Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Το στοίχημα



Χώριζαν οριστικά και θα αθετούσε το λόγο του. Της είχε πει ότι χωρίς εκείνη δεν θα μπορούσε να γράφει. Όχι ότι τον διάβαζε και ποτέ. Αυτό ήταν που του άρεσε μάλλον πιο πολύ. Που του είχε εμπιστοσύνη. Και που δεν του έλεγε μεγάλα λόγια. Ούτε θα παντρευτούμε, ούτε θα σ’αγαπώ αιώνια, ούτε θα είμαστε για πάντα μαζί. Ήταν ανασφαλής και φοβιτσιάρα, αλλά αυθεντική και τον γούσταρε πολύ. Και εκείνος πάντα δίπλα της και μακριά της, αναγκασμένος να μιλήσει για πρώτη φορά για κάτι που τον πονούσε, αφού τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί για τη στήλη του. Γιατί όλα όσα στ’αλήθεια μας πονούν, είναι μονάχα οι έρωτές μας. «Αν μπορέσουμε κάποτε να συνεννοηθούμε, ο κόσμος θα σωθεί» έλεγε και οι υπόλοιποι τον άκουγαν με κατανόηση να παραλογίζεται.

Πάντως εξ όσων γνωρίζω την είχε λατρέψει σε μία εκδρομή. Λαλίστατη, με χιούμορ βιτριολικό, αποφασισμένη να κάνει το λεωφορείο άνω-κάτω και να μην τους αφήσει να κλείσουν μάτι. Ποτέ δεν είχε δει γυναίκα να αυτοσαρκάζεται τόσο χαριτωμένα από κοντά. Ένα μικρό θαύμα που κι εκείνη αγάπησε το χιούμορ του και τέσσερα χρόνια πετούσαν ατάκες ο ένας στον άλλο πολύ πριν το Twitter. Μετά από τόσα γέλια δεν είχε μείνει παρά να ερωτευτούν. Το σκέφτηκε πρώτος και της το πρότεινε εμμέσως πλην σαφώς πάνω στο στήθος της ένα αυγουστιάτικο βράδυ που παρακολουθούσαν για ξεκάρφωμα τα προκριματικά των 100 μέτρων του Πεκίνου. Εκεί, στην Κίνα δηλαδή, της είχε πει στην εκδρομή πως θα την φώναζαν ψηλή: «Θα έρθει η ψηλή, το είπατε στην ψηλή, που έχει χαθεί αυτή η ψηλή;» κι άλλα παρόμοια. Μία σκέτη τρέλα η σχέση από απόσταση αλλά κατόρθωσε να την ρίξει όταν της θύμισε το ύψος του πρώην της σε σύγκριση με το δικό της. «Και αυτή σχέση από απόσταση ήτανε» επέμενε και προσπαθούσε με όλα τα μέσα να την πείσει να τον ακολουθήσει.  

Το ταλέντο της ήταν ότι του δινόταν λίγο-λίγο. Αργά. Και την επόμενη τον ξανάβαζε να την ξανακερδίσει. Ήταν ένα ολυμπιακό αγώνισμα που εκείνος λάτρευε γιατί δεν τον άφηνε να πλήξει. Στο διάστημα μιας Ολυμπιάδας έπιασε όλα τα όρια και τα ξεπέρασε, την ταλαιπώρησε και ταλαιπωρήθηκε. Μαζί της αισθανόταν ελεύθερος κι όταν εκείνη έχανε την πίστη της, σκαρφιζόταν ερωτόλογα που μέσα στην υπερβολή τους ήταν πέρα για πέρα αληθινά. «Πιστεύω μόνο στα μπούτια σου» της έλεγε. Την πολιορκούσε διαρκώς και τη φλέρταρε μανιωδώς μέχρι να του ξεθυμώσει μόνο και μόνο κάθε φορά για να τον στολίσει: «Είσαι μεγάλο πουστράκι» του έκανε εννοώντας ότι δεν μπορούσε να κρατάει μούτρα για πολύ. Κι αυτή τον αγαπούσε και μάλιστα αρκετά αλλά πάντα εντόπιζε αγεφύρωτες διαφορές στις ασυμφωνίες τους. Θα ‘λεγε κανείς πως τον φοβόταν γενικώς. Οι καβγάδες σταδιακά πύκνωναν, οι παρεξηγήσεις αύξαναν και οι συναντήσεις αραίωναν. Όλα στον αέρα ως συνήθως, όλα ανοιχτά. Κι αυτός μονίμως να την καθησυχάζει πως οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Την απειλούσε μάλιστα με νέο μνημόνιο τον Αύγουστο των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. «Το καλοκαίρι αυτό μου το χρωστάς και θα ‘ρθω να σου επιβάλλω νέα μέτρα» της έλεγε ενώ εκείνη είχε το νου της στη δουλειά.

«Γιατί μ’αγαπάς;» τον αιφνιδίασε ένα από τα τελευταία ήσυχα βράδια. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι εκείνος ο ανεύθυνος τύπος θα ήταν ο άνθρωπος της ζωής της, ένας άντρας με τον οποίο θα έκανε οικογένεια. Φοβόταν γενικότερα τη δέσμευση αλλά με τούτο το μορφονιό τη φοβόταν περισσότερο. Έκατσε και της τα έγραψε για πολλοστή φορά: «Σ’αγαπώ γιατί κάποιος πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά σου. Σ’αγαπώ γιατί όταν με λες ηλίθιο νομίζω ότι έχεις δίκιο. Σ’αγαπώ γιατί είσαι το κορίτσι που πρέπει να έπαιζα μικρός και δε θυμάμαι. Όταν σε βλέπω θέλω να σου δώσω όλα μου τα παιχνίδια και δε με νοιάζει που θα τα χάσω. Σ’αγαπώ γιατί καμία δεν μ’αγαπάει όπως με μισείς εσύ. Σ’αγαπώ γιατί σκοτώνεις του νου και της καρδιάς μου το επικίνδυνο χασμουρητό» κι άλλες παρόμοιες ασυναρτησίες που καταλαβαίνουν φυσικά μόνο οι ερωτευμένοι. «Αν υπάρχουν βρωμόλογα που δεν έχουν ειπωθεί, θα τα εφεύρω. Αν υπάρχουν ταξίδια που δεν κάναμε μαζί αυτά τα τέσσερα χρόνια, θα τα δρομολογήσω. Αν υπάρχουν αγγίγματα που ποτέ δεν δοκιμάσαμε, θα τα ανακαλύψω. Σ’ ευχαριστώ για όλα και κυρίως για τα άσχημα. Με έκαναν πιο δυνατό. Δεν είναι πια τόσο παράλογο να κυνηγώ τον έρωτά σου» της είχε πει μερικούς μήνες πριν. Μα εκείνη είχε στραβώσει πάλι, τραβούσε το σχοινί και ένα βράδυ, ανυπόμονος όπως σε κάθε ετυμηγορία της, το ξανάκοψε. Μπροστά στην αγάπη που της είχε, όλες οι σιωπές της τού φαίνονταν ανυπόφορες. Το γυαλί τώρα πια δεν θα ξανακολλούσε.

Πάνω κάτω αυτό ήταν όλο. Ο ήρωάς μας πάτησε την αυτόματη διόρθωση επειδή δεν είχε βρει όλα τα σωστά γράμματα στο πληκτρολόγιο κι η ιστορία-ο δαίμων του τυπογραφείου να την κάνει- ήταν έτοιμη προς δημοσίευση. Έπρεπε να βιαστεί γιατί το φύλλο έκλεινε όταν ξαφνικά τον έπιασε δύσπνοια. Σκέφτηκε ότι στο τέλος υπήρχε τελεία. Το στοίχημα! Θα έχανε το μεγάλο του στοίχημα. Το στοίχημα όλων των γραπτών του που ήταν να σμίξουνε τον κόσμο, όπως έλεγε ο αγαπημένος της ποιητής. Χωρίς τελεία, τέλος δεν θα υπήρχε. Αν την παρέλειπε θα άφηνε την αμφιβολία να ζήσει. Πάντα του άρεσε να διασώζει τα ίσως και τα ενδεχομένως που οι υπόλοιποι απέρριπταν. Βρήκε τον διορθωτή και τον παρακάλεσε: «Μην τη βάλεις, σε ικετεύω». «Θα χάσω τη δουλειά μου, άνθρωπέ μου. Κάνουν παντού περικοπές και με περιμένουν στη γωνία». «Μα πρόκειται για τη γυναίκα που αγαπώ, ρε μαλάκα. Δεν γίνεται να μπει τελεία». «Λυπάμαι, είμαι αναγκασμένος να τη βάλω». «Λυπάμαι, κι εγώ είμαι καταδικασμένος να την αγαπώ».

Του πήρε το χαρτί μέσα από τα χέρια και μπήκε στον διευθυντή. «Υποβάλλω την παραίτησή μου». «Γιατί, τι έγινε;». «Γιατί υπέβαλα την απαίτησή μου και δεν έγινε δεκτή. Γιατί η εφημερίδα σας με αναγκάζει να βάζω τελείες ενώ είναι σίγουρο πως είναι υπερεκτιμημένες, γι'αυτό». «Σε αναγκάσαμε εμείς ποτέ να βάλεις τελείες εκεί που δε θες;». «Μα πουθενά δεν πρέπει να μπαίνουν τελείες. Οι τελείες είναι γελοίες, οι τελείες είναι ξένες προς τη ζωή, ο ίδιος ο θάνατος μεταμφιεσμένος και απορώ ποιοι αρρωστημένοι εγκέφαλοι τις επινόησαν!». «Είσαι με τα καλά σου παιδί μου; Σε λίγο θα τα βάλεις και με τον Τριανταφυλλίδη!». «Μην αποπροσανατολίζετε τη συζήτηση. Δεν δέχομαι να δημοσιευθεί το κείμενο με τελεία στο τέλος. Επιτέλους σταματήστε τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των δικαιωμάτων των ερωτευμένων, κύριε Διευθυντά!». «Απολύεσαι, ηλίθιε». «Θα πάω να τη βρω, παλιοκαριόλη. Όχι τώρα, αλλά κάποτε θα πάω να τη βρω»

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είμαι σίγουρη ότι το στοίχημα της παντοτινής, ανιδιοτελούς, παράλογης αγάπης της το κέρδισες. Μπορείς να απολαμβάνεις τα κέρδη σου...ακόμα κι αν αυτήν τη "χάσεις. <3

Η γνωστή και μη εξαιρετέα

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ενδιαφέρον. Autοbιgrafικό?

pasaenas είπε...

Δεν είμαι τόσο τολμηρός, περίεργε ανώνυμε. Από αυτοβιογραφίες προτείνω Νικοπολίδη ή Αρναούτογλου :)