Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Siam venuti fin qua per vedere segnare Kaka!


Στο Μουντιάλ του 1998, είχα γράψει 64 ρεπορτάζ για τους 64 αγώνες που είχαν γίνει. Στο τετραδιάκι μου φυσικά. Κατάλαβα τότε πόσο εύκολη ήταν η αθλητική δημοσιογραφία ή πόσο εύκολο μου ήταν με την παθιασμένη ενασχόληση μου, να γράφω καλύτερα ρεπορτάζ από αυτά των εφημερίδων, αφού οι γνώσεις μου ήταν ήδη περισσότερες από αυτές που είχαν οι δημοσιογράφοι της εποχής(ουμμμμμ, ψώνιο!).

Αποφάσισα μεγαλώνοντας να μην είμαι με καμία ομάδα, να 'μαι για την πάρτη μου και μόνο αδιαφορώντας για τις τιτανομαχίες του εγχώριου πρωταθλήματος, ενοχλημένος και απογοητευμένος από την οπαδική διανοητική υστέρηση, τις κόντρες, τα βρισίδια, τις υποτιθέμενες ιδεολογικές διαφορές, τη μίζερη συζήτηση που έριχνε το βάρος της στα ιδιοκτησιακά, τα κουτσομπολιά, τη μαγκιά, στον λαό του ΠΑΟΚ, του Άρη, του Ηρακλή, τη θρησκεία που ονομάζεται ποδόσφαιρο και τις αιρέσεις του, τις διάφορες δηλαδή ομάδες του. Καμία αγάπη για το ποδόσφαιρο δεν υπήρχε σε όλα αυτά. Αν δεν μπορούσαν να στοιχηματίσουν και να ταυτιστούν οι οπαδοί, θα αγνοούσαν την ύπαρξη του ποδοσφαίρου. Εξάλλου σπάνια βλέπαμε μπάλα στην Ελλάδα, με εξαίρεση τον ευρωπαίο Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ του Μπάγεβιτς, τον Ολυμπιακό του μέγιστου Ριβάλντο.

Έζησα πολύ έντονα τον θρίαμβο του 2004, αλλά δεν κατάφερα να μη μελαγχολήσω όταν έβλεπα τις υπερβολές των Ελληναράδων, όλων αυτών που σνόμπαραν επί χρόνια την Εθνική όταν εγώ ξεροστάλιαζα στο Καυταντζόγλειο για να δω την Ελλάδα απέναντι στην Κροατία του Μπόμπαν και του Σούκερ, και που συνεχίζουν και σήμερα να ασκούν κριτική στον Ρεχάγκελ, αφού οι πρόεδροι τους αλλάζουν τους προπονητές σαν τα πουκάμισα χωρίς αντιδράσεις, τους sportcasters που στενοχωριούνται όταν χάνει ο Θρύλος, που στολίζουν τον αλληλοσπαραγμό με ευχολόγια, που κολλάνε με την ώρα στις αμφισβητούμενες φάσεις και τα ηλίθια γραφήματα διυλίζοντας τον κώνωπα- αν και πρόκειται για αμφισβητούμενες αποφάσεις(ποιος αμφισβητεί την ύπαρξη των φάσεων;).

Πώς γίνεται αυτό που ο αρχιδιαιτητής βλέπει καθαρά, το αντίθετο να βλέπω εγώ ξεκάθαρα; Λεπτομέρειες. Τους δώσανε γάιδαρο και τον κοιτούσανε στα δόντια. Αυτή είναι η αίσθηση μου. Η αθλητική δημοσιογραφία καταφέρνει να καταστρέφει αυτό που αγαπήσαμε μικροί, στις αλάνες με κοντά παντελονάκια. Το αληθινό ποδόσφαιρο κρύβεται στο τελευταίο βιβλίο του Σωτηρακόπουλου, στα βιβλία του Μονταλμπάν και του Γκαλεάνο, στις παραγωγές της Gazzetta dello Sport, στις ντρίμπλες του Μπάτζιο, την μεγαλοφυΐα Μαραντόνα, στην επιτάχυνση του Κρόιφ και τόσων άλλων. Η ηλιθιότητα έχει κυριαρχήσει πολύ άνετα και είναι απολύτως φυσιολογικό κάποια στιγμή να νιώσεις ότι τελικά απεχθάνεσαι όλη αυτήν την αηδία που κάνει αντιπαθητικό το ποδόσφαιρο στις γυναίκες, κρύβοντας τις ομορφιές του και τις ιστορίες του.

Οι ελληνικές ομάδες που έχουν σχεδόν μόνο ξένους ποδοσφαιριστές, σαν την προφητική ταινία «η Ρένα είναι offside» και το φτηνό οπαδιλίκι φοράει μάλιστα και έναν πατριωτικό μανδύα για να δικαιολογηθεί: οι ομάδες μας στην Ευρώπη μαζεύουν πόντους για την Ελλάδα βρε. Κάτι σαν την Eurovision του ποδοσφαίρου, ένας εθνικός στόχος που δεν αφορά κανέναν. Αυτός είναι ο νέος πατριωτισμός του ποδοσφαίρου μας. Και οι αθλητικές οπαδικές εφημερίδες συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια ανανέωση! Θα ήθελα πολύ ας πούμε όταν βρίζουν τη μάνα του διαιτητή να μπορεί εκείνος να απαντήσει από το μεγάφωνο με ηχογραφημένο του μήνυμα σαν τον σταρ που βραβεύεται: Ο διαιτητής δεν μπορεί να είναι μαζί μας γιατί βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον αγωνιστικό χώρο αλλά μας έστειλε το μήνυμα του: «Είναι πουτ… όλων των γαύρων οι μάνες».

Φίλος της Μίλαν από μικρός(αν ήμουν στην Ιταλία πιθανότατα να μην ήμουν), αν και δεν μας άξιζε να κερδίσουμε χθες, λυπήθηκα για το ακυρωθέν γκολ του Πάτο. Τέτοια γκολ πρέπει να κρίνουν τα μεγάλα ματς, και ο διαιτητής που το ακύρωσε, το καταδίκασε στη λήθη. Στη Μίλαν έχουν ακυρωθεί κι άλλα κρίσιμα γκολ, όπως του Σεβτσένκο στο Ολντ Τράφορντ το 2003, και πάλι του Ουκρανού στον ημιτελικό με την Μπάρτσα το 2006, στερώντας από τον ποδοσφαιρικό πλανήτη την δίκαιη παράταση, και τα δυο από τη σφυρίχτρα του Μάρκους Μερκ. Χθες, κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα το μεγάλο γκολ του 20χρονου Βραζιλιάνου, θυμήθηκα το απίθανο γκολ του Πλατινί, ένα από τα πιο ωραία της καριέρας του που ακυρώθηκε στον Τελικό του Διηπειρωτικού το 1985.

Η μοίρα έβαλε φέτος τη Μίλαν και τη Ρεάλ στον ίδιο όμιλο. Χωρίς να τον έχουμε ξεπεράσει ακόμα, έπρεπε να δούμε τον Κακά να μπαίνει στο Σαν Σίρο σαν αντίπαλος μας πια. Δεν ήταν προδότης όπως ο Φίγκο. Εμείς τον δώσαμε, εμείς φταίξαμε και ο πρόεδρος με την οστρακιά. Βλέποντας τον Αμπροζίνι και τον Πίρλο να κόβει τον Κακά, ένιωθα πως παρακολουθούσα το διπλό της Μίλαν. Παγωμένο και το Σαν Σίρο όπως σχολιάστηκε, αφού κάθε φορά που ακουμπούσε την μπάλα ο μέχρι πρότινος ηγέτης της Μίλαν, παρακολουθούσε ένα θρίλερ. Ένταση και αμηχανία. Αν σκόραρε ο Κακά, τι θα κάναμε; Εκείνος τι θα έκανε; Θα έκλαιγε όπως ο Μπατιστούτα κόντρα στην Φιορεντίνα ή θα μας έλεγε ότι δεν μας ακούει όπως ο Ρονάλντο στους οπαδούς της Ίντερ; Σίγουρα δεν θα πανηγύριζε, μας το είχε πει. Το ιδανικό θα ήταν ένα ματς χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον, να έρθει να τον αποθεώνουμε κάθε φορά που θα ακουμπούσε μπάλα. Φοβόμασταν την μοιραία φάση. Και ότι θα έπρεπε να πάρουμε θέση. Από το 1990 στον ημιτελικό της Ιταλίας στην Νάπολι με την Αργεντινή του αγίου της του Μαραντόνα, είχε να υπάρξει τόσο διχασμένο κοινό.

Εκείνος έξω από τα νερά του εντελώς, δεν φαίνεται ακόμα έτοιμος να ταυτιστεί με τη νέα του ομάδα. Έκανε κάποιες κούρσες αλλά δεν ήταν συγκεντρωμένος στο ματς, αποδεικνύοντας ότι δικαίως τον αγαπήσαμε, ότι δεν είναι στυγνός επαγγελματίας. Κάποια στιγμή που τσίμπησε την μπάλα και έφυγε από τον Νέστα του φώναξα και εγώ: Που πας ρε μαλάκα, από τον δικό μας την κλέβεις; Χθες νομίζω το συνειδητοποιήσαμε. Ο Κακά είναι παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν είναι όμως ακόμα κομμάτι της. Το σφύριγμα της λήξης ήταν η λύτρωση. Μπορούσαμε να χειροκροτήσουμε τον μεγάλο Κακά!Όπως όλα δείχνουν, θα χρειαστούν κι άλλα χρόνια για να αρνηθώ κι εγώ το κομμάτι του ποδoσφαίρου που αγαπώ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ειδικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: