Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ο Ντοράντο της Ελντοράντο

«Δεν είσαι εκπαιδευμένος για μαραθωνίους, Μανώλη μου, αυτό είναι όλο. Ξεκινάμε για τα 42 χιλιόμετρα και τα 195 μέτρα της διαδρομής και κάνουμε μόνο τα 195 μέτρα». Η πρώτη του γκόμενα στο Πανεπιστήμιο, μια αυθάδης νησιώτισσα, Τεφατζού αλλά και Κνίτισσα, με μια τρύπα στη μύτη κι ένα τατουάζ του Λένιν στην πλάτη, λίγο μεγαλύτερο από αυτό που φαντάζεστε, τον είχε επιπλήξει μετά από μια ακόμη πρόωρη εκσπερμάτισή του. Η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση όπως και οι σεξουαλικές του επιδόσεις ήταν ζήτημα διαρκούς άσκησης, επέμενε να του επισημαίνει. Ορκισμένος σπρίντερ από τότε που τη χώρισε λόγω του ισχυρού ενστίκτου αυτοσυντήρησης που διέθετε, με το που άκουγε τον πρωθυπουργό να μιλάει για τον μαραθώνιο που έχει να διανύσει, θυμόταν τα κάτασπρα στήθια της Αλέκας αλλά και τον Ντοράντο Πιέτρι, εκείνον τον Ιταλό που το 1908 έκοψε πρώτος το νήμα του στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου τρεκλίζοντας, υποβασταζόμενος από τους κριτές. Ο κολλητός του, λάτρης του κλασικού αθλητισμού, ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχε εκμυστηρευτεί την ατάκα της, του είχε κολλήσει από τότε το «Ντοράντο». Ο τερματισμός, που συνοδευόταν από εγκατάλειψη δυνάμεων, του είχε γίνει έμμονη ιδέα κι εφιάλτης.

Φως είδε ένα βράδυ Κυριακής σε μια τοπική εφημερίδα που θρυλείται ότι τη διάβαζαν ένα εκατομμύριο αναγνώστες. Εμπιστευόταν τέτοιες κωλοφυλλάδες περισσότερο από τα μέινστριμ Μίντια. Έτσι είχε ακούσει τον γιο του να τα αποκαλεί πριν δύο χρόνια που είχε βγει από το δωμάτιο για να πάρει μια ανάσα από το cyber sex με καυτές μαμάδες που τον περίμεναν. Παντού υπάρχει μια μαμά που περιμένει. Πέταξε την εφημερίδα στον κάδο για να μην τη δει κανείς, περίμενε να ξημερώσει Δευτέρα, έβρισε βιαστικά τη γυναίκα του για κάτι που μόνο οι δυο τους θα μπορούσαν να μαλώσουν, πήρε ταξί - λεφτά υπήρχαν για μια τελευταία σπατάλη - και εμφανίστηκε μπροστά στην είσοδο του γερμανο-καναδικού κολοσσού. Ευτυχώς η ουρά δεν ήταν μεγάλη. Τα γραφεία έμοιαζαν με τράπεζας και ήταν τόσο ευρύχωρα ώστε να χωρούν χίλιοι καλοί, άγνωστο σε τι.

«Καλημέρα σας. Σας βρήκα στην εφημερίδα ’Η Μεγάλη Σφαγή’». «Καθίστε». «Θέλω να με καταστρέψετε». «Διαφορετικά δεν θα ήσασταν εδώ. Μας βρήκατε εύκολα;». «Πολύ. Αυτό που μου άρεσε στην αγγελία είναι ότι ξεμπερδεύω μέσα σε μια μέρα». «Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν. Τι θα πάρετε;». «Με ενδιαφέρει περισσότερο τι θα μου πάρετε. Δεν μπορώ να κοιμηθώ». «Είναι φυσιολογικό να έχετε αϋπνίες με όσα συμβαίνουν. Εφόσον κάνατε τον κόπο να έρθετε μέχρι εδώ, μιλάμε προφανώς για ολόκληρη την περιουσία σας». «Το εννοείτε;». «Μα ασφαλώς». «Δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω». «Μα τι λέτε κύριέ μου; Μακάρι όλοι να κρατούσαν μια τόσο υπεύθυνη στάση». «Δεν σας κρύβω πως δυσκολεύτηκα να πάρω την απόφαση. Ξέρετε δεν είμαι μόνος. Έχω γυναίκα και παιδί. Κυρίως, δε, με προβλημάτιζε το πώς θα αποχωριστώ την τηλεόραση και τον καναπέ μου». «Αγαπητέ, ομολογώ πως δεν σας κατανοώ. Αφού είστε νοικοκυραίος, ένας λόγος παραπάνω να είστε πεπεισμένος πως πράττετε το σωστό. Δεν βλέπετε τους συμπολίτες σας που τρελαίνονται; Που παραμιλούν; Που αυτοκτονούν; Θα έπρεπε να τα ‘χατε σκεφτεί αυτά πριν ζητήσετε τη βοήθειά μας. Εμείς να διευκολύνουμε θέλουμε». «Το καταλαβαίνω. Γι’ αυτό ξεπέρασα τους αρχικούς ενδοιασμούς μου». «Είστε ευαίσθητος άνθρωπος. Σας αξίζει μια ευκαιρία. Έχουμε και λέμε: Εσείς ζητιάνος. Θα σας εξασφαλίσουμε μια προνομιούχο γωνία σε κεντρικό σημείο της πόλης, μια κιθάρα για να γρατζουνάτε κι ένα ναρκωμένο παιδάκι σαν αυτά που κυκλοφορούν στο Facebook. Διαθέτετε όλα τα προσόντα για να τα πάτε περίφημα. Η γυναίκα σας πουτάνα, παρόλο που δεν τα διαθέτει, ο γιος σας μετανάστης, αν και είναι overqualified λόγω σερφαρίσματος στο Διαδίκτυο κι η μάνα σας στα καράβια, δικαιωματικά. Το σπίτι σας μπορείτε να το ξεχάσετε. Το παίρνουμε εμείς όπως και τα υπόλοιπα περιουσιακά σας στοιχεία. Υπογράψτε απλά εδώ. Η εταιρεία μας σας γλιτώνει από τη χαρτούρα και τη διαρκή αγωνία». «Εδώ υπογράφω;». «Μάλιστα». «Και τώρα;». «Τώρα είστε ελεύθερος». «Τελειώσαμε κιόλας;». «Τελειώσατε κιόλας». Του φαινόταν απίστευτο. Ήταν καλύτερο από αυτό που υποσχόταν η διαφήμιση. «Κάτι τελευταίο, αν γίνεται. Μπορείτε μήπως να κάνετε κάτι για την αχόρταγη μαμά που κάνει cyber sex ο γιος μου;». «Το έχουμε φροντίσει ήδη». «Και το παιδί της;». «Και το παιδί της». «Είναι του γιου μου ξέρετε». «Εγώ θα το βαφτίσω».

Έσφιξε το χέρι του Νονού ανακουφισμένος. Δεν τον προβλημάτισε ούτε το γεγονός ότι μιλούσε ελληνικά. Έλληνες κάνουν τη δουλειά και βάζουν μπροστά Γερμανούς και Καναδούς για μόστρα.  Επιχειρηματικά μυαλά, δεν την πάτησαν όπως εκείνος. Ποιος τον υποχρέωνε όμως να υποφέρει; Εφόσον το αδιανόητο θα συνέβαινε, γιατί να μην το προκαλούσε ο ίδιος; Αύριο θα ήταν μια καινούρια μέρα. Πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι η άμεση εξυπηρέτηση που συνάντησε στο Τμήμα Καταστροφών οφειλόταν στο γεγονός πως η ανεργία είχε φτάσει στον επιθυμητό στόχο του 50%. Η πόλη είχε χωριστεί στα δύο. Υπήρχε ένας σωτήρας για κάθε πιστό. Ένας θύτης για κάθε θύμα. Μία χώρα, μία εταιρεία. Η απόλυτη ισορροπία. Η απόλυτη ισοπαλία. Ένα πείραμα ανεπανάληπτο που μήτε ο Όργουελ, μήτε ο Χάξλεϋ είχαν ακριβώς φανταστεί. Ο επίγειος παράδεισος ήταν τελικά υπόθεση απλή. Έτρεξε να πάρει τηλέφωνο την Αλέκα να της το ανακοινώσει με το πρώτο ευρώ που έβγαλε στη διασταύρωση Εγνατίας με Βενιζέλου, του Ευάγγελου. Την πέτυχε στην αγκαλιά ενός Εμίρη απ’ το Κατάρ, στο όμορφο νησί της, την Οξυά, που όπως του εξήγησε στο ακουστικό, το είχε αγοράσει ο πάμπλουτος άντρας πριν λίγες μέρες μαζί με άλλα πέντε, λίγο παραδίπλα, όλα στην περιοχή του Ιονίου. Ζαλίστηκε. Δεν πρόλαβε να της πει τα ευχάριστα. «Άρχισα πάλι να τρεκλίζω! Απατεώνες!».

*Η Ελντοράντο Γκολντ είναι η καναδική εταιρεία, κύρια επενδύτρια στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: