Ο Καμύ στα Σημειωματάρια έχει καταγράψει την εξής ιστορία: Στη Σιέννα κάποτε ένας κοντοτιέρος ζητούσε τα πάντα επειδή έσωσε στον πόλεμο την πόλη. Τίποτα από όσα μπορούσαν να του χαρίσουν όμως δεν θα τον αντάμειβε αρκετά, ούτε καν η ύπατη εξουσία. Μπροστά στο αδιέξοδο που φαινόταν να δημιουργείται, κάποιος πρότεινε: «Να τον σκοτώσουμε και να τον προσκυνάμε». Έτσι κι έγινε. Τον ξεφορτώθηκαν επειδή ήταν μισθοφόρος ή ήταν αυτή η μόνη λύση;
Η μέγιστη τιμή που θεώρησαν πάντως ότι μπορεί να του αποδοθεί προϋπέθετε το θάνατο. Να απέμεινε άραγε καμιά τιμή για τους ζωντανούς στη γη ή τις απολαμβάνουν πλέον όλες οι νεκροί του Άδη; Τι είναι αυτό που δεν μας δίνει η ζωή και είμαστε τόσο αδιάφοροι απέναντί της; Γιατί εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, θυμόμαστε ότι είμαστε φανατικοί της υπέρμαχοι μονάχα όταν αυτή εκλείψει; Και πόσο διαρκεί αυτή της η υπεράσπιση; Όσο η μόδα και η επικαιρότητα υποθέτω.
«Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του» διέταξε το 1209 μετά από μια ακόμη Σταυροφορία ο Aρχιεπίσκοπος Αρνό –Αμορί, δούκας της Ναρμπόν και εκπρόσωπος του Πάπα. Στο σημερινό πεδίο της ενημέρωσης, τον Θεό τον λένε δημοσιογράφο και συνήθως έχει στήλη και δημόσιο λόγο. Εκείνος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της αναγνώρισης των πτωμάτων. Η μάλλον, των δικών του πτωμάτων.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ένας δημοσιογράφος είναι να περνάει με άνεση ανάμεσα στους νεκρούς. Αν το σκεφτείτε, πρόκειται για μια τεράστια εξουσία πάνω στην ανθρωπότητα. Θέλοντας και μη, είναι αναγκασμένος κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του να βάλει μια αξία πάνω σε κάθε ζωή που χάνεται. Είναι πρακτικά αδύνατον να παρουσιάσει όλους τους θανάτους της ημέρας γιατί δεν θα μείνει καθόλου χρόνος για να παρουσιάσει τη ζωή, που στο χρηματιστήριο των ειδήσεων καταγράφεται δυσκολότερα και βιαιότερα, καθώς τα ρεπορτάζ βρίσκονται στην αδύναμη θέση να υπονοούν μόνο μερικά σημεία της.
Αναπόφευκτα λοιπόν, μια σημαντική ανισορροπία δημιουργείται. Το σύνολο των ζωών που αφαιρούνται κάθε μέρα από τον κόσμο, δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν δημοσιογραφικά και οι ποικίλες αιτίες που προκάλεσαν τους θανάτους ακόμα πιο σπάνια καταγράφονται. Ορισμένες φορές οι νεκροί δεν πρέπει καν να αναφέρονται ή απλούστατα παραλείπονται, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μέρη όπου η φτώχεια και η ανέχεια είναι απαράβατος κανόνας. Μέσα στην αμεριμνησία και τον ατομικισμό του σύγχρονου απρόσωπου πολιτισμού μας, είναι σχεδόν δεδομένο ότι εφόσον υπάρχουν δράματα τα οποία αγνοούμε, θα μας διαφύγουν εντελώς κι οι θάνατοι που τα αφορούν. Το φύλλο της εφημερίδας, αυτό το αηδιαστικό ορεκτικό με το οποίο ο πολιτισμένος άνθρωπος συνοδεύει το πρωινό του γεύμα όπως έλεγε ο Νίτσε, κάποια δεδομένη στιγμή κλείνει και δεν χωράει άλλο πόνο. Για τις, δε, γεννήσεις, ούτε λόγος.
Ο δημοσιογράφος αναγκασμένος επομένως, εκ των πραγμάτων, να καταπνίξει όσο μυείται στην πρακτική κάθε ιδιαίτερη ευαισθησία του, μαθαίνει να αντιμετωπίζει τις ειδήσεις με απάθεια και τους νεκρούς επαγγελματικά. Αν οι νεκροί σταθούν τυχεροί και συμπέσουν με την επικαιρότητα, έχει καλώς. Γίνονται άνθρωποι, αποκτούν πρόσωπο και ονοματεπώνυμο. Γίνονται αυτό που δε θα τολμούσαν να πουν κυνικά οι εκπρόσωποι του Τύπου: τυχεροί μέσα στην ατυχία τους. Σε αυτό το blog στέκομαι κι εγώ συχνά συγκλονισμένος μπροστά στις αναπόφευκτες απώλειες. Κάθε άνθρωπος που χάνεται είναι μια ελπίδα χαμένη για τον κόσμο.
Μέσα από τόσο θάνατο, είναι σα να μας χαρίστηκε η ζωή που ζούμε, λέει ο Πατρίκιος στην Οφειλή:«Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή, κι όσος καιρός μου μένει, σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν για να τους ιστορήσω». Ο φόβος μας, ωστόσο, μπροστά του δείχνει να ξεπερνάει επικίνδυνα την επιθυμία μας να υπερασπιστούμε τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει και τη στάση μας απέναντί της. Η τάση μας να ξεχνάμε τον τρόπο που λειτουργούν τα Μίντια και την εγγενή αναποτελεσματικότητά τους να γίνουν καθρέφτης της πραγματικότητας, δεν θα ήταν άξια σχολιασμού αν ο κόσμος ήταν εξοικειωμένος με τη χρήση τους. Στην ατελείωτη λατρεία του θανάτου, θαρρεί κανείς πως το ανθρώπινο πλάσμα αξίζει πια περισσότερο νεκρό.
Οι νεκροί των τραγωδιών του δυτικού κόσμου απολαμβάνουν χωρίς να το γνωρίζουν σεβασμό που δεν απολαμβάνουν για τη δημοσιογραφία και την πολιτική οι ζωντανοί. Διαθέτουν προνόμια και φήμη που ούτε που φαντάζονταν όσο ζούσαν. Μόνο οι διάσημοι βιώνουν εν ζωή των πεθαμένων τις τιμές. Καθώς λοιπόν όλοι είναι απορροφημένοι με το χρέος στους νεκρούς, ελάχιστοι εκπληρώνουν το αντίστοιχο απέναντι στους ζωντανούς. Οι περισσότεροι βρίσκουν μια καλή δικαιολογία για να ξεφύγουν από αυτό. Η υπερευαισθησία μας απέναντι στο θάνατο δεν μας απομακρύνει από το ενδεχόμενο αλλά μάλλον ενισχύει την πιθανότητα να μην είμαστε τελικά υπέρ της ζωής, αλλά απλώς εναντίον του θανάτου. Οι ζωντανοί, κι όχι άδικα, νιώθουν συχνά σαν να μην υπάρχουν ή αισθάνονται ότι πρέπει να προβούν στο απονενοημένο διάβημα για να τους προσέξουν. Σαν να ανήκαν όλες σε παρεξηγημένους συγγραφείς ή σε πληγωμένους εραστές, οι ζωές μας δεν βολεύονται στην ανυπαρξία και την ησυχία.
Είμαστε αναμφισβήτητα ως άνθρωποι ικανότεροι να εννοήσουμε και να εκτιμήσουμε κάτι που σταματά να υπάρχει. Γι’αυτό και οι νεκροί χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης μεταξύ μας. Μα όσο ενοχλητικό κι αν είναι, όσες διαφωνίες, δυσκολίες και απογοητεύσεις κι αν αυτό περιλαμβάνει, το χρέος στους ζωντανούς δεν μπορεί και δεν πρέπει να λησμονιέται ή να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει, επίσης, με όλη μας την καρδιά να υπερασπιζόμαστε τους νεκρούς παρόλο που δεν χρήζουν προστασίας, όχι επειδή πάσχουμε από κάποια ιδιάζουσα φοβία, αλλά μόνο και μόνο για να αφυπνίζουμε τους ζωντανούς και τους αυτόκλητους σωτήρες τους που επιδεικτικά τους αγνοούν.
Φτάνουμε λοιπόν και στο ερώτημα: Ποιος σκότωσε τους 3 νεκρούς και το αγέννητο βρέφος της Marfin; Είμαστε όλοι συνένοχοι λέτε μα δε μου δίνετε κανένα λόγο για να σας πιστέψω. Πέρα από το αποτυχημένο υπονοούμενο ορισμένων, που ταυτίζονται στη βεβαιότητα των επιχειρημάτων τους με αυτούς που λένε πως οι νεκροί ήταν μια προσφορά του Βγενόπουλου, ότι οι ειρηνικές πορείες συνοδεύουν δολοφόνους, έχουν χρέος όσοι μιλούν για τους νεκρούς να μη γίνονται μελό. Αν ούτε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων στα συγκλονιστικά μοιρολόγια του ή αν ούτε ο Γιάννης Ρίτσος στον Επιτάφιο κατάφεραν να αποτυπώσουν την απώλεια στις μουσικές και τις λέξεις, δεν θα τα καταφέρει ούτε η Μαρία Χούκλη- την αναφέρω επειδή κατά τα άλλα την εκτιμώ. Συγγνώμη Μαρία αλλά το βρήκα ψεύτικο και μακάβριο το κείμενό σου. Δεν βρήκαμε καλύτερο τρόπο να θρηνήσουμε; Τίποτα αληθινό δεν βρίσκουμε να πούμε; Δεν είναι βάρβαρο να λέμε σε ένα παιδί που δεν θα γεννηθεί ποτέ για τις αριστερές δυνάμεις; Γιατί δεν τολμούμε τουλάχιστον να σωπάσουμε; Κι αν σωπάσουμε, τότε «ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;» (Αναγνωστάκης).
Ένα είναι βέβαιο: Οι μελοδραματισμοί και οι υπερβολές στο ύφος, δε θα φέρουν πίσω τους ανθρώπους και περισσότερο φαίνεται σαν να προσπαθούν να τους παρηγορήσουν, σαν να ήταν αυτό δυνατό, παρά να τους τιμήσουν. Πολύ περισσότερο, δεν εξυπηρετούν την συνειδητοποίηση από πλευράς μας του τρομερού εγκλήματος. Είναι εντελώς άστοχο να αντιπαραβάλλουμε συναισθηματισμούς και ευκολίες σε θρασύδειλους και δυστυχισμένους φονιάδες. Οι μάζες λέει ο Μπροντιγιάρ, αναφερόμενος σε εμάς αρκετά άκομψα, είναι σε θέση να καταναλώνουν εικόνες δίχως να καταναλώνουν το νόημά τους και υποστηρίζει ότι αυτή η άρνηση νοήματος είναι η μόνη δυνατότητα αντίστασης που διαθέτουν.
Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που δεν συγκλονίζει κανέναν μας ο θάνατος. Ο νεκρός μοιάζει αταίριαστος μέσα στο τηλεοπτικό καρναβάλι. «Η τεμπέλικη απελπισία μας δεν μας ωθεί να πολεμήσουμε την αδικία αλλά να συνυπάρξουμε με αυτήν» σημειώνει ο Μπρυκνέρ. Το μελόδραμα γίνεται ένα άνετο καταφύγιο για τη σκέψη και την κατάθεση των πνευματικών όπλων, η φυγή από την πραγματικότητα συναντά την νεκροφιλία, η ψευδο-ευαισθησία ακυρώνει κάθε αλήθεια στο συναίσθημα.
Όπως ο νεκροθάφτης ξέρει πως το χώμα ποτέ δε θα σωθεί, έτσι κι ο δημοσιογράφος περιορισμένης ευθύνης θα συνεχίσει μόνο στα δικά του μνήματα σταυρούς να καρφώνει. Στη δεοντολογία του επαφίεται να βρει την αλήθεια αλλά εκείνος, διόλου σπάνια, το μόνο που κάνει είναι να επιλέγει συμμάχους μέσα στα νεκροτομεία των ειδησεογραφικών πρακτορείων που βολεύουν και δικαιώνουν τις λογικοφανείς αναλύσεις του. Τα άψυχα κορμιά, ο θρήνος της μάνας και εκείνος των συγγενών, υποβιβάζεται συνειδητά σε πρόσχημα για να ανανεωθεί η διαφωνία με φρέσκο αίμα, απλά και μόνο για να μην παρεκκλίνει η γραμμή της εφημερίδας που σιγοψιθυρίζει όχι στις απεργίες και στις πορείες. Η επίσημη ενημέρωση υποτιμάει τον εαυτό της για να έχει κάθε βράδυ στο τραπέζι της ένα μεγαλύτερο κομμάτι διαφημιστικής πίτας.
Αν δεν μπορούν λοιπόν οι άνθρωποί της να διδάξουν ή έχουν παραιτηθεί από αυτόν τους το ρόλο που θα μας παρείχε μια μεγαλύτερη προστασία όταν θα πηγαίναμε στις δουλειές μας, ας μας αφήσουν τουλάχιστον να σκοτωθούμε με την ησυχία μας κι ας σταματήσουν να μας βάζουν λόγια. Είναι ωραίο να μιλάς για τους νεκρούς, όταν δεν έχεις τίποτα να πεις στους ζωντανούς. Αντί για κλάματα και λέξεις μπερδεμένες που δεν έχουνε συναίσθηση και δεν υπηρετούν πιστά το συναίσθημα, ας πούμε ένα όχι πειστικό αυτή τη φορά στη βία χωρίς να τη συγχέουμε με το σπασμωδικό ξέσπασμα του κόσμου. Έχετε ακόμα εκπομπές, εφημερίδες, στήλες, λόγο. Μπορεί να βλέπουν τηλεόραση ή να σας διαβάζουν οι μελλοντικοί δολοφόνοι. Σπάστε τη νεκρική σιγή σας. Μιλήστε στον κόσμο για τον Γκάντι, τον Κινγκ και τον Θορώ. Προσέξτε καλά, σας προειδοποιεί από τον τάφο του ο τελευταίος, «να μην υπηρετήσετε την αδικία που καταδικάζετε».
«Όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί» λέει ο Λειβαδίτης. Το χρέος προς τους νεκρούς είναι σαφές κι είναι το να υποστηρίζουμε την ανθρώπινη ζωή όσο αυτή υφίσταται χωρίς να αποκλείουμε τις αντιφάσεις της. Να ζήσουμε, να βιαστούμε να προλάβουμε τους ζωντανούς, να προειδοποιήσουμε για το μίσος μέχρι να γίνει αγάπη και ανεκτικότητα, να σώσουμε ό,τι απέμεινε από το μέλλον, να παλέψουμε με την αδιαφορία. Ας υπερασπιστούμε χωρίς ντροπή για μια φορά και τη ζωή κι ας της επιστρέψουμε τη δύναμή της. Σε αυτό το τελευταίο, ένας πραγματικός αναρχικός, μπορεί και να μας φάνει χρήσιμος.
Απ'ό,τι δείχνουν τα πράγματα, είναι η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας απέναντι στους ζωντανούς που πρέπει να ξανασκεφτούμε. Κι όταν καταφέρουμε σε όλους τους ανθρώπους να δούμε τον εαυτό μας, τίποτα περισσότερο και σπιθαμή λιγότερο(Γουίτμαν), ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία(Ντύλαν Τόμας).
Υ.Γ1: Οι Έλληνες οδηγοί είναι τρομοκράτες με τα όλα τους και δεν τηλεφωνούν κιόλας πριν πεταχτούν μπροστά σου και σε παρασύρουν στους αριθμούς των εφημερίδων. Οι εφημερίδες έγραψαν πριν λίγο καιρό ότι είχαμε 13,6% μείωση στους νεκρούς του πασχαλινού 3ημέρου σε σχέση με πέρυσι. Πόσοι νεκροί να είναι αυτοί; 1,56; 2,64; 3,78; Δεν ξέρω, Ρωτάω, να μάθω. 38 νεκρούς θρηνήσαμε το γιορτινό εκείνο 3ημερο. Αλλά δεν είδα ονόματα, δεν είδα φωτογραφίες τους, δεν είδα το ανθρώπινο δράμα τους. Δεν βρέθηκε κανείς να θρηνήσει τη ζωή ούτε μετά θάνατον. Δεν άκουσα κανέναν να λέει ότι χρεοκοπήσαμε ηθικά και πνευματικά, ούτε καν οδηγικά. Είναι ή δεν είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας και του απέναντι ρεύματος;
Υ.Γ2: Ο Μαλέλης είπε ότι οι δημοσιογράφοι που έρχονται από το Καποδιστριακό στο Σταρ- αλήθεια τι άδοξη διαδρομή- δεν γνωρίζουν ούτε τα βασικά. Ίσως επειδή δεν παίρνουν ούτε τον βασικό, ίσως επειδή και αυτά που ήξεραν είναι υποχρεωμένοι να τα ξεχάσουν;
Υ.Γ3: Αγγελική, Επαμεινώνδας, Παρασκευή και ένα αγέννητο βρέφος που το κλάμα του ποτέ δεν θα ακουστεί. Ελπίζω οι δολοφόνοι να χορτάσανε.
Υπάρχει γουόκ ατζέντα; (από την ΕφΣυν)
-
Αναδημοσιεύω σήμερα τη συνεργασία μου στην Εφημερίδα των Συντακτών αυτής
της εβδομάδας, που λόγω της απεργίας μπήκε στο φύλλο της Τρίτης αντί για
την καθιε...
2 σχόλια:
Μου αρέσει που κάποιος επιτέλους ρωτά, θα προτιμούσα όμως και να απαντά.
Σου απευθύνω λοιπόν την ερώτηση.
"Τις πταίει για τα επισόδεια της Marfin;"
Στα υπόλοιπα συμφωνούμε. Ιδιαίτερα στην απίστευτη ευελιξία των δημοσιογράφων να μεταπηδούν από τους ζώντες στους νεκρούς και πάλι πίσω...
{Τελικά τα σύχρονα ναύλα δεν πληρώνονται στο Χάροντα αλλά στους δημοσιογράφους και δε μεταφέρουν τις ψυχές, αλλά τις υπολήψεις από τους "ανήθικους" στους "έντιμους"... και πίσω}
Την απορία και την αναζήτηση θεωρούσαν σημαντικότερη ο Πλάτωνας και ο Χάιντεγκερ. Έχω μόνο ερωτήσεις όταν οι άλλοι μου τρίβουν στη μούρη μου τις απαντήσεις. Προτιμώ να σκέφτεσαι:«Κάπου το πάει αυτός, κάτι πάει να πει». Σ'ευχαριστώ κι εγώ για το σχόλιο.Εξάλλου το έλεγε κι ο Μάης του 68: Όταν μας ρωτάνε θα απαντάμε με ερωτήσεις.
Δημοσίευση σχολίου