εκείνου του θείου του Σταντάλ ανακτά την αξία της: «Όταν μια γυναίκα σε εγκαταλείπει, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες κάνε ερωτική εξομολόγηση σε μιαν άλλη». Η βιασύνη, αν και ανισόρροπη, έχει περισσότερη υγεία με το μέρος της. Σκοντάφτει δηλαδή κι όποιος αργεί.

Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα σοκολατάκια φαγώθηκαν. Και τα ζευγαράκια που ήδη χώρισαν, ενώ πριν μερικές μέρες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης, ξέρουν ότι δεν βρισκόμαστε μήτε σε ανθοπωλείο μήτε σε ζαχαροπλαστείο. Ο Ιαβέρης, αναφερόμενος στην οδηγική συμπεριφορά, είχε προειδοποιήσει: όταν έρχεται η στιγμή του φρεναρίσματος, τα χάνεις. Στο κακό αποδεικνύεσαι ηλίθιος. Ο θάνατος δεν καταλαβαίνει πάντοτε από ζώνες ασφαλείας. Γι'αυτό ο Μήτσος Σταυρακάκης έγραψε: «Έλα κι απόψε κοπελιά στην εδική μου αγκάλη, να κλέψομε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι». Όταν πρωτάκουσα την μαντινάδα του μικρός, νόμιζα πως την έγραψε άνθρωπος άρρωστος, κάποιος που πεθαίνει, ένας Κρητικός που σκέφτεται να δοκιμάσει το one night stand. Δεν έδωσα σημασία.

                                                  (Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi)

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Καλή πρόοδο

Αν ο Μπωντλαίρ δεν υποχωρεί όταν είναι αντιμέτωπος με την έκφραση του Κακού, με το ζωγράφισμα του βίτσιου και της ασχήμιας, αν δεν διστάζει να προχωρήσει τον δαυλό του ως και τα πιο επίφοβα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου, το κάνει όχι γιατί αρέσκεται στη νοσηρότητα, ή για να ιδιοτυπήσει, αλλά από συνειδητή βούληση. Αντίθετα από τους περισσότερους συγχρόνους του, ερωτευμένους με γραφικότητες, είτε με τις απρόσμενες πόζες, αρνείται να γίνει άθυρμα των μεγάλων λέξεων και των λογοτεχνικών «στάσεων». Γι’ αυτόν, όπως θα πει ο Ζαν Μαρσενάκ, η ποίηση δεν υπήρξε ποτέ μια δικαιολογία, ούτε μια ευκαιρία για να εθελοτυφλεί. Είναι, όμως, ανηλεής και με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Μπωντλαίρ γνώρισε τις πτώσεις, τις ασωτείες, τις παραιτήσεις της βούλησης. Παραδόθηκε στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, γεύτηκε ορισμένες σεξουαλικές διαστροφές. Υπήρξε οκνηρός και ασυνεπής. Όμως δεν απαρνήθηκε ποτέ την οξυδέρκειά του. Η ηθική του υγεία ήταν εκπληκτική. Κρίνει χωρίς επιείκεια ό,τι συνετέλεσε στην «απώλειά» του. Καταδικάζει ό,τι τον έκανε να πισωδρομήσει. Γι’ αυτόν είναι σαν να γράφτηκε η λαξευτή εκείνη φράση του Τζο Μπουσκέ:« Σε ορισμένους ανθρώπους έλαχε, σαν εξαιρετική τύχη, να μην μπορούν να αυταρέσκονται». Μάταια θα αναζητούσαμε στη λογοτεχνία μας ένα τόσο χτυπητό παράδειγμα διανοητικής ακεραιότητας. Ο Μπωντλαίρ δεν ψάχνει ποτέ για δικαιολογία. Δεν καταφεύγει στην καταπιεσμένη απολογία του βίτσιου του, έχει το θάρρος να καταγγείλει τα σφάλματά του. Η λατρεία του Εγώ, την οποία θέτει ως μείζονα αρχή του δανδισμού, δεν είναι αυταρέσκεια ή τύφλωση. Είναι η επιδίωξη ενός συνεχούς καλύτερου, μια αληθινή «Ανάληψη», μια αληθινή ασκητική. «Η ειλικρίνεια», γράφει κάπου, «μέσο πρωτοτυπίας». Θα μπορούσε να προσθέσει: πηγή ηθικής προόδου.

Λυκ Ντεκών, Μπωντλαίρ, Εκδόσεις Πλέθρον, Μετάφραση Γιώργου Σπανού.