Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Κάντο όπως η Γιάννα!

Ο δημοσιογράφος είναι ο μόνος εργαζόμενος που όταν χάνει τη δουλειά του οφείλει να διασταυρώσει την πληροφορία. Αν την επιβεβαιώσει, γίνεται ξαφνικά συμπαθής. Όλοι θυμούνται την αναγκαιότητα της ενημέρωσης, θρηνούν την εφημερίδα που χάθηκε, την πληγή στο κορμί της δημοκρατίας. Οι δημοσιογράφοι, άνεργοι από τη μια στιγμή στην άλλη, νιώθουν περιέργως πάλι ελεύθεροι. Τι ειρωνεία.

Τον Απρίλη του 1961 ο Πρόεδρος Κένεντι έδωσε μια ομιλία μπροστά στην Ένωση Αμερικανών εκδοτών εφημερίδων με θέμα τον Τύπο, ομιλία που θεωρείται αποκαλυπτική και άκρως τολμηρή διότι περιγράφει ένα κρυφό σύστημα εξουσίας που ουδείς στα Μ.Μ.Ε καταγράφει. Ο Κένεντι υπενθυμίζει στους ακροατές του στον πρόλογο του μια σχεδόν άγνωστη ιστορία. Το 1851 η New York Herald Tribune προσέλαβε για ανταποκριτή της στο Λονδίνο έναν άγνωστο δημοσιογράφο, κάποιον Καρλ Μαρξ. Έχοντας μια οικογένεια άρρωστη και υποσιτισμένη ο Μαρξ ζήτησε μια ελάχιστη αύξηση στο μισθό του. Όταν του το αρνήθηκαν παρά την επιμονή του, ο Μαρξ στράφηκε αλλού, θέτοντας τα θεμέλια του κομμουνισμού. «Αν αυτή η καπιταλιστική εφημερίδα του είχε συμπεριφερθεί πιο ευγενικά» λέει σαρκαστικά ο Κένεντι, η ιστορία θα ήταν διαφορετική. Οι μισοί από κάτω χειροκροτούσαν και γελούσαν ενώ οι υπόλοιποι άκουγαν σοκαρισμένοι τον νέο Πρόεδρο να είναι soft απέναντι στον δαιμονικό κομμουνισμό.

Δεν έλεγε τίποτα το καινούριο. Ο καπιταλισμός ήταν πάντοτε άγριος. Ο Ελεύθερος Τύπος είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η San Francisco Cronicle που ιδρύθηκε το 1865, κινδυνεύει κι αυτή με λουκέτο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ο Gavin Newsom, ο δήμαρχος της πόλης, λέει ότι οι άνθρωποι κάτω των 30 αν τυχόν κλείσει, δεν πρόκειται καν να το προσέξουν. Πάνω από 70 τοπικές εφημερίδες έχουν κλείσει στη Βρετανία από τις αρχές του 2008. Οι Financial Times και η Wall Street Journal χρεώνουν κάποιες από τις υπηρεσίες τους στο Ίντερνετ. Παρόλα αυτά η τάση δείχνει ότι οι χρήστες του Διαδικτύου δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την ενημέρωση, έστω κι αν είναι εξειδικευμένη. Θα ζημιώσει άραγε τη δημοκρατία ο θάνατος της καθημερινής εφημερίδας, αναρωτιέται ο Economist. Το ενδιαφέρον μας ωστόσο πρέπει να στραφεί στην παράκαμψη της δημοκρατίας που επιχειρούν ορισμένοι και στο πώς θα φτιάξουμε ως πολίτες αναχώματα.

Μία έρευνα που έγινε από τον πολιτικό επιστήμονα Τόμας Πάτερσον δείχνει ότι με την πάροδο των χρόνων ο όγκος της αρνητικής κριτικής κατά των πολιτικών από τον Τύπο έχει αυξηθεί. Αυτού του είδους η κριτική είναι αόριστη και το μόνο που καταφέρνει είναι να υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους ηγέτες του, χωρίς να τους επεξηγεί πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί του κράτους, ώστε να μπορούν να διοχετεύσουν την δυσαρέσκεια σε θετική δράση. Πράγματι οι εφημερίδες τον περισσότερο καιρό επιδίδονται σε μια σκανδαλοδρομία. Τώρα για παράδειγμα που υπάρχει δεξιά κυβέρνηση, προτεραιότητα έχει το σκάνδαλο που έρχεται από δεξιά, όπως προστάζει ο κώδικας οδικής ή δεοντολογικής κυκλοφορίας των ειδήσεων, λες και πρόκειται για οχήματα.

Η αντικειμενικότητα είναι χαμένη υπόθεση. Η πληθώρα των πληροφοριών αρχίζει και λειτουργεί ως άλλοθι για να καλύψει τη γραμμή της εφημερίδας. Δεν μπορεί να δικαιολογεί τον δημοσιογράφο –αναλυτή η "πληροφοριακή βόμβα". Οι εκδότες οφείλουν να βγάζουν μια εφημερίδα με κοινωνική ευαισθησία, εφημερίδα που δημιουργεί ελεύθερους ανθρώπους, ικανούς να σκέπτονται και να πράττουν το σωστό.

« Ο δημοσιογράφος δεν έχει το χρέος να είναι αντικειμενικός. Το καθήκον του είναι να προειδοποιήσει τον αναγνώστη ότι αυτός λέει τη δική του αλήθεια» είναι η ορθολογική άποψη του Έκο. «Εάν τα Μ.Μ.Ε ήταν έντιμα θα έλεγαν, κοιτάξτε, αυτά είναι τα συμφέροντα που αντιπροσωπεύουμε και αυτό είναι το πλαίσιο μέσα από το οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Αυτά είναι τα πιστεύω μας και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις μας. Τα Μ.Μ.Ε είναι υποστηρικτές των συμφερόντων της εξουσίας. Παραμορφώνουν και συχνά ψεύδονται για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα αυτά» σχολιάζει κριτικά ο Τσόμσκι.

«Ο κλάδος των Μ.Μ.Ε κατακτήθηκε από το νεοφιλελευθερισμό και η ενημέρωση τείνει να ανατίθεται ολοένα και περισσότερο εν είδει υπερεργολαβίας σε επισφαλείς δουλοπάροικους δημοσιογράφους που εργάζονται φασόν και κατασκευάζουν μια ενημέρωση επί παραγγελία» γράφει ο Patrick Champagne. Ο Ραμονέ είναι εξίσου σκληρός. Κάνει λόγο για δουλοπρέπεια και τσοπανόσκυλα. Σκληροί χαρακτηρισμοί για σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους που προσφέρουν καθημερινά όση ενημέρωση μπορούν, όση σε τελική ανάλυση τους επιτρέπεται. «Οι ειδήσεις κατευθύνονται από δυνάμεις που δύσκολα συμβιβάζονται με τις ανάγκες της δημοκρατίας» προσθέτει ο Λανς Μπένετ και παρουσιάζουν μέσα από τις εικόνες τους μια δημοκρατία χωρίς πολίτες (Ρόμπερτ Έντμαν).

Μήπως τελικά ζητάμε να είμαστε ρεαλιστές όπως το εννοούσε ο Μάης; Μπορούμε να επιζητάμε το αδύνατο από ανθρώπους που έχουν απόλυτη ανάγκη από την οποιαδήποτε δουλειά;

Κι αν οι εφημερίδες δεν πουλάνε επειδή απλά δεν αρέσουν και όχι εξαιτίας του χαμένου κύρους τους; «Και όλο βιαζόμαστε. Τα περισσότερα γραψίματα απομένουν μούστος. Δεν θα γίνουν ποτέ κρασί», λέει ο Λορεντζάτος ενώ ο γνωστός για την τρέλα του Pitsirikos τονίζει ακριβώς την ανάγκη αυτή, να ξαναβρεί δηλαδή ο δημοσιογράφος το χαμένο του κέφι. Το Oldboy τα ρίχνει στην ποιότητα που ενδεχομένως είχε η εφημερίδα της Γιάννας. Καταδικάζεσαι σήμερα για αυτήν από τον αδιάφορο πολίτη που πάνω στην απροσεξία του μέχρι και δικομματισμό ξαναψηφίζει ενώ οι ευρωεκλογές του έδιναν τη δυνατότητα να το «ρίξει έξω».

Κατά έναν περίεργο τρόπο, υπάρχει δρόμος για αυτόν που ασχολείται να φτάσει κοντά στο φεγγάρι της ενημέρωσης, την περιβόητη αλήθεια. Χωρίς να είσαι σίγουρος φυσικά ποτέ για αυτήν. Οτιδήποτε το φανατικό δεν έχει στενή σχέση μαζί της. Για να φτάσεις να διακρίνεις την άποψη από την προπαγάνδα χρειάζεσαι πολλές ώρες πτήσης. Και η Δημοκρατία όπως είπαμε είναι απαιτητική από τον πολίτη της. Ο Τόμας Τζέφερσον έλεγε ότι προτιμά να έχει εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση παρά μια κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες. Οι τελευταίες χωρίς αμφιβολία είναι τα μυωπικά γυαλιά μας για τον κόσμο. Μόλις χάσαμε ένα ζευγάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: