Το σκληρό πρόσωπο της ζωής που συνδέεται με τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, πετυχαίνει συνήθως το στόχο του, ανατινάζοντας σαν δυναμίτης οτιδήποτε ανθρώπινο έχει μείνει από το παιδί που ήσουν κάποτε. Το κλικ όμως για το παιδάκι στην Αϊτή με έβαλε στον πειρασμό. Να το πατήσω δημοσίως; Μου το επιτρέπω;
Αν μου έχει μείνει κάποιο ψήγμα αξιοπρέπειας που δεν πρόλαβε να ισοπεδωθεί από το σεισμό, σκέφτηκα πως θα όφειλα να κρύψω την οποιαδήποτε ενέργειά μου. Ανήμπορος μπροστά στο pc, καθηλωμένος στην ανυπαρξία του προφίλ μου, αφιερωμένος μονάχα στο συναίσθημα που αφορά στην σημαντικότατη πάρτη μου, δεν μου κοστίζει τίποτα λίγη ευαισθησία. Μονίμως ασυνεπής με την ανθρωπιά μου, μου παρουσιάζεται η δυνατότητα με το πάτημα ενός κουμπιού να την ξεσκονίσω, απενοχοποιώντας την αδιαφορία μου. Μια απενοχοποίηση που μου προσφέρουν στο πιάτο οι ανθρωπιστικές οργανώσεις. Είναι προφανές ότι δεν θέλουν το ενδιαφέρον μου, αλλά τα λεφτά μου. Θέλουν να δώσω κάτι στο ζητιάνο για να μη με ξαναενοχλήσει την ώρα που τρώω το πλουσιοπάροχο ή το φτωχικό γεύμα μου. Έπεσαν μέσα; Ζητώ τόσα λίγα από αυτές; Ζητούν κι αυτές τόσα λίγα από μένα; Θέλουν απλώς να διαχειριστούν οικονομικά τις ενοχές μου;
Ακόμα και ο ευαισθητοποιημένος σε θέματα μετανάστευσης Γκαζμέντ Καπλανί γράφει στα «Νέα» για την τραγωδία: «Ίσως αυτό που κομματιάζει την καρδιά δεν είναι η συμφορά των Αϊτινών. Εκείνη υπήρχε και πιο πριν. Την αγνοούσα και αδιαφορούσα. Ίσως να είναι, κυρίως, ο φόβος ότι μια τέτοια καταστροφή μπορεί μια ημέρα να χτυπήσει κι εμένα, κι εμάς. Δεν είναι τόσο η αλληλεγγύη για την άθλια ζωή τους όσο ο φόβος ότι ο θάνατός τους μπορεί μια ημέρα να γίνει και δικός μου». Εκπλήσσομαι για τον κόσμο που μπροστά σε τέτοιες τραγωδίες μπορεί ακόμα να «μαζεύεται» στο μικρόκοσμό του, να σκέφτεται στο καβούκι του, να σκεπάζεται από την παγωνιά της πραγματικότητας, να κλείνει τα μάτια του σε μια αλήθεια που αιμορραγεί για να μην αντικρύσει κάτι που τον φοβίζει, όπως θα έκανε αν παρακολουθούσε κάποιο θρίλερ. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς γίνεται να σου αποκαλυφθεί ξαφνικά κάτι τόσο αυτονόητο. Χρειάζεται να σκεφτείς τον εαυτό σου στα συντρίμμια; Όλη η Αϊτή βρίσκεται στα χαλάσματα. Δεν μας φτάνει άραγε αυτό;
Όσο ακατόρθωτο κι αν φαίνεται, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ευεργέτες εκ των προτέρων. Πολιτικές και δράσεις και όχι έκτακτους παγκόσμιους κουμπαράδες. Βέβαιο είναι ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή ενός άλλου. Είναι κρίσιμο ωστόσο να καταλήξουμε κάποια στιγμή στο βαθμό αυστηρότητας με τον οποίο θα κρίνουμε τους εαυτούς μας και τους κυβερνώντες. Θα ήταν χρήσιμο να καταλήξουμε σε μια δίκαιη συμφωνία, που ούτε θα ευνουχίζει τον έναν αλλά ούτε και θα εξαντλεί την αυστηρότητα της στον άλλον. Να αποφασίσουμε επιτέλους αν θέλουμε ενοχικούς φιλάνθρωπους ή συνειδητοποιημένους και ολοκληρωμένους ανθρώπους.
Και η Ελλάδα ζητάει τις πρώτες βοήθειες...
Το άλλο γκρουπ με φόβισε πραγματικά. Πρόκειται για την απάντηση όπως λένε οι δημιουργοί του σε μια τούρκικη ιστοσελίδα του Facebook που μας πρόλαβε στο διαγωνισμό μίσους. 200.000 οι Τούρκοι που μας μισούν διαδικτυακά; 300.000 εμείς. Πριν λίγες ώρες τα καταφέραμε. Μια μεγάλη στιγμή αναμφίβολα για το ελληνικό έθνος. Ο στόχος που είχε θέσει το γκρουπ, επετεύχθη. Μένει να ζήσουμε τα διαδικτυακά Ίμια 14 χρόνια από την θλιβερή επέτειο. Αφορμές σου βρίσκω χίλιες στο λεπτό. Η κούρσα των τεχνολογικών εξοπλισμών έχει ξεκινήσει, οι παραβιάσεις του ελληνικού διαδικτυακού χώρου είναι συχνές από τουρκικά F16, ενώ είναι θέμα χρόνου να στείλουμε ένα ελικόπτερο με χάκερς να κατεβάσει την τουρκική σημαία από τον ιστό του Facebook. Το Facebook είναι ελληνικό.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: η μαμά μου είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Και δεν δέχομαι καμία συζήτηση ή αντίρρηση επ’ αυτού. Αν υποθέσουμε ότι σταματώ τυχαία έναν άγνωστο στο δρόμο και μου πει ότι η δικιά του μαμά είναι η καλύτερη, δεν θα τον μισήσω, ούτε θα παραξενευτώ. Οι μαμάδες μας είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι εκτός αν ο τύπος είναι κανένα εξώγαμο- η σχέση μου με τη μαμά μου αυτομάτως θα κλονιστεί και θα καταρρεύσει. Μένοντας στην πρώτη περίπτωση, που είναι και η πιο πιθανή, δέχομαι ότι αισθάνεται το ίδιο για τη μητέρα του. Ελπίζω να μην θέλει να μου αποδείξει ότι έχω άδικο γιατί δεν με καίει να γνωρίσω τη μάνα του και δεν έχω καμία διάθεση να τρέχω στο σπίτι της. Αυτό που νιώθουμε και οι δύο, δεν έχει να κάνει με μια πίστη, ούτε με μία κοινή ψευδαίσθηση. Μιλάμε απλώς για ένα φυσιολογικό συναίσθημα, την αγάπη μας στο πρόσωπο της μητέρας μας, που είναι κοινό. Βρίσκουμε λογικό να μην μαλώνουμε γι’ αυτό το λόγο με κανέναν άνθρωπο και συνεχίζουμε να επιδιώκουμε σχέσεις με ανθρώπους που έχουν μαμάδες.
Κάτι παρόμοιο είναι και ο πατριωτισμός. Αγαπάω πολλά πράγματα στην πατρίδα μου, όπως όλοι μας, αν και συνηθίζω εδώ που τα λέμε να γράφω για αυτά που με ενοχλούν. Αν δεν αγαπούσα όμως πολλά πράγματα, δεν θα είχα το κουράγιο να γράφω για όσα με πληγώνουν. Στο γκρουπ του «ελληνισμού» φαίνονται τα συμπτώματα μιας αθεράπευτης μέχρι στιγμής ασθένειας. Η βόλτα μου σε αυτό δεν με έκανε να ντρέπομαι, δεν νιώθω άσχημα που ζω ανάμεσα σε ανθρώπους πλανεμένους από τη στιγμή μάλιστα που εκείνοι θα πίστευαν ακόμα πιο πρόθυμα το ίδιο για μένα. Δεν τους μισώ, δεν έχω διάθεση να τους κοροϊδέψω, σχεδόν δεν έχω διάθεση να τους πείσω για τα λάθη τους. Δεν θα διαφωνούσα άλλωστε για το δεδομένο μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας. Αλλού είναι το πρόβλημα.
Τα σχόλια που φιλοξενεί το γκρουπ είναι το λιγότερο αφιλόξενα για τους Τούρκους φίλους και συνανθρώπους. Κάποια μέλη ξενυχτούν πάνω από το πτώμα του έθνους, καληνυχτίζονται, ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις και ιστορικές πηγές, βάζουν βίντεο μίσους. Μία γκόμενα πετάχτηκε και ζήτησε να την κάνουν add. Μια ελληνίδα θεά. Είναι κατάρα να υπερέχεις και ο Έλληνας θεωρεί ότι την έχει, αφού αποκλείει την πιθανότητα η μειονεξία που αισθάνεται να είναι αληθινή.
Ο αρχαίος πολιτισμός μας κατάφερε να γίνει το πρώτο αντανακλαστικό της δικιάς μας βαρβαρότητας. Έχοντας μάθει από μικροί να θεωρούμε δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και να αμυνόμαστε σε υποτιθέμενες τουρκικές απειλές, θεωρούμε ότι ο εθνικισμός μας είναι κάτι αναγκαίο, υποχρεωτικό και νόμιμο. Το τέρας στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου καθαγιάζει το μίσος μας. Όταν βρίσκεσαι σε νόμιμη άμυνα και διαπράττεις φόνο, μπορεί και να αθωωθείς. Είναι όμως έτσι; Η μισαλλοδοξία δεν έχει πατρίδα και δυστυχώς την βλέπουμε να φοράει ευχαρίστως τα γαλανόλευκα. Παρά το αρχαίο μεγαλείο μας, το κόμπλεξ κατωτερότητας επιμένει. Και αποτυγχάνουμε παταγωδώς να θεραπεύσουμε τον εγωισμό μας και να μεταμορφωθούμε σε ανθρώπινα πλάσματα.
Φοβάμαι μάλιστα πως αν ζούσαν οι άνθρωποι που κάνουν περήφανους τους εθνικιστές μας, θα γίνονταν άμεσα οι χειρότεροι εχθροί τους. Δεν θέλω όμως να τους χαλάσω χατίρι. Ίσως και να μας ανήκει κάτι παραπάνω στη διαθήκη της ανθρωπότητας. Υπήρξαμε σπουδαίοι. Θα μας δινόταν όμως μόνο αν η ανθρωπότητα πέθαινε, πηγαίναμε στο συμβολαιογράφο της κόλασης και αποδεικνύαμε ότι έχουμε σώας τας φρένας. Προς το παρόν δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο..
Νόμιζα επίσης ότι ο εθνικισμός έχει μοιραστεί ακριβοδίκαια. Διαψεύστηκα. Κερδίσαμε και με μεγάλη διαφορά. Τελικά όταν η ανεπάρκεια της ύπαρξής μας νιώθει ότι απειλείται για να μπορεί να αισθάνεται μοναδική, μας ζητάει να κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη ιδέα. Και η καλύτερη ιδέα που έχει ένας άνθρωπος απομονωμένος από τα πράγματα, είναι η μεγάλη ιδέα του για τον εαυτό του και για το έθνος του. Μπορεί απλά να μην έχει μείνει χώρος για να αγαπήσουμε και η εγγύτητα να μας δημιουργεί αποστροφή και μίσος για τον διπλανό. Το εγώ μας κινδυνεύει και πρέπει να επιζήσει δίχως μόνιμες βλάβες. Ο Γιώργος Σαραντάρης λέει σε ένα ποίημά του: «Είπε ο καθένας μας ν' αγαπήσει, αλλά κανείς δεν αγαπούσε πρώτος». Μπορούμε κάποτε να αγαπήσουμε αυτούς που νομίζουν ότι μας μισούν;
Ο Ερνέστος Ρενάν θα πει: «Αυτός που θέλει να δημιουργήσει ιστορία, πρέπει να ξεχάσει την ιστορία». « Ένας Άγγλος αρχαιοδίφης είναι πιο κοντά στους αρχαίους από τον ανίδεο Έλληνα» λέει ο Νίκος Δήμου. Ο Τσβετάν Τοντόροφ γράφει: «Καμία κουλτούρα δεν είναι καθ’ εαυτή βάρβαρη, κανένας λαός δεν είναι οριστικά πολιτισμένος. Όλες και όλοι μπορούν να γίνουν τόσο το ένα όσο και το άλλο».
Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι το να αγαπάς την πατρίδα σου και να αναγνωρίζεις στον άλλον το δικαίωμα να κάνει το ίδιο, θα ήταν μια τόσο δύσκολη υπόθεση. Ο Μοντεσκιέ κάποτε διακήρυξε το αυτονόητο επιδεικνύοντας μία πολύτιμη ασέβεια. Δήλωσε άνθρωπος κατ’ ανάγκη και Γάλλος μόνο λόγω του τυχαίου περιστατικού της γέννησής του στη συγκεκριμένη χώρα και όχι σε κάποια άλλη.
Όταν καταφέρουμε να σκεφτόμαστε το ασεβές αυτονόητο, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα και για να το πράττουμε. Σε ένα πολύ όμορφο κείμενο του ο Πάσχος Μανδραβέλης έγραφε: «Η δικιά μου Ελλάδα αγαπά, δεν μισεί». Για την ώρα, θα με βρείτε στην απέναντι μασονική στοά. Κρατήστε την Ελλάδα και αφήστε μου τα ρέστα. Η λύση είχε δοθεί από την αρχή από άλλους χρήστες του Facebook. Παπούα Νέα Γουινέα ρε…
Το άλλο γκρουπ με φόβισε πραγματικά. Πρόκειται για την απάντηση όπως λένε οι δημιουργοί του σε μια τούρκικη ιστοσελίδα του Facebook που μας πρόλαβε στο διαγωνισμό μίσους. 200.000 οι Τούρκοι που μας μισούν διαδικτυακά; 300.000 εμείς. Πριν λίγες ώρες τα καταφέραμε. Μια μεγάλη στιγμή αναμφίβολα για το ελληνικό έθνος. Ο στόχος που είχε θέσει το γκρουπ, επετεύχθη. Μένει να ζήσουμε τα διαδικτυακά Ίμια 14 χρόνια από την θλιβερή επέτειο. Αφορμές σου βρίσκω χίλιες στο λεπτό. Η κούρσα των τεχνολογικών εξοπλισμών έχει ξεκινήσει, οι παραβιάσεις του ελληνικού διαδικτυακού χώρου είναι συχνές από τουρκικά F16, ενώ είναι θέμα χρόνου να στείλουμε ένα ελικόπτερο με χάκερς να κατεβάσει την τουρκική σημαία από τον ιστό του Facebook. Το Facebook είναι ελληνικό.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: η μαμά μου είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Και δεν δέχομαι καμία συζήτηση ή αντίρρηση επ’ αυτού. Αν υποθέσουμε ότι σταματώ τυχαία έναν άγνωστο στο δρόμο και μου πει ότι η δικιά του μαμά είναι η καλύτερη, δεν θα τον μισήσω, ούτε θα παραξενευτώ. Οι μαμάδες μας είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι εκτός αν ο τύπος είναι κανένα εξώγαμο- η σχέση μου με τη μαμά μου αυτομάτως θα κλονιστεί και θα καταρρεύσει. Μένοντας στην πρώτη περίπτωση, που είναι και η πιο πιθανή, δέχομαι ότι αισθάνεται το ίδιο για τη μητέρα του. Ελπίζω να μην θέλει να μου αποδείξει ότι έχω άδικο γιατί δεν με καίει να γνωρίσω τη μάνα του και δεν έχω καμία διάθεση να τρέχω στο σπίτι της. Αυτό που νιώθουμε και οι δύο, δεν έχει να κάνει με μια πίστη, ούτε με μία κοινή ψευδαίσθηση. Μιλάμε απλώς για ένα φυσιολογικό συναίσθημα, την αγάπη μας στο πρόσωπο της μητέρας μας, που είναι κοινό. Βρίσκουμε λογικό να μην μαλώνουμε γι’ αυτό το λόγο με κανέναν άνθρωπο και συνεχίζουμε να επιδιώκουμε σχέσεις με ανθρώπους που έχουν μαμάδες.
Κάτι παρόμοιο είναι και ο πατριωτισμός. Αγαπάω πολλά πράγματα στην πατρίδα μου, όπως όλοι μας, αν και συνηθίζω εδώ που τα λέμε να γράφω για αυτά που με ενοχλούν. Αν δεν αγαπούσα όμως πολλά πράγματα, δεν θα είχα το κουράγιο να γράφω για όσα με πληγώνουν. Στο γκρουπ του «ελληνισμού» φαίνονται τα συμπτώματα μιας αθεράπευτης μέχρι στιγμής ασθένειας. Η βόλτα μου σε αυτό δεν με έκανε να ντρέπομαι, δεν νιώθω άσχημα που ζω ανάμεσα σε ανθρώπους πλανεμένους από τη στιγμή μάλιστα που εκείνοι θα πίστευαν ακόμα πιο πρόθυμα το ίδιο για μένα. Δεν τους μισώ, δεν έχω διάθεση να τους κοροϊδέψω, σχεδόν δεν έχω διάθεση να τους πείσω για τα λάθη τους. Δεν θα διαφωνούσα άλλωστε για το δεδομένο μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας. Αλλού είναι το πρόβλημα.
Τα σχόλια που φιλοξενεί το γκρουπ είναι το λιγότερο αφιλόξενα για τους Τούρκους φίλους και συνανθρώπους. Κάποια μέλη ξενυχτούν πάνω από το πτώμα του έθνους, καληνυχτίζονται, ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις και ιστορικές πηγές, βάζουν βίντεο μίσους. Μία γκόμενα πετάχτηκε και ζήτησε να την κάνουν add. Μια ελληνίδα θεά. Είναι κατάρα να υπερέχεις και ο Έλληνας θεωρεί ότι την έχει, αφού αποκλείει την πιθανότητα η μειονεξία που αισθάνεται να είναι αληθινή.
Ο αρχαίος πολιτισμός μας κατάφερε να γίνει το πρώτο αντανακλαστικό της δικιάς μας βαρβαρότητας. Έχοντας μάθει από μικροί να θεωρούμε δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και να αμυνόμαστε σε υποτιθέμενες τουρκικές απειλές, θεωρούμε ότι ο εθνικισμός μας είναι κάτι αναγκαίο, υποχρεωτικό και νόμιμο. Το τέρας στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου καθαγιάζει το μίσος μας. Όταν βρίσκεσαι σε νόμιμη άμυνα και διαπράττεις φόνο, μπορεί και να αθωωθείς. Είναι όμως έτσι; Η μισαλλοδοξία δεν έχει πατρίδα και δυστυχώς την βλέπουμε να φοράει ευχαρίστως τα γαλανόλευκα. Παρά το αρχαίο μεγαλείο μας, το κόμπλεξ κατωτερότητας επιμένει. Και αποτυγχάνουμε παταγωδώς να θεραπεύσουμε τον εγωισμό μας και να μεταμορφωθούμε σε ανθρώπινα πλάσματα.
Φοβάμαι μάλιστα πως αν ζούσαν οι άνθρωποι που κάνουν περήφανους τους εθνικιστές μας, θα γίνονταν άμεσα οι χειρότεροι εχθροί τους. Δεν θέλω όμως να τους χαλάσω χατίρι. Ίσως και να μας ανήκει κάτι παραπάνω στη διαθήκη της ανθρωπότητας. Υπήρξαμε σπουδαίοι. Θα μας δινόταν όμως μόνο αν η ανθρωπότητα πέθαινε, πηγαίναμε στο συμβολαιογράφο της κόλασης και αποδεικνύαμε ότι έχουμε σώας τας φρένας. Προς το παρόν δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο..
Νόμιζα επίσης ότι ο εθνικισμός έχει μοιραστεί ακριβοδίκαια. Διαψεύστηκα. Κερδίσαμε και με μεγάλη διαφορά. Τελικά όταν η ανεπάρκεια της ύπαρξής μας νιώθει ότι απειλείται για να μπορεί να αισθάνεται μοναδική, μας ζητάει να κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη ιδέα. Και η καλύτερη ιδέα που έχει ένας άνθρωπος απομονωμένος από τα πράγματα, είναι η μεγάλη ιδέα του για τον εαυτό του και για το έθνος του. Μπορεί απλά να μην έχει μείνει χώρος για να αγαπήσουμε και η εγγύτητα να μας δημιουργεί αποστροφή και μίσος για τον διπλανό. Το εγώ μας κινδυνεύει και πρέπει να επιζήσει δίχως μόνιμες βλάβες. Ο Γιώργος Σαραντάρης λέει σε ένα ποίημά του: «Είπε ο καθένας μας ν' αγαπήσει, αλλά κανείς δεν αγαπούσε πρώτος». Μπορούμε κάποτε να αγαπήσουμε αυτούς που νομίζουν ότι μας μισούν;
Ο Ερνέστος Ρενάν θα πει: «Αυτός που θέλει να δημιουργήσει ιστορία, πρέπει να ξεχάσει την ιστορία». « Ένας Άγγλος αρχαιοδίφης είναι πιο κοντά στους αρχαίους από τον ανίδεο Έλληνα» λέει ο Νίκος Δήμου. Ο Τσβετάν Τοντόροφ γράφει: «Καμία κουλτούρα δεν είναι καθ’ εαυτή βάρβαρη, κανένας λαός δεν είναι οριστικά πολιτισμένος. Όλες και όλοι μπορούν να γίνουν τόσο το ένα όσο και το άλλο».
Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι το να αγαπάς την πατρίδα σου και να αναγνωρίζεις στον άλλον το δικαίωμα να κάνει το ίδιο, θα ήταν μια τόσο δύσκολη υπόθεση. Ο Μοντεσκιέ κάποτε διακήρυξε το αυτονόητο επιδεικνύοντας μία πολύτιμη ασέβεια. Δήλωσε άνθρωπος κατ’ ανάγκη και Γάλλος μόνο λόγω του τυχαίου περιστατικού της γέννησής του στη συγκεκριμένη χώρα και όχι σε κάποια άλλη.
Όταν καταφέρουμε να σκεφτόμαστε το ασεβές αυτονόητο, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα και για να το πράττουμε. Σε ένα πολύ όμορφο κείμενο του ο Πάσχος Μανδραβέλης έγραφε: «Η δικιά μου Ελλάδα αγαπά, δεν μισεί». Για την ώρα, θα με βρείτε στην απέναντι μασονική στοά. Κρατήστε την Ελλάδα και αφήστε μου τα ρέστα. Η λύση είχε δοθεί από την αρχή από άλλους χρήστες του Facebook. Παπούα Νέα Γουινέα ρε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου