Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Ρεμπώ ή παστίτσιο;

If you can think-and not make thoughts your aim. Kipling.

Στο έπος του Γιλγαμές που γράφτηκε στη Βαβυλώνα πριν 4.000 χρόνια, ο ήρωας θέλει να ανακαλύψει το μυστικό της αιώνιας ζωής. Ώσπου μια μέρα ο οδηγός του αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό. Πως δεν υπάρχει μυστικό. Τι κάνεις τότε; Καλύτερα να άνοιγε η γη να σε καταπιεί. Πώς περιμένεις να ζήσεις δίχως μυστικά;

Ο Τριαρίδης γράφει στα «Γυμνά Μάτια» πως ο Ντοστογιέφσκι ήξερε ότι το μεγάλο μυστικό του κόσμου βρίσκεται «εκεί, πίσω από την κουρτίνα». «Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα. Δεν έλυσα κανένα» μας λέει η Δημουλά. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα σα να λέμε. Αν λοιπόν τα διαβάσματά μου συνεχίσουν να επαληθεύουν τους φόβους μου, αν τα μυστικά εκλείψουν, ο κόσμος παύει αυτομάτως να έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, γεγονός άκρως ανησυχητικό. Του μένουν μονάχα δικαιώματα και έχει τη δύναμη να με παρασύρει όπου εκείνος θέλει. Η ζωή επιτρέπει την απαγωγή μου με καλές συνθήκες κράτησης. Και μερικές φορές δεν υπάρχουν καν αυτές.

Τι κάνω όμως με το ταξίδι; Το αφήνω στη μέση; Μένω με τη βάρκα μου ακυβέρνητη στα ανοιχτά και όταν πέσω στη θάλασσα σταματάω να κολυμπώ; Αν δεν δυσκολέψω τον εαυτό μου, θα μπω στον πειρασμό να τον διευκολύνω. Είμαι σίγουρος από την άλλη όμως ότι δεν είμαι αρκετά ηλίθιος για να υπερεκτιμήσω τη διαδικασία της σκέψης που είναι σπαρμένη από δυναμίτιδα και ισοπεδώνει; Θα φτάσουμε στην απάντηση παρακάτω.

«Και σεις τώρα νεαρέ συγγραφέα έχετε κάτι να πείτε ή μονάχα νομίζετε ότι έχετε κάτι να πείτε;» με ρώτησε αυστηρά προχθές το βράδυ ο Τζακ Λόντον. «Το δεύτερο μάλλον» του απάντησα χαμηλόφωνα, ντροπιασμένος. Έβαλα τα κλάματα, έκλεισα τα βιβλία και παράτησα τα μολύβια. Κόλλησα μέσα σε λάσπη αμφιβολίας. Απεγνωσμένα άρχισα να αναζητώ ένα στοιχείο, μια επιβεβαίωση, ένα χαμόγελο, ένα χέρι που θα με έκανε να συνεχίσω.

Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει ο Τζορτζ Στάινερ. Με είδε σε κακή κατάσταση, με λυπήθηκε και αποφάσισε να με ενθαρρύνει: «Δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε ένα πάθος. Γιατί, αν αρχίσουμε να το διαπραγματευόμαστε, χανόμαστε μέσα στον συμβιβασμό και καταλήγουμε στην επαιτεία. Το να έχει κανείς μια κλίση, ένα πάθος, είναι μια ευτυχία επικίνδυνη αλλά απέραντη».

Για κακή σας τύχη λοιπόν συνεχίζω. Ξανασηκώνομαι. Πρέπει να γίνω πιο τολμηρός αν θέλω να επιζήσω. Θα γράφω εφόσον αντέχω. Θα γράφω όσο υπάρχει φτώχεια, αδικία και εκμετάλλευση. Όσο αθώοι πεθαίνουν γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή. Ύστερα από κάθε θάνατο, θα ξεκινάω από την αρχή τον αγώνα. Δεν θα σοκάρομαι από καμία ανθρώπινη απώλεια. Θα με σοκάρει ξανά η ζωή. Ποιος τα παρατάει από τώρα, ποιος κάθεται και κλαίει στην άκρη και λέει δεν παίζω άλλο;

Θα γράφω γιατί αποφάσισα με συνοπτικές διαδικασίες μέσα μου ότι δεν θα κουραστώ να πολεμάω, ότι δεν θα με τρέψει σε φυγή η φρίκη. Θα γράφω μήπως παρ’ελπίδα με διαβάσουν. Θα γράφω για να αναδείξω πάλι τις σκέψεις που το αξίζουν, να τις φέρω στο προσκήνιο και να τις παραθέσω. Θα γράφω μέχρι να γίνουνε σεισμοί, ωσότου πέσουν οριστικά οι μάσκες της ευπρέπειας και του δίκιου, γνωρίζοντας πως αυτό που ελπίζω δε θα γίνει ποτέ.

Να πουληθώ; Δεν καταλάβατε καλά. Προτιμώ να γίνω προφήτης. Θα επαναλάβω τις ουτοπίες καθαρά και ξάστερα, θα συλλαβίσω τους μεγάλους, θα τους βάλω στο στόμα του κόσμου και κυρίως στις ζωές σας. Η όποια αξία μου θα ξεχαστεί μπροστά στη φήμη μου. Θα γίνω αυτό που σιχαίνομαι αλλά θα έχω πετύχει μέρος του σκοπού μου.

Κρίση ανωτερότητας; Προφανώς. Για να παρουσιάζεται όμως, χρήσιμη θα είναι. Κι εγώ έμαθα να μην απορρίπτω κανένα κομμάτι του εαυτού μου. Αναγνωρίζω την αντίφαση σε καθετί ανθρώπινο. Δε θέλω να γίνω σαν τους διανοούμενους του κόσμου που ούτε που διανοούνται αυτά που συμβαίνουν. Στις μέρες μας, μαλώνουν ακόμα αχόρταγα για την πρωτοκαθεδρία και λύνουν ασκήσεις ματαιοδοξίας. Καθρέφτη, καθρεφτάκη μου, ποιος είναι ο εξυπνότερος; Ποιος κατέχει τάχα την απόλυτη αλήθεια αν όχι εγώ; Όσο σκέφτονται πόσο σπουδαίοι είναι, διαπρέποντας σε ένα είδος πνευματικής κερδοσκοπίας, ο κόσμος συνωστίζεται για ένα πιάτο φαί.

Γράφε λοιπόν για να βελτιώνεσαι. Σεβάσου τις λέξεις. Δε σου φταίνε σε τίποτα εκείνες. Πες μια μελωδία της αλήθειας. Γράψε μέχρι να βγάζει το δάκρυ αίμα και το αίμα δάκρυ, μέχρι να σταματήσει να στάζει η αλήθεια σου ψέμα, ευκολία, εγωισμό και λήθη. Παίρνε την άδεια όλων των ανθρώπων του κόσμου και μετά μίλα. Γράφε για να συντάξεις την αθώωση που θα σου προσέφερε απλόχερα ο θάνατος. Γράφε υποκαθιστώντας το θάνατο.

Τι κι αν δεν είναι ενήλικο; Μην περιμένεις να εγκριθεί το όνειρό σου. Οι περισσότεροι θα το χλευάσουν. Το βρίσκουν παιδικό και αστείο. Τους είχες ξεγελάσει όλους γιατί είχες μείνει μέσα σου παιδί. Οι άλλοι σε καλούν για να καλύψεις ανάγκες. Εσύ όμως θέλεις να υπηρετήσεις τον εαυτό σου. Δε δέχεσαι να είσαι ασήμαντος. Ξέρεις ότι μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να υποτιμήσουμε τους εαυτούς μας.


Και η συνέχεια...

Στον πλανήτη των ιδεών, οι μνηστήρες του κόσμου έκαναν πάντα ένα βασικό λάθος: θέλησαν να αλλάξουν την Πηνελόπη τους. Εκείνη, απολύτως φυσιολογικά, πείσμωνε γιατί επιθυμούσε να αγαπηθεί γι’αυτό που είναι. Η υπομονή των επαναστατών γρήγορα εξαντλούνταν, ο χρόνος τους πίεζε για μια λύση ώσπου κουρασμένοι κάποια στιγμή από τις εκατοντάδες ιδέες, άρχιζαν να παίζουν με τη σκανδάλη. Εξουθενωμένοι που δεν συμμορφωνόταν ο κόσμος στις υποδείξεις τους, αποφάσιζαν να παραδοθούν στη πιο δραστική σκέψη τους. Ποιος διάολο όμως νομιμοποιείται να μας συνετίσει; Ο μόνος που δε δικαιούται δια να ομιλεί είναι αναμφίβολα ο Θεός, έτσι όπως τα ‘κανε. Οπότε, ποιος μένει; Ο οποιοσδήποτε; Ο πασαένας; Το ΔΝΤ; Κανείς τους. Αλλά σίγουρα ούτε κι εσύ επαναστάτη. Εσύ είσαι προκατειλημμένος ακόμα υπέρ σου.

«Σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του αρχαίου παραδείσου, μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου. Το μυστικό βρίσκεται στο έλεος… Μη με κοιτάζεις έτσι άγρια καλέ μου σατανά» γράφει ανακαλώντας μέσα στο παραλήρημά του ο επαναστάτης Ρεμπώ. Όταν επομένως καταφέρεις να απενοχοποιηθείς από την αλήθεια σου, θα έχεις θέσει τις βάσεις για την επανάστασή σου. Θες να κάνεις στους άλλους κακό(;) ρωτάει ο ψυχολόγος του στρατού. Κάνε κι εσύ στον εαυτό σου την ερώτηση. Απάντησε κάποτε δυνατά και αποφασιστικά. «Καλό θέλω να κάνω. Καλό. Μου κάνει εντύπωση που δεν το καταλαβαίνεις».

Βρίσκομαι ακόμα στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως δεν είμαι σε θέση να διδάξω ή να καθοδηγήσω κανέναν. Δεν προλαβαίνω-μην επιμένεις- να γράψω την αλήθεια. Όλο και κάτι μου διαφεύγει από την εξίσωση γιατί τα πράγματα συνεχίζουν να συμβαίνουν και δεν περιμένουν να τελειώσω το κείμενο. Κοινώς χέστηκαν για το κείμενό μου. Εγώ αν θέλω να είμαι ελάχιστα έντιμος, πρέπει πάση θυσία να εξαντλήσω όλα τα δικαιώματά μου στο λάθος, στην αμφιβολία, στην αλλαγή και στην αντίφαση, γιατί έτσι διατηρώ το δικαίωμά μου να σκέφτομαι. Η δουλειά μου είναι να παλέψω ενάντια σε αυτούς που προσπαθούν να δυσκολέψουν την εξίσωση, να προσθέσουν παραμέτρους δυσκολεύοντας τη ζωή.

Στην ουσία, το παιχνίδι θέλεις να παίξεις που ο ίδιος δημιουργείς διαλέγοντας συντρόφους. Μήπως ωστόσο τελικά συνοδοιπόρος δεν είναι αυτός που πιστεύει στα ίδια πράγματα με μένα, αλλά εκείνος που ακούει προσεκτικά τη διαφωνία μου και με τιμά εξαιτίας της; Να κάτι που δεν είχα σκεφτεί.

Κι όσο περισσότερο σκέφτομαι, τόσο λιγότερα ξέρω. Αυτός άλλωστε υπήρξε ανέκαθεν ο φόβος του ανθρώπου μπροστά στη γνώση. Αν και είναι αποδεδειγμένο ότι τα βιβλία δε δαγκώνουν, τους έχουμε γυρίσει προ πολλού την πλάτη. Γιατί να σε νοιάζει ποιος θα σου πει το πιο πειστικό ψέμα;

Και τι θα γίνει επιτέλους με αυτήν την απάντηση; Περιμένεις τις προτάσεις μου; Άκου: περικύκλωσε ξανά το οχυρό της αλήθειας. Αν δεν πέφτει, έχεις την απάντησή σου. Διότι κάθε απάντηση κρύβει έναν δούρειο ίππο. Και το μόνο που σου μένει είναι να βομβαρδίζεις την αλήθεια με ερωτήσεις. Να την κουράσεις μήπως βαρεθεί και σου φανερωθεί. Mην κάνεις το λάθος και ακολουθήσεις εντολές. Βρες τις δικές σου οδηγίες.

Συμμάχησε με τον ήλιο, ζήτα τη βοήθεια του Μάη των εξεγέρσεων, σύνταξε οδηγίες μάχης για μια σιωπηλή επανάσταση μέσα στον καθένα από εμάς που θα συγκλονίσει τον κόσμο. Είναι ώρα να δημιουργήσουμε κάτι ολοκαίνουριο, απλούστερο, που θα ανοίγει τα σπίτια του στους άλλους, υποχρεώνοντάς τους να μη τα κλέβουν. Καιρός να διοργανώσουμε πορείες ψυχικές, διαδηλώσεις ειρηνικές και εξεγέρσεις εσωτερικές. Να βρούμε ιδεολόγους της αγάπης, της ελευθερίας και της ζωής. Διότι μόνο όταν αγαπάς, αποδέχεσαι και αναγνωρίζεις, είσαι επιτυχημένος. Μόνο αν καταφέρεις και αναπτύξεις άμυνες στο μίσος θα γίνεις άνθρωπος. Μην επιτρέψεις, σε καμία περίπτωση, στις κραυγές και στις σιωπές να επικρατήσουν. Μάθε να ακούς πριν χάσεις την ακοή σου, μάθε να βλέπεις πριν χάσεις την όρασή σου. Αν τα ξέρεις όλα, αναρωτήσου γιατί ζεις…

Κι ας είμαστε λιγάκι ειλικρινείς. Δεν θα άντεχε κανείς την ουτοπία ούτε λεπτό. Εκεί θα βλέπαμε να γεννιέται μέσα στα αίματα το νέο μίσος. Δυστυχισμένοι από την πραγματοποίηση του ονείρου τους οι επαναστάτες θα ακόνιζαν τα ξίφη τους για νέες σφαγές και σκληρότερες διώξεις. Η ζωή θα παραμένει μια μάχη με το γκρίζο και το αόρατο, ένα αργόσυρτο παιχνίδι που δε σου βγαίνει τίποτα, ένα κουραστικό 0-0 που δεν θα προσφέρει λύση, λύτρωση ή σωτηρία παρά μόνο στο πακέτο του θανάτου.

Έχω δίκιο; Με τίποτα. Πως μπορώ όμως να είμαι σίγουρος για το άδικο μου; Πόσοι κανόνες κάνουν μια εξαίρεση; Αλλάζει ο κόσμος; Μπορώ να τον σώσω; Προτιμώ να διατηρήσω τις επιφυλάξεις μου παρά να χάσω τη σοβαρότητά μου. Προς το παρόν δεν προτίθεμαι να κλείσω τα βιβλία και να δουλέψω. Κανείς δεν ξέρει να μου υποδείξει μια αίθουσα στον κόσμο όπου οι άνθρωποι σπουδάζουν για να νοιάζονται. Και την επόμενη εβδομάδα θα είμαι ένας ευτυχισμένος άνεργος.

Λέει ο ποιητής της Κρήτης: «Δείξε μου έναν άνθρωπο να τα ‘χει λύσει όλα, γιατί εγώ δεν τα ‘λυσα μα δε με γνοιάζει κιόλα». Η μαντινάδα αυτή με θύμωνε παλιά. Νόμιζα ότι έκρυβε αδιαφορία. Τώρα την εκτιμώ περισσότερο. «Ο κόσμος είναι πλήρης σε κάθε στιγμή» γράφει ο Χέσσε. Τον Σιντάρτα του, δεν τον περίμεναν τελικά οι Θεοί. Στο τέλος αναγνώρισε την αμαρτία σαν αγιότητα και κατάφερε να αγαπάει. «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση» μας λέει ο Μπρετόν. Η ζωή σε τελική ανάλυση δεν είναι λογιστικά βιβλία όπως διάβασα κάπου. Δεν χρειάζεται να βγάλεις άκρη.

Μεγαλώνοντας αρχίζω και φοβάμαι ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για όλα εκτός από το να αγαπούν. Στο τέλος, όμως, όλα θα κριθούν από αυτήν τους την ικανότητα. Η αγάπη, αυτός ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους όπως έλεγε ο Αναγνωστάκης, συνεχίζει να μας τη δίνει στα νεύρα. Μετά από αμέτρητους πολέμους για τη γη, το μόνο που απέμεινε να χωρίσουμε είναι τα εδάφη της μοναξιάς μας. Τη μέρα που θα σκεφτούμε σοβαρά να τα ενώσουμε, θα γίνουμε ανίκητοι.

«Όποιος σκέφτεται πολύ, σφάλλει και πολύ» έλεγε ο Χάιντεγκερ. Δεν υπάρχει συνεπώς κανένα δίλημμα. Σταματήστε να ανησυχείτε για μένα. Τι πάει να πει ή Ρεμπώ ή παστίτσιο. Και Ρεμπώ και παστίτσιο. Θέλω να μάθω ότι δεν ξέρω τίποτα. Θέλω να μοιρολογώ το ανύπαρκτο μυστικό. Να πω: «Είναι παρήγορο ότι δεν υπάρχει παράδεισος». Το όνειρο θα υπάρχει για να το ονειρεύομαι. Όλα θα είναι για πρώτη φορά στη θέση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: