Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Περνάμε τέλεια

Το συνθηματικό σφράγισε την εποχή του lifestyle όπως θα την ονομάσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, άνοιξε επαγγελματικές πόρτες και κέρδισε φοιτητικές εκλογές. Η δήλωση πίστης στη θρησκεία του καταναλωτισμού περνούσε από τη συγκεκριμένη φράση. Στο ένα χέρι το τσιγάρο, στο άλλο χέρι το ποτήρι: η κωμική τραμπάλα ανάμεσα στα δύο λάβαρα της απελευθέρωσης δεν σήκωνε πια όλο το βάρος. Υπήρχαν τα γκάτζετς, οι μάρκες και χίλια δυο πράγματα που θα σε έκαναν μάγκα. Η νεολαία δεν είχε κανένα λόγο να μην ορκίζεται στα ποτήρια που τσούγκριζε ότι περνάει τέλεια. Περνούσε όμως;

Η απάντηση είναι αδιάφορη. Η επανάσταση εξαντλήθηκε εξάλλου με το πρώτο σφηνάκι. Οι νταβατζήδες είχαν πετύχει το στόχο τους. Οι νέοι λαίμαργα ρούφηξαν το δόγμα και λάτρεψαν τις καινούριες τους αλυσίδες. Τώρα δεν ήθελαν να ψυχαγωγηθούν αλλά να διασκεδάσουν. Δεν ήθελαν να απολαύσουν αλλά να ξεσπάσουν. Δεν ήθελαν να σκεφτούν τα δύσκολα αλλά να δουλέψουν για τα εύκολα. Δεν ήθελαν να πιουν αλλά να ξεράσουν. Δεν ήθελαν να κάνουν έρωτα αλλά σεξ, βιντεοσκοπώντας την πράξη. Δεν ήθελαν με τίποτα να περάσουν υπέροχα όπως λέει μία κοπέλα και σπεύδει η φίλη της να τη διορθώσει, φοβούμενη ίσως ότι κάποιος θα τους πετάξει έξω για το λάθος της, αλλά να τραβήξουν φωτογραφίες για το Facebook και να περάσουν τέλεια. Τέλεια ασφαλώς ήταν μόνο η λοβοτομή.

Κάπως έτσι έμαθαν, στοιβαγμένοι όπως ξημεροβραδιάζονταν πριν μερικούς μήνες στις βιβλιοθήκες των Πανεπιστημίων, ότι ο άλλος δεν διαφέρει πολύ από τους ίδιους κι ότι άξιζε μία ευκαιρία πριν τον μισήσουν. Τα πτυχία δεν μοιράζονταν σε ελεύθερους ανθρώπους αλλά κατά κύριο λόγο σε σκλάβους κάθε μπαρούφας που προωθούσε η κλεπτοκρατία. Την ασέλγεια πάνω στην ανάμνηση της παιδικής ηλικίας αναλάμβανε η καθημερινή κραιπάλη. Η κακομοιριά της ψυχής αντικατοπτριζόταν στην αναπηρία της μουσικής. Η μονότονη επανάληψη του ίδιου μοτίβου στη διαπασών δεν ήταν αλληλεγγύη προς τους κουφούς, όπως νομίζαμε μερικοί. Ήθελε απλώς να αποκλείσει κάθε υποψία σκέψης, απαγορεύοντας ταυτόχρονα τη διαφορετικότητα στους δέκτες του μπιτ. Η εξίσωση προς την κατάσταση του ζώου ήταν επιταγή της νύχτας. Τα «πριόνια» έκοβαν τη γλώσσα από τη βάση. Η επικοινωνία είχε απαγορευτεί. Δεν θα μιλούσες αν ήθελες να ανήκεις στους τέλειους. Το ότι εκεί μέσα δεν ήταν ντροπή η απουσία συγκροτημένης προσωπικότητας, ήταν το πιο απελευθερωτικό αίσθημα από όλα. Όλοι ήταν δυνάμει ερωτεύσιμοι με τον ίδιο τρόπο που τα ζώα είναι δυνάμει σφαγιασμένα. Το άδειο βλέμμα ήταν το δικαιολογητικό που σου εξασφάλιζε την είσοδο.

Το πιο φρικιαστικό είναι ότι όντως κάποιοι τα περνούσαν τέλεια. Δεν είχαν μέτρο σύγκρισης. Ήταν φανατικοί ψηφοφόροι του κλαμπ, το οποίο, με τη σειρά του, εφάρμοζε το δικό του μνημόνιο. Αν ακολουθούσες τους κανόνες του, θα περνούσες τέλεια. Αν δεν έβγαινες από την υπαρξιακή σου κρίση, θα έφταιγες εσύ κι όχι η συνταγή. Η έντονη διασκέδαση ήταν άλλωστε φαινομενικά μια δραστική αντιμετώπιση της δυστυχίας, των υποχρεώσεων που αύξαναν και της καταπίεσης που δεν σταματούσε. Ο φασισμός, ασφαλώς, δεν ήταν ότι δεν μπορούσες σε καμία περίπτωση να περάσεις καλά. Ο φασισμός ήταν ότι σπάνια είχες την επιλογή να υπονοήσεις ότι πλήττεις. Το περνάμε τέλεια ήταν εν πολλοίς συνωμοτικό. Πλήττουμε τέλεια. Αλλά αν επαναλαμβάναμε το ψέμα με ένταση, η αλήθεια θα φανερωνόταν στα προφίλ μας-ήμασταν ήδη ψηφοφόροι του Χίτλερ.

Τα ηχεία μεγάλωναν γερούς φασίστες. Το άδειο ήταν το υγιές. Όποιος ήθελε να πηδήξει, ήταν κουλ. Όποιος προσπαθούσε να νιώσει, έπρεπε να τάξει αιώνια αγάπη στο ταίρι του για να γίνει ανταγωνιστικός. Η νεύρωση για την επίτευξη της καλοπέρασης είχε πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Δεν ζούσαμε εμείς αλλά τα είδωλά μας. Αν ήμασταν τυχεροί και περνούσε και μία κάμερα, θα νιώθαμε επιτέλους ολοκληρωμένοι σα διάσημοι. Το σεξ γινόταν πια χωρίς ενοχές ή προφυλάξεις αφού τι άλλο θα μπορούσαν να μοιραστούν τα σώματα εκτός από υγρά; Τα λόγια πληγώνουν, ας ζήσουμε σα ζώα, εκλιπαρούσαν. Οι ιερόδουλες ικανοποιούσαν τουλάχιστον μία σου ανάγκη με διακριτικότητα. Στο κλαμπ κακοποιούσαν απλώς το γούστο και τις αισθήσεις σου. Έτσι πρωτόγονα, μαθαίνοντας ότι δεν χρειάζεται να ακούς κανένα για να περνάς τέλεια, το μπούλινγκ γινόταν αποδεκτό, η βία έμοιαζε απαραίτητη, η ασυδοσία ένα μικρό θαύμα για τις ευθύνες που επέβαλε η κακή κοινωνία που πλέον κανείς δεν επιθυμούσε να αλλάξει.

Στην πραγματικότητα οτιδήποτε τρέντι, στα χρόνια της φούσκας, ανέδιδε μπόχα συντηρητισμού. Πολλά από τα αγόρια κοιμόντουσαν από τότε με τον Παΐσιο στο προσκεφάλι τους, γνωρίζοντας τη φιλοσοφική θεώρηση του Γέροντα για την κόλαση αλλά όχι του Σαρτρ. Τα κορίτσια θα έβγαιναν από εκεί μέσα έτοιμα να παντρευτούν τον πρώτο που θα τους πουλούσε ασφάλεια, ενώ τα πιο εντυπωσιακά κάποιον που θα τις αγόραζε. Αυτό που έπρεπε να μας υποψιάσει είναι ότι όλη αυτή η ομοιομορφία, η πειθαρχία των Νεοελλήνων στην τυποποιημένη τους διασκέδαση, θα τους έβγαινε στην πορεία σε Χρυσαυγιτισμό. Έχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο έτοιμο για να αποθεώσει τον Κασιδιάρη από ένα κλαμπ γεμάτο καχεκτικές υπάρξεις. Ένας πνευματικός άνθρωπος που δεν σουφρώνει τα χείλη του, οπωσδήποτε, είναι αδύνατο να απευθυνθεί σε αυτή την πολύ καλά εκπαιδευμένη στην Κατερίνα Στικούδη μάζα. Οι μελαγχολικοί, οι εσωστρεφείς, οι ανήσυχοι, περάσαμε περιόδους που οι τέλειοι μας περνούσαν για άρρωστους επειδή δεν προσαρμοζόμασταν με τίποτα στη σάχλα, στον χαβαλέ που έπαιρνε συνεχώς θάρρος και γινόταν πιο χυδαίος. Συνήθως τα κέντρα διασκέδασης δεν ήταν παρά κέντρα εκπαίδευσης που προετοίμαζαν εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα κι αφεντικά χωρίς συνείδηση.

Ακόμα κι ο συνωστισμός στο λιμάνι του μπάρμαν ήταν απόδειξη της απόστασης που μεγάλωνε. Της μεταξύ μας και της απόστασης από τον τόπο μας. Η μοναξιά δεν θα υποχωρούσε. Σε κάθε περίπτωση, φαινόμασταν αποφασισμένοι να εκδικηθούμε μέχρι τέλους εκ μέρους των παππούδων μας που δεν είχαν την ευκαιρία να περάσουν τέλεια. Οι επισκέψεις στο χωριό αραίωναν γιατί είχαμε να εκδικηθούμε και τους εαυτούς μας. Έτσι είχα φτάσει στο σημείο όταν ήμουν πρωτοετής να ντρέπομαι που στην Κρήτη δεν πάω στα Μάλια αλλά στον Νιπιδιτό, ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο, έτσι άκουσα μια συμφοιτήτρια να μου λέει ότι κάνει παρέα με την τάδε επειδή μένει κοντά της κι έχει σημειώσεις για τα μαθήματα, έτσι αντιγράψαμε για να γίνουμε μια μέρα πλούσιοι, έτσι πέσαμε τώρα σε κατάθλιψη, έτσι γεράσαμε πριν τα νιάτα μας. Στα καλύτερά μας χρόνια δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά να υπακούμε απρόθυμα σε παραγγέλματα της τηλεόρασης, της μόδας και των ντιτζέι. Δεν είχε κανένας φανταστεί πως όταν ο νεοπλουτισμός ζοριζόταν, θα το έριχνε στα συσσίτια με την ευλογία των σελέμπριτις που μεσουράνησαν στα χρόνια του, πιστός πάντοτε στη βαρβαρότητα και το μίσος του για την ομορφιά. Με αυτή τη μέθοδο, ή μάλλον και με αυτή, δημιουργήθηκαν οι πρώτοι νεοναζί. Καθώς θα ερήμωναν οι χώροι διασκέδασης,  το τέρας θα εγκαινίαζε τα γραφεία του.

Στο τρίτο έτος είχα μάθει από τα λάθη μου. Πλήρωσα είσοδο, περπάτησα πάνω σε πόδια για να φτάσω μέχρι το μπαρ, έκανα μεταβολή και βγήκα έξω. Σπάνια με θυμάμαι τόσο χαρούμενο. Είναι μία χαρά που δεν συμμερίζονται ακόμα τα γυμνασμένα κορμιά με τα ανέκφραστα μάτια, μάλλον γιατί κοστίζει πιο ακριβά από το ποτό τους η επικοινωνία με τους άλλους και με το μέσα τους. Δεν θα κλάψουν γιατί πονούν. Θα κλάψουν μόνο για να τους προσέξουν. Οι γονείς δεν ήξεραν πώς να αγαπήσουν τα παιδιά τους, αυτό είναι όλο. Για αυτό το λόγο τα προγραμμάτισαν να περνάνε τέλεια, τέλεια ανυποψίαστα πως η δυστυχία κάνει τις πιο βαρυσήμαντες δηλώσεις την κρίσιμη στιγμή: Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή και άλλες τέτοιες μαλακίες, που γίνονται εύκολα προφάιλ πικ, στάτους απντέιτ, νέα άλμπουμς αφιερωμένα σε άρρωστα εγώ και τίτλοι τέλους μια χώρας που δεν υπήρχε ποτέ εκεί που την ψάχναμε. Έπρεπε να το είχαμε φανταστεί: αυτό που μας υποδείκνυαν δεν ήταν παρά ένα πτώμα.