Μία θεωρία της Ράνιας λέει: «Όποιος είπε ότι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, δούλευε για τους πλούσιους. Τα λεφτά δεν μπορούν ν’ αγοράσουν την ευτυχία. Ναι, αλλά όπως είπαν και άλλοι πριν από μένα, μπορούν ν’ αγοράσουν ένα σωρό άλλα χρήσιμα πράγματα, όπως π.χ. μια μέρα στο σπα. Και μια μέρα στο σπα είναι ευτυχία».
Στον Ταχυδρόμο του Σαββάτου, μίλησαν εκκολαπτόμενα golden boys και girls. Η πρώτη είπε: «Θα έκανα τα πάντα για να τα καταφέρω ίσως και λίγο βρόμικα, αλλά δε θέλω και να χάσω την αξιοπρέπεια μου». 2000 ευρώ ζητούσε για αρχή. Η δεύτερη ελάλησε: «Θα κάνω ό, τι μπορώ για να αποδεικνύω ότι υπερτερώ(19 χρονών σκατό) και ότι είμαι η καταλληλότερη για την κορυφή. Προσωπικά μου αξίζει και μου ταιριάζει κάτι πολύ καλύτερο από αυτό. Θέλω μια θέση ψηλά, με αρκετά λεφτά. Ζητάω τα αυτονόητα». Υποκειμενικό και το αυτονόητο, για να παραφράσω τη Δημουλά. Το πιο ισορροπημένο ήταν το αγόρι. Λίγη από την αυτοπεποίθηση τους να είχα. Και τις λαστιχένιες αρχές τους.
Στο Ψυχώ ένας εκατομμυριούχος πελάτης, ο Τομ Κάσιντι, λέει φλερτάροντας με την πρωταγωνίστρια Μάριον προτού εκείνη εξαφανιστεί με τα λεφτά του αφεντικού της: “You know what I do about unhappiness? I buy it off”. Δεν μπορούμε να αγοράσουμε την ευτυχία αλλά γίνεται να εξαγοράσουμε την δυστυχία;
Αμφιβάλλω. Ο Όρσον Γουέλς μας δίδαξε το αντίθετο στον Πολίτη Κέιν. Δεν υπάρχει πιο δύσκολη τέχνη από το να ζει κανείς έγραψε ο Σενέκας. Είναι όμορφο οι άνθρωποι να επιδιώκουν τα ερεθίσματα που αφορούν στα προβλήματα της ύπαρξης και της ζωής, ακόμα κι αν είναι ανάλαφρα, σαν τις θεωρίες της Ράνιας. «Και τον λογαριασμό της ΔΕΗ να διαβάσετε, καλό θα σας κάνει» όπως είπε και ο Μαρκοράς στην Κουντουράτου. Όλοι ξέρουμε πια ότι η γενίκευση έχει φτιαχτεί από τις εξαιρέσεις. Σκεφτείτε έλεγε ο Ρίλκε «αν κάποτε αντί για λαούς, έθνη, οικογένειες και κοινωνίες έχουμε ανθρώπους; Αν δεν μπορούμε πλέον να ομαδοποιήσουμε ούτε τρεις κάτω από ένα όνομα! Δε θα υποχρεωθεί τότε ο κόσμος να διευρυνθεί;». Ο ποιητής πίστευε ότι όσο πιο ανθρώπινοι γινόμαστε, τόσο περισσότερο διαφέρουμε. Ως πότε θα τσουβαλιάζουμε το αντίθετο φύλο;
Έχουμε μάθει πώς να ντυνόμαστε, πώς να στεκόμαστε, πώς να πουλάμε μούρη, αλλά όχι πώς να αγαπιόμαστε, όχι πώς να σκεφτόμαστε. Προσπαθούμε να νιώσουμε καλύτερα κλεισμένοι στον εαυτό μας, όσο εξωστρεφείς κι αν δείχνουμε. Ο πόνος, εξορισμένος πλέον και από την TV, είναι ανεπίτρεπτος και απαράδεκτος. Αυτός που τον φέρει, πρέπει να νιώθει ενοχές. Γίνεται λεπρός και ανεπιθύμητος. Οφείλει να τον κρύβει. Αν πονάς είσαι ψωριάρης, αν χαμογελάς είσαι ύποπτος. Σου απομένει μόνο μία επιλογή: το βλέμμα του κενού. Και όλο ψάχνουμε να νιώσουμε καλύτερα, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως δείχνει εκπληκτικά το Monsters ball, όπου η βραβευμένη Hale Berry εκλιπαρεί τον Billy Bob Thornton να την κάνει να νιώσει καλά, στη συγκλονιστική ερωτική σκηνή.
Να πιούμε, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να τσιρίξουμε, να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον, να ασχοληθούν μαζί μας, να επιδείξουμε τους τίτλους ευτυχίας μας όπως άλλοι τους τίτλους ευγενείας τους (Μπρυκνέρ). Υπερβάλλουμε για να μη μας πουν βαρετούς, το ένστικτο αυτοπροστασίας μας γίνεται η φυλακή μας, η καχυποψία μας αντικαθιστά την αφέλειά μας, η αυθαίρετη κρίση μας αποδεικνύει την ισχύ μας. Ο φανατισμός σύμπτωμα αμορφωσιάς, ο μηδενισμός σημάδι παραίτησης. Αυτή είναι η καθημερινότητά μας. Αδειάζουμε τα βλέμματα για να γεμίσουμε τα ποτήρια.
Το αλκοόλ που μας ενώνει, μας χωρίζει, μας πληγώνει, μας προσκαλεί να πιούμε την δυστυχία μας, να την πιούμε μέχρι πάτο, στην υγειά της. Τα groups στο Facebook δεν μπορούν παρά να το υμνούν: α)Τι να μας κάνει η μπύρα, μια μπύρα μόνο τι να μας κάνει, β)Άλλοι πίνουν από πόνο, άλλοι από αγάπη, εμείς πίνουμε από το πρωί, είναι δύο από αυτά και τουλάχιστον τα σώζει το χιούμορ τους. Όσο πιο πολύ πίνεις τόσο πιο πολύ ευτυχισμένος θα είσαι ή θα γίνεις. Ανακοινωθέν από το μέτωπο θυμίζουν και τα διάφορα status(es), όπου με αγωνία πληροφορούμε τους άλλους για το πόσο διασκεδάσαμε χθες, πόσο χορέψαμε, εκφράζοντας την κραυγή των μεθυσμένων από τα έγκατα του κωλομάγαζου που διαφημίζει η τοπική τηλεόραση ή από τον ομφαλό της διασκέδασης, τη Μύκονο: «Περνάμε τέεεεελεια». Το μελαγχολικό βλέμμα όμως επιμένει.
Είναι ένας τρόπος να περάσουμε καλά, αναμφίβολα. Όταν ο χώρος το επιτρέπει και είμαστε και με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Δεν υποτιμούμε σε καμία περίπτωση την ανάγκη του κόσμου που εργάζεται να γλεντήσει. Δεν αντέχουμε ωστόσο και αυτήν τη συστηματική εξερεύνηση της αντοχής μας στο ποτό. Νομίζουμε ότι ακολουθώντας το ρεύμα του μπαρ θα γίνουμε αυτομάτως ευτυχισμένοι, αδιαφορώντας για τις βαθύτερες ανάγκες μας που φοβόμαστε ότι θα μας απομονώσουν από τις παρέες μας. Μα είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα μας χτυπήσουν την πόρτα. Τα κενά δεν καλύπτονται στο σκοτάδι.
Αντιδραστικός από τη φύση μου, σάρκαζα τις αφίσες των φοιτητικών παρατάξεων: «Γιατί μας λέτε ότι θα έχει άφθονο ποτό, αλκοολικοί είμαστε;». «Θα έρθεις;» με ρωτούσαν. «Γιατί ρε παιδιά, τι γιορτάζουμε» απαντούσα, παρατήρηση που θεωρούνταν απρεπής… Θα ήθελα πολύ να έχω κάθε μέρα το ίδιο κέφι για να γιορτάζω τη ζωή, αλλά συνήθως η σύνθεση της παρέας με απέτρεπε από το να το δοκιμάζω συχνά. «Ω ζωή σε αγαπώ, αλλά όχι κάθε μέρα» έλεγε ο Τσερρόλι. Εμείς λέμε, η ζωή είναι ωραία, αλλά να ‘χεις πιει πρώτα κάτι.
Και ο έρωτας; Ερωτεύονται συχνά όσοι δεν αντέχουν τον εαυτό τους καθότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ξεφορτωθείς τον εαυτό σου από το να ερωτευτείς, να φορτώσεις την ύπαρξή σου σε έναν άλλον, συνήθως χειρότερό σου, προκειμένου να τον κατηγορήσεις όταν αρχίσεις να τον πνίγεις με τη φορτικότητά σου. Η αυτοπεποίθησή μας είναι μια κινούμενη άμμος. Είναι ντροπή να είμαστε πλήρεις, είναι υποτίμηση του άλλου η ελεύθερη βούληση, είναι προκλητική η ανεξαρτησία, η αγάπη σημαίνει εξάρτηση, σημαίνει μιζέρια. Στους άλλους, συνήθως αυτούς που μας ταλαιπωρούν, μπερδέψαμε τη γλύκα με την καλοσύνη και την ευαισθησία με την αδυναμία. Και οι γυναίκες που ζητούν κυνηγούς θα πρέπει τουλάχιστον να είναι διατεθειμένες να αιχμαλωτιστούν, δηλαδή να δυστυχήσουν.
«Η ζωή χωρίζεται σε τρεις φάσεις: επανάσταση, περισυλλογή, τηλεόραση. Ξεκινάς να αλλάξεις τον κόσμο και καταλήγεις να αλλάζεις κανάλια» λέει ο Αρκάς. Εκπομπές με ειδικές ικανότητες, εκπομπές-κινητά, που σκοτώνουν τα εγκεφαλικά κύτταρα πλημμυρίζουν την ελληνική τηλεόραση: Φύτρωσε, ντούλεψε, λέει ο Γκέλερ. Φιλέτο στο μάτι, μπριζόλα στη μούρη για τα μοντέλα. Σαχλαμάρα ομαδάρα από το πρωί, γλυκανάλατα σίριαλ, μια ακόμα αντιγραφή του Χριστόφορου με το δηλητηριώδες σπέρμα του. Οι Έλληνες έπαψαν να είναι βασιλόφρονες αφού η αβοήθητη βασίλισσα Μενεγάκη χάνει στα νούμερα και το πραξικόπημα Καραμέρου-Χαριτάτου μας συγκλονίζει. Οι θεωρίες της Ράνιας γίνονται οδηγός της ζωής μας. Και όλοι μαζί φωτογραφιζόμαστε για το Facebook.
Βάζουμε τα κιλά μας υπό επιτήρηση λες και πρόκειται για την οικονομία της χώρας, τα συναισθήματα μας περνούν από την ευτυχία στην δυστυχία με τρελό ρυθμό που δεν τα προλαβαίνουμε, είμαστε εύθραυστοι ή εντελώς ανίκανοι να ζήσουμε κάτι πραγματικό. Όλο και κάποιος μας πιέζει και μας αγχώνει. Η αλήθεια μας είναι το πιο αποκρουστικό θέαμα.
Στον Ταχυδρόμο του Σαββάτου, μίλησαν εκκολαπτόμενα golden boys και girls. Η πρώτη είπε: «Θα έκανα τα πάντα για να τα καταφέρω ίσως και λίγο βρόμικα, αλλά δε θέλω και να χάσω την αξιοπρέπεια μου». 2000 ευρώ ζητούσε για αρχή. Η δεύτερη ελάλησε: «Θα κάνω ό, τι μπορώ για να αποδεικνύω ότι υπερτερώ(19 χρονών σκατό) και ότι είμαι η καταλληλότερη για την κορυφή. Προσωπικά μου αξίζει και μου ταιριάζει κάτι πολύ καλύτερο από αυτό. Θέλω μια θέση ψηλά, με αρκετά λεφτά. Ζητάω τα αυτονόητα». Υποκειμενικό και το αυτονόητο, για να παραφράσω τη Δημουλά. Το πιο ισορροπημένο ήταν το αγόρι. Λίγη από την αυτοπεποίθηση τους να είχα. Και τις λαστιχένιες αρχές τους.
Στο Ψυχώ ένας εκατομμυριούχος πελάτης, ο Τομ Κάσιντι, λέει φλερτάροντας με την πρωταγωνίστρια Μάριον προτού εκείνη εξαφανιστεί με τα λεφτά του αφεντικού της: “You know what I do about unhappiness? I buy it off”. Δεν μπορούμε να αγοράσουμε την ευτυχία αλλά γίνεται να εξαγοράσουμε την δυστυχία;
Αμφιβάλλω. Ο Όρσον Γουέλς μας δίδαξε το αντίθετο στον Πολίτη Κέιν. Δεν υπάρχει πιο δύσκολη τέχνη από το να ζει κανείς έγραψε ο Σενέκας. Είναι όμορφο οι άνθρωποι να επιδιώκουν τα ερεθίσματα που αφορούν στα προβλήματα της ύπαρξης και της ζωής, ακόμα κι αν είναι ανάλαφρα, σαν τις θεωρίες της Ράνιας. «Και τον λογαριασμό της ΔΕΗ να διαβάσετε, καλό θα σας κάνει» όπως είπε και ο Μαρκοράς στην Κουντουράτου. Όλοι ξέρουμε πια ότι η γενίκευση έχει φτιαχτεί από τις εξαιρέσεις. Σκεφτείτε έλεγε ο Ρίλκε «αν κάποτε αντί για λαούς, έθνη, οικογένειες και κοινωνίες έχουμε ανθρώπους; Αν δεν μπορούμε πλέον να ομαδοποιήσουμε ούτε τρεις κάτω από ένα όνομα! Δε θα υποχρεωθεί τότε ο κόσμος να διευρυνθεί;». Ο ποιητής πίστευε ότι όσο πιο ανθρώπινοι γινόμαστε, τόσο περισσότερο διαφέρουμε. Ως πότε θα τσουβαλιάζουμε το αντίθετο φύλο;
Έχουμε μάθει πώς να ντυνόμαστε, πώς να στεκόμαστε, πώς να πουλάμε μούρη, αλλά όχι πώς να αγαπιόμαστε, όχι πώς να σκεφτόμαστε. Προσπαθούμε να νιώσουμε καλύτερα κλεισμένοι στον εαυτό μας, όσο εξωστρεφείς κι αν δείχνουμε. Ο πόνος, εξορισμένος πλέον και από την TV, είναι ανεπίτρεπτος και απαράδεκτος. Αυτός που τον φέρει, πρέπει να νιώθει ενοχές. Γίνεται λεπρός και ανεπιθύμητος. Οφείλει να τον κρύβει. Αν πονάς είσαι ψωριάρης, αν χαμογελάς είσαι ύποπτος. Σου απομένει μόνο μία επιλογή: το βλέμμα του κενού. Και όλο ψάχνουμε να νιώσουμε καλύτερα, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως δείχνει εκπληκτικά το Monsters ball, όπου η βραβευμένη Hale Berry εκλιπαρεί τον Billy Bob Thornton να την κάνει να νιώσει καλά, στη συγκλονιστική ερωτική σκηνή.
Να πιούμε, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να τσιρίξουμε, να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον, να ασχοληθούν μαζί μας, να επιδείξουμε τους τίτλους ευτυχίας μας όπως άλλοι τους τίτλους ευγενείας τους (Μπρυκνέρ). Υπερβάλλουμε για να μη μας πουν βαρετούς, το ένστικτο αυτοπροστασίας μας γίνεται η φυλακή μας, η καχυποψία μας αντικαθιστά την αφέλειά μας, η αυθαίρετη κρίση μας αποδεικνύει την ισχύ μας. Ο φανατισμός σύμπτωμα αμορφωσιάς, ο μηδενισμός σημάδι παραίτησης. Αυτή είναι η καθημερινότητά μας. Αδειάζουμε τα βλέμματα για να γεμίσουμε τα ποτήρια.
Το αλκοόλ που μας ενώνει, μας χωρίζει, μας πληγώνει, μας προσκαλεί να πιούμε την δυστυχία μας, να την πιούμε μέχρι πάτο, στην υγειά της. Τα groups στο Facebook δεν μπορούν παρά να το υμνούν: α)Τι να μας κάνει η μπύρα, μια μπύρα μόνο τι να μας κάνει, β)Άλλοι πίνουν από πόνο, άλλοι από αγάπη, εμείς πίνουμε από το πρωί, είναι δύο από αυτά και τουλάχιστον τα σώζει το χιούμορ τους. Όσο πιο πολύ πίνεις τόσο πιο πολύ ευτυχισμένος θα είσαι ή θα γίνεις. Ανακοινωθέν από το μέτωπο θυμίζουν και τα διάφορα status(es), όπου με αγωνία πληροφορούμε τους άλλους για το πόσο διασκεδάσαμε χθες, πόσο χορέψαμε, εκφράζοντας την κραυγή των μεθυσμένων από τα έγκατα του κωλομάγαζου που διαφημίζει η τοπική τηλεόραση ή από τον ομφαλό της διασκέδασης, τη Μύκονο: «Περνάμε τέεεεελεια». Το μελαγχολικό βλέμμα όμως επιμένει.
Είναι ένας τρόπος να περάσουμε καλά, αναμφίβολα. Όταν ο χώρος το επιτρέπει και είμαστε και με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Δεν υποτιμούμε σε καμία περίπτωση την ανάγκη του κόσμου που εργάζεται να γλεντήσει. Δεν αντέχουμε ωστόσο και αυτήν τη συστηματική εξερεύνηση της αντοχής μας στο ποτό. Νομίζουμε ότι ακολουθώντας το ρεύμα του μπαρ θα γίνουμε αυτομάτως ευτυχισμένοι, αδιαφορώντας για τις βαθύτερες ανάγκες μας που φοβόμαστε ότι θα μας απομονώσουν από τις παρέες μας. Μα είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα μας χτυπήσουν την πόρτα. Τα κενά δεν καλύπτονται στο σκοτάδι.
Αντιδραστικός από τη φύση μου, σάρκαζα τις αφίσες των φοιτητικών παρατάξεων: «Γιατί μας λέτε ότι θα έχει άφθονο ποτό, αλκοολικοί είμαστε;». «Θα έρθεις;» με ρωτούσαν. «Γιατί ρε παιδιά, τι γιορτάζουμε» απαντούσα, παρατήρηση που θεωρούνταν απρεπής… Θα ήθελα πολύ να έχω κάθε μέρα το ίδιο κέφι για να γιορτάζω τη ζωή, αλλά συνήθως η σύνθεση της παρέας με απέτρεπε από το να το δοκιμάζω συχνά. «Ω ζωή σε αγαπώ, αλλά όχι κάθε μέρα» έλεγε ο Τσερρόλι. Εμείς λέμε, η ζωή είναι ωραία, αλλά να ‘χεις πιει πρώτα κάτι.
Και ο έρωτας; Ερωτεύονται συχνά όσοι δεν αντέχουν τον εαυτό τους καθότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ξεφορτωθείς τον εαυτό σου από το να ερωτευτείς, να φορτώσεις την ύπαρξή σου σε έναν άλλον, συνήθως χειρότερό σου, προκειμένου να τον κατηγορήσεις όταν αρχίσεις να τον πνίγεις με τη φορτικότητά σου. Η αυτοπεποίθησή μας είναι μια κινούμενη άμμος. Είναι ντροπή να είμαστε πλήρεις, είναι υποτίμηση του άλλου η ελεύθερη βούληση, είναι προκλητική η ανεξαρτησία, η αγάπη σημαίνει εξάρτηση, σημαίνει μιζέρια. Στους άλλους, συνήθως αυτούς που μας ταλαιπωρούν, μπερδέψαμε τη γλύκα με την καλοσύνη και την ευαισθησία με την αδυναμία. Και οι γυναίκες που ζητούν κυνηγούς θα πρέπει τουλάχιστον να είναι διατεθειμένες να αιχμαλωτιστούν, δηλαδή να δυστυχήσουν.
«Η ζωή χωρίζεται σε τρεις φάσεις: επανάσταση, περισυλλογή, τηλεόραση. Ξεκινάς να αλλάξεις τον κόσμο και καταλήγεις να αλλάζεις κανάλια» λέει ο Αρκάς. Εκπομπές με ειδικές ικανότητες, εκπομπές-κινητά, που σκοτώνουν τα εγκεφαλικά κύτταρα πλημμυρίζουν την ελληνική τηλεόραση: Φύτρωσε, ντούλεψε, λέει ο Γκέλερ. Φιλέτο στο μάτι, μπριζόλα στη μούρη για τα μοντέλα. Σαχλαμάρα ομαδάρα από το πρωί, γλυκανάλατα σίριαλ, μια ακόμα αντιγραφή του Χριστόφορου με το δηλητηριώδες σπέρμα του. Οι Έλληνες έπαψαν να είναι βασιλόφρονες αφού η αβοήθητη βασίλισσα Μενεγάκη χάνει στα νούμερα και το πραξικόπημα Καραμέρου-Χαριτάτου μας συγκλονίζει. Οι θεωρίες της Ράνιας γίνονται οδηγός της ζωής μας. Και όλοι μαζί φωτογραφιζόμαστε για το Facebook.
Βάζουμε τα κιλά μας υπό επιτήρηση λες και πρόκειται για την οικονομία της χώρας, τα συναισθήματα μας περνούν από την ευτυχία στην δυστυχία με τρελό ρυθμό που δεν τα προλαβαίνουμε, είμαστε εύθραυστοι ή εντελώς ανίκανοι να ζήσουμε κάτι πραγματικό. Όλο και κάποιος μας πιέζει και μας αγχώνει. Η αλήθεια μας είναι το πιο αποκρουστικό θέαμα.
Οι άντρες είναι έτσι, είναι αλλιώς, είναι όλοι ίδιοι. Όλες οι θεωρίες και οι ιδεολογίες απέτυχαν από τη στιγμή που πήγαν να κατατάξουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες ή να τους συμπεριλάβουν όλους κάτω από τις φτερούγες τους. Οι άντρες φυσικά και δεν είναι ίδιοι. Οι γυναίκες το ίδιο. Αλλιώς το παιχνίδι θα σταματούσε, θα αγαπιόμασταν ή θα μισιόμασταν όλοι, δεν θα ψάχναμε συστηματικά το περιβόητο άλλο μας μισό. Ούτε αυτή η έκφραση μου αρέσει. Προτιμώ να βρω το άλλο μου ολόκληρο, εννοώντας ότι ζητάω έναν άνθρωπο ανεξάρτητο, που θα με επιλέξει και θα τον επιλέξω, τιμώντας την επιλογή μου, υπερασπίζοντάς την μέχρι τέλους, ακόμη και αν πρόκειται για ένα λάθος.
Η αλήθεια είναι μία. Δεν συγχωρούμε ποτέ αυτούς που μας αγάπησαν ολοκληρωτικά. Ο εαυτός μας, αυτός ο κλέφτης μέσα στον νου μας που δεν έχουμε αντιληφθεί, γδύνει τις χαρές της ζωής μας, ανενόχλητος. Να είσαι επιεικής έλεγε ο Πιτιγκρίλι με αυτούς που σε αδίκησαν γιατί δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσουν οι άλλοι. Στο κάτω κάτω της γραφής γράφει ο Νίτσε «ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση τους είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός, ο βλαβερός, συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί».
Μπορεί τελικά στη ζωή να μην αναζητάμε μια αλήθεια αλλά έναν έρωτα, όπως έγραψε ξεμπροστιάζοντάς μας ο Καμύ. Πίσω από τα περισσότερα προβλήματά μας, κρύβεται ο εαυτός μας. Σε μια σχέση άλλωστε ποτέ δεν υπάρχουν μόνο δύο άτομα, αλλά τέσσερα: Εγώ με τον εαυτό μου, εγώ με εκείνη, αυτή με τον εαυτό της και αυτή με εμένα. Μιλάμε για κουαρτέτο. Τέσσερα άτομα προσπαθούν να συνεννοηθούν. Και χρειαζόμαστε τουλάχιστον δύο ολοκληρωμένα άτομα. Τη σχέση μας με τους εαυτούς μας. Τώρα, αν δεν συμφωνήσουν τα άλλα δύο, δεν χάθηκε και ο κόσμος. Πριν κατασταλάξουμε στην γυναίκα της ζωής μας, πρέπει επειγόντως να προηγηθεί η γνωριμία με τον εαυτό μας μέχρι να μπορέσουμε να του πούμε: Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία.
Υ.Γ: Αφιερωμένο εξαιρετικά σε έναν φίλο μου, τον Εγγλέζο Καραγκιοζιδάκο!
3 σχόλια:
ti na pw!!egw pantws den hr8a se auton ton kosmo gia na anakalhpsw isws kapoia alh8eia!!!apla kserw oti den antexw ton eauto mou xwris na exei kardia
Το απόφθεγμα τόσων μακρόσυρτων συζητήσεων με Αποστολιδάκο. Μπορεί να μου το αφιέρωσες αλλά αφιέρωσες!
Yparxei zwi sto blog????Ti eyxaristo. Sxoliaste giati xanomaste!
Δημοσίευση σχολίου