Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Η μύγα στον καθρέφτη

Ο Τριστάνο πεθαίνει. «Οι συγγραφείς είστε παραχαράκτες» λέει. Δεν πιστεύει στη γραφή. Μετανιώνει που θα διηγηθεί τη ζωή του σε έναν από δαύτους αλλά η ανάγκη να εκφραστεί τον υποχρεώνει. Κάποια στιγμή στο βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, τον αφηγητή αρχίζει να αποσπά μια μύγα. Η μύγα επιμένει να χτυπάει στον καθρέφτη γιατί τον περνάει για παράθυρο. Θέλει να βγει έξω και να πετάξει αλλά το γυαλί την ξεγελά. Κάτι ξεκίνησε να ενοχλεί και μένα στην εικόνα που ο συγγραφέας επανέφερε τρεις ή τέσσερις φορές συνολικά.

Ένας επώνυμος που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα κι έφαγε πόρτα στα βραβεία Mad, θα πρόβαρε τα λόγια του σε έναν ακριβότερο καθρέφτη. Μια μύγα που θα τον παρατηρούσε, θα τον έσωζε από την κατάθλιψη: «Θα έπαιζα σε ένα νέο σίριαλ αλλά δεν μου το επιτρέπουν οι δανειστές μου, θα έκανα σεξ αλλά βρίσκομαι σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές μου, θα πήγαινα Μύκονο αν δεν αντιδρούσαν οι δανειστές μου». Οι δανειστές είναι η πιο τρέντι δικαιολογία για αυτό το καλοκαίρι. Οι δηλώσεις του θα προκαλούσαν αίσθηση έως ότου η ανάπτυξη του επέστρεφε μέρος της φωτογένειάς του. Η μύγα, που μάλλον συμβολίζει την κρίση, θα ζαλιστεί από τα αποσμητικά χώρου. Οι δανειστές θα αντικατασταθούν ξανά από θαυμαστές. Τέρμα οι φυλακίσεις και οι έρευνες για φοροδιαφυγή.

Στο κούτελο ενός ανέργου, η μύγα θα του υπενθύμιζε το πρόβλημά του. Δεν υπάρχει πιο κουρασμένος άνθρωπος στον κόσμο από εκείνον. Η επικοινωνία με τους άλλους είναι άθλος. Κρύβεται από γνωστούς και Social Media όχι γιατί έχει πολύ χρόνο αλλά γιατί δεν προλαβαίνει να λυπάται. Το μίσος τον κατακλύζει και προσπαθεί να κερδίσει αυτή τη διπλή ντροπή. Ένας από αυτούς, πατάει στο GoogleSoste me, ginomai fasistas” και οδηγείται στο μπλογκ μου. Δεν βρίσκει απαντήσεις. Το μίσος τώρα στρέφεται εναντίον του οργανισμού του σαν αυτοάνοσο νόσημα. Γράφει την επιστολή. Θέλει να πεθάνει. Το αναβάλει γιατί νιώθει ήδη νεκρός. Η αυτοκτονία απαιτεί ζωτικότητα. Διαβάζει μια ακόμα αγγελία. Στη ζωή θα τον κρατήσει μία ωραία ταινία.

Μια τρίτη μύγα πάνω στον καθρέφτη του καθιστικού, την τηλεόραση, εξοικειώνει την ελληνική οικογένεια με τη φτώχεια. Έχει πετάξει ως εδώ για να παραλάβει τα βρισίδια εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού. Στις τηλεοπτικές οθόνες, οι ζωές των ανθρώπων βρίσκονται σε μποτιλιάρισμα, έχουν πέσει μαζεμένες διαφημίσεις κι ο τρίτος κόσμος δανείζει την καθημερινότητά του στο μαύρο. Έχουμε να πάμε σε μία κηδεία αλλά δε θυμόμαστε σε ποια. Κάτι έχουμε ξεχάσει και δεν είναι ο ανοιχτός θερμοσίφωνας. Μετά από κάθε δελτίο ειδήσεων, βάζουμε κι ένα ρούχο στη βαλίτσα. Εκείνο που μας κυνηγά στην πατρίδα έχει λαχανιάσει, η ανάσα του είναι στο σβέρκο μας, οι προφήτες που δεν ήθελαν να επαληθευτούν θα αποδειχτούν οι πιο αξιόπιστοι.

Στο εξωτερικό ο παράδεισος υποτίθεται πως περιμένει  Έλληνες κατακτητές. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός-μια άλλη Ελλάδα όχι. Ο επαναστατημένος άνθρωπος έλεγε όχι- ο επαναστατημένος Νεοέλληνας λέει μη και περιμένει όλα να γίνουν όπως πριν. Σαν τους Αργίτες στις Μύγες του Σαρτρ, ζούμε με τις τύψεις για ό,τι έγινε σε σημείο μαζοχισμού. Σε σημείο νεοναζισμού. Η τηλεοπτική υστερία ντοπάρει τα φασιστοειδή που διπλασίασαν μέσα σε ένα χρόνο τα ποσοστά τους. Γιατί θέλουν η κόλαση να είμαστε όλοι. Ο ένας πιο επικίνδυνος από τον άλλο. Μια ωραία ατμόσφαιρα σε ένα μπουντρούμι κυβερνητικού αυταρχισμού.

Η μύγα που κουτουλάει στον καθρέφτη, η μύγα στο βιβλίο του Ταμπούκι, δεν είναι παρά η ελληνική κοινωνία. Μπροστά του μεγάλωνε και κάθε φορά που κοιταζόταν, έδειχνε όλο και πιο ρωμαλέα, πιο ανίκητη, πιο νέα. Τώρα θυμώνει που την έκανε μύγα. Αδυνατεί να σκεφτεί τη ζωή δίχως καθρέφτες στους οποίους εκπαιδεύτηκε να ερωτεύεται τον εαυτό της. Νομίζει πως θα βρει διέξοδο στο παλιό της πρόσωπο. Δε βλέπει ούτε και θέλει να μάθει για το παράθυρο. Το ανοίγει μόνο για να πετάξει έξω τη φυγή, την τέχνη, τα όνειρα και τη φαντασία με την ταχύτητα που ταλαντεύεται ανάμεσα “στη χέστρα και την Επανάσταση”, “στις παντόφλες και το οδόφραγμα” . Η δύναμη όμως που έχει υποτάξει τη χώρα δεν πολεμιέται αν δεν εξηγηθούμε αντρίκια. Δεν πολεμιέται χωρίς τους κάθε λογής παραχαράκτες. Δεν πολεμιέται αν γίναμε αλλεργικοί στην ομορφιά και στους ανθρώπους. Θα μας πάρουν και τα σώβρακα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: