Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Η αυτοκτονία ενός μνημονιακού

Αντικειμενικά ήταν άσχημος ο Άκης. Από παιδί ντρεπόταν να επιβληθεί και δυσκολευόταν να επικοινωνήσει. Σπάνια μιλούσε για οτιδήποτε. Μόνο όταν στη δουλειά άνοιγαν πολιτικές συζητήσεις του άρεσε να επαναλαμβάνει σαδιστικά τη φράση του Πάγκαλου: «Το μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο». Έτσι του βγήκε το Παγκαλάκης. Στην πραγματικότητα δεν εκτιμούσε την τρόικα σχεδόν όσο τους συναδέλφους του, οι οποίοι κάθε φορά που τον άκουγαν ξεσπούσαν σε περιορισμένης έκτασης χάχανα για να μην τον προσβάλουν. Αγαπημένο παιδί του ιδιοκτήτη της επιχείρησης, μεσήλικας πια, πιο εργατικός από τους υπόλοιπους, δεν μπορούσε να γίνει εύκολος στόχος για καλαμπούρι. Ήθελε απλώς να τους μπαίνει στο μάτι πού και πού αφού δεν ήταν φτιαγμένος για να σκέφτεται σοβαρά την εκδίκηση. Από την άλλη, οι επαναστατημένοι συνάνθρωποί του, όσοι τουλάχιστον βρέθηκαν στο δρόμο του, δεν ήταν ποτέ τόσο επαναστάτες ώστε να του λένε καλημέρα ή να του συμπεριφέρονται με ευγένεια. Η υπέρβαρη, μοναχική φιγούρα του απέπνεε όλο και συχνότερα κλεισούρα, θλίψη και απομόνωση. Οι λιγοστοί φίλοι είχαν αποθαρρυνθεί.

Στις τελευταίες εκλογές είχε ψηφίσει με μισή καρδιά Χρυσή Αυγή. Πίστευε ότι έτσι θα αισθανόταν πιο δυνατός, όμως, η απόπειρα είχε αποτύχει. Κατάλαβε λόγω εμπειρίας ότι κάποιοι απλώς καραδοκούσαν και εκμεταλλεύονταν μιζέριες. Όσο τα χρόνια περνούσαν, οι ώρες δουλειάς αυξάνονταν και ο χρόνος για ζωή λιγόστευε μαζί με το ενδιαφέρον του γι’ αυτή. Όταν δεν σκεφτόταν την Βίκυ, τον παιδικό του έρωτα, ταξίδευε στην ταράτσα του σπιτιού του, το μόνο χώρο με οξυγόνο που είχε απομείνει στην καθημερινότητά του. Εκεί πάνω, κάτω από τ’αστέρια, αυνανιζόταν μία στο τόσο για κείνη. Είχαν χαθεί αλλά τού το ‘χε υποσχεθεί. Θα πήγαιναν σύντομα θάλασσα. Την ίδια μέρα, κιόλας, είχε τρέξει να αγοράσει από το Σούπερ Μάρκετ το πιο ακριβό αντηλιακό. Όταν ήθελε να μυρίσει ευτυχία προτού κοιμηθεί, το άνοιγε και το έκλεινε, με την προσοχή που θα άγγιζε το σώμα της. Έριχνε μία σταγόνα στο δείκτη του δεξιού του χεριού, πασάλειβε το πρόσωπό του και όσο απέμενε το έγλειφε με το πάθος που θα έτρωγε τις ρώγες της.  

Έκανε καύσωνα και μέσα σε όλα τα βλέμματα φώλιαζε η απελπισία που ο Άκης κουβαλούσε ολόκληρη τη χρονιά. Η εβδομάδα τελείωνε όταν άρπαξε το κινητό:«Πάμε αύριο θάλασσα;» τη ρώτησε. Η Βίκυ δεν θα απαντούσε ποτέ όμως, το Σαββατοκύριακο πέρασε και με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε να δώσει τέλος. Δευτέρα βράδυ θα έπαιρνε το δρόμο της απόλυτης επιστροφής. Αντί να περιμένει το λεωφορείο όπως έκανε συνήθως, είπε να κάνει μία αποχαιρετιστήρια βόλτα στην πόλη που γι’αυτόν έπαιζε ανέκαθεν κι έναν ρόλο κρυψώνας. Ο δρόμος του, ενώ είχε αρχίσει να κουράζεται, τον έβγαλε έξω από το δημοτικό κολυμβητήριο. Όσο πλησίαζε, ζύγωνε το παρελθόν του: Το χλώριο ήταν μία από τις μυρωδιές των παιδικών του χρόνων τότε που η μάνα του τον πηγαινοέφερνε στο κολύμπι. Την είχε χάσει πολύ μικρός και με τον πατέρα του δεν αντάλλασσαν πάνω από δυο κουβέντες το χρόνο. Η πισίνα θα έμενε ανοιχτή όλο το καλοκαίρι και το βράδυ δεν είχε καθόλου κόσμο. Να η γαλάζια ευκαιρία που του άξιζε! Πέρασε την πόρτα του κολυμβητηρίου δειλά, ανέβηκε άνευρα την πλατφόρμα και έφτασε μέχρι την άκρη του βατήρα. Αυτό ήταν. Άρχισε να τραμπαλίζεται και έσκασε ένα χαμόγελο που χρωστούσε χρόνια στον εαυτό του. Η είσοδος στο νερό ήταν άτσαλη αλλά η ανακούφιση άξιζε τον πόνο. Επέστρεψε βρεγμένος σπίτι, σχεδόν χαρούμενος, γελώντας πάντως, αυτό είναι σίγουρο, έχοντας ξεχάσει εντελώς τι είχε να κάνει.

Για ολόκληρο τον επόμενο μήνα το μόνο που περίμενε ήταν πότε θα τελειώσει τη δουλειά για να πάει στην πισίνα. Τα βράδια αφού έτρωγε το ίδιο πάντα τοστ μελετούσε στο Youtube καταδύσεις από το βατήρα των τριών μέτρων. Ο αγαπημένος του ήταν ο ελληνικής καταγωγής Γκρεγκ Λουγκάνις, μεγάλος σταρ του αγωνίσματος την δεκαετία του ’80, ομοφυλόφιλος- άλλος ένα λόγος να μην νιώθει περήφανος για την ψήφο του. Θα διεξάγονταν επαναληπτικές εκλογές και είχε αποφασίσει ήδη ότι θα επιβράβευε τον Βασίλη Λεβέντη. Στη δουλειά πια πήγαινε χαρούμενος, έλεγε καλημέρα και καληνύχτα σε όλους αλλά κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό το νέο του χόμπι. Δεν ήταν καιρός να τον κοροϊδεύουν και για τους κοιλιακούς του.

Ο Αύγουστος ξεκίνησε με τη μικρή ικανοποίηση που του χάρισε η προαγωγή του. Την Βίκυ την είχε συγχωρήσει. Οι μέρες πριν τις καλοκαιρινές του διακοπές κυλούσαν σχεδόν ανώδυνα ώσπου ένα βράδυ πριν την προγραμματισμένη άδειά του αναγκάστηκε να μείνει στο γραφείο μέχρι αργά. Είχε πάει 21.18 καθώς σχολούσε ανεξήγητα ανήσυχος. Η τρομακτική υγρασία τον απέλπιζε και τα ρούχα που κολλούσαν πάνω του τού θύμιζαν την ασάλευτη ρουτίνα του. Μόνο όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, το θυμήθηκε: Η πισίνα έκλεινε κάθε βράδυ στις 21.00. Ένα δάκρυ ξεχείλισε το ποτήρι. Γύρισε σπίτι, έβαλε το μαγιό του βιαστικά και ανέβηκε στην ταράτσα. Σήμερα δεν ήταν στο πρόγραμμα να βαρέσει υπερωρία. Σήμερα ήταν να τραβήξει μαλακία ύστερα από καιρό, να δοκιμάσει μία βουτιά με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, να μυρίσει πάλι το αντηλιακό που θα της έβαζε με τον υψηλό δείκτη προστασίας. Εάν επιζούσε από τη νύχτα, αύριο, ξεκούραστος, θα προσπαθούσε να τη βρει στα τηλέφωνα. Τώρα όμως έπαιρνε φόρα και βουτούσε στο νερό του, στο κενό του, θυμωμένος ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. «Μία ακόμη αυτοκτονία εξαιτίας των βάρβαρων πολιτικών του μνημονίου» συμφωνούσαν την επομένη σύσσωμα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: