Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Που ‘ναι ο καιρός

«Ο κόσμος θα δουλέψει πιο σκληρά και θα ζήσει μια πιο ηθική ζωή». Andrew W. Mellon, Υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α μετά το Κραχ του ‘29.

Από τον καιρό που ο Νίτσε αθώωσε τον κόσμο εξαιτίας της απουσίας σκοπού του, ο άνθρωπος αφοσιώθηκε ξεψυχισμένα πάνω από το προσκεφάλι του προκειμένου να του αποδώσει ένα με το ζόρι. Αδύναμος, ανασφαλής και μόνος καθώς παρέμενε μέσα στα πλήθη, δεν βρήκε καλύτερο τρόπο να δραπετεύσει από τις κραυγές της θνητότητάς του και εργάστηκε σκληρά πάνω στην εξίσωση της ζωής: Η λύση στην οποία κατέληξε ήταν η δύναμη, τουτέστιν το Χρήμα. Στο γήπεδο δεν χωρούσαν όλοι φυσικά. Το παιχνίδι έπρεπε να γίνεται σε κλειστό κύκλο. Εξαγοράζοντας όχι τόσο την ευτυχία όσο τη δυστυχία του, όπως έλεγε ένας ήρωας του Χίτσκοκ στο Ψυχώ, με μέσο την εργασία που οι αρχαίοι θεωρούσαν όνειδος, στο κυνήγι του χειροπιαστού θεού μπήκαν και οι απλοί άνθρωποι, τόσο απλοί που θέλησαν κι εκείνοι να καταδυναστεύουν το διπλανό τους. Απολύτως απενοχοποιημένοι από το γεγονός ότι ζούσαν πράγματι μαζί με άλλους, τόσο διαφορετικούς αλλά και τόσο όμοιους, περίεργους στην πλειοψηφία τους τύπους, που άλλοτε τους ονόμαζαν συνανθρώπους, άλλοτε συμπολίτες και άλλοτε, απλούστερα, μαλάκες, δεν ανέπτυξαν θλιβερές αυταπάτες όπως το Εμείς. Στην αρένα μπήκαν απλώς για να επιβιώσουν.

Και οι πιθανότητες ήταν με το μέρος τους. Η ανάπτυξη και η πρόοδος στο χέρι τους. Δουλειές υπήρχαν σχεδόν για όλους και επιπλέον άρχισαν να γίνονται πιο ανθρώπινες-μετά από θυσίες και αγώνες- σε βαθμό που αρκετοί άρχισαν να προβλέπουν με βεβαιότητα ότι στις αρχές περίπου τους 21ου αιώνα ο άνθρωπος θα εργάζεται κανένα τρίωρο όπως είχε ονειρευτεί ο Λαφάργκ και την υπόλοιπη μέρα θα την έβγαζε στο κρεβάτι ή διασκεδάζοντας σε κάποιο ξέφρενο πάρτυ των Καταστασιακών. Έμενε μόνο να το ήθελες. Ένας πια και ο τρόπος να γίνει κανείς ελεύθερος. Να βγάζει λεφτά. Όσοι βάλθηκαν να γίνουν μαγνήτες τους, στην πορεία λησμόνησαν πως υπήρχαν και ένα σωρό άλλοι τρόποι να καταφέρουν το ίδιο πράγμα: Να είσαι ερωτευμένος, να αγαπάς χωρίς αλλά, να ζεις στη φύση και με τη φύση, να δημιουργείς, να γνωρίζεις, να διαθέτεις χιούμορ για κάθε συμφορά, αδιαφορία για κάθε καταστροφή ή τέλος το ακριβώς αντίθετο. Να είσαι ελεύθερος επειδή δεν έχεις τίποτα. Από τρόπους ανελευθερίας βρομούσε ανέκαθεν ο τόπος: Η μιζέρια, ο φόβος, η καταγγελία ως στάση ζωής, η δυσκίνητη δυστυχία, το άγχος της επιτυχίας, η άμυνα απέναντι σε καθετί καινούριο, η βιασύνη να δεσμευτείς υπό την πίεση της κοινωνίας που σε παρατηρούσε με γουρλωμένα μάτια, η ομηρία της επικαιρότητας και τώρα τελευταία των Social media, η ύπουλη ελπίδα. Όταν τα πράγματα ζόριζαν και οι συνήθεις ύποπτοι δυνάστες δεν μοίραζαν λόγω κρίσεων ευτυχία στο λαό, η σκέψη ήταν απλή: Στο ψέμα τους θα χύναμε το αίμα μας. Ένας πόλεμος, παγκόσμιος κατά προτίμηση, έλυνε τα χέρια των δεικτών και η οικονομία άνθιζε ξανά πάνω από τα φέρετρα των νεκρών.

Το σοκ από την κρίση επομένως δεν ήταν μόνο οι φόροι, τα χαράτσια και η cool ανεργία, αλλά το χτύπημα στην ίδια την κουλτούρα της κατανάλωσης. Η απόλαυση για αρκετά χρόνια δεν παρουσιαζόταν απλώς ως μία από τις επιλογές, αλλά υπαγορευόταν ως καθήκον του πολίτη όπως παρατηρεί ο Μπροντιγιάρ, ένας μονόδρομος όπως αυτός που βιώνουμε σήμερα. Η σωτηρία της πατρίδας περνούσε από τις νέες παραλαβές και τα καινούρια προϊόντα, τη νέα μόδα που γινόταν όλο και νεότερη, τα τέλεια προϊόντα που γίνονταν ολοένα και τελειότερα. Όπως οι ευγενείς επιδείκνυαν τους τίτλους ευγενείας τους, οι αστοί επιδείκνυαν τους τίτλους ευτυχίας τους(Μπρυκνέρ). Για να είσαι αποδεκτός, όφειλες να είσαι μέσα σε όλα και να τρελαίνεσαι στην ιδέα ότι κάτι πολύ ασήμαντο χάνεις αφού ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να βρίσκεσαι σε έξι μαγαζιά με διαφορετικά happenings ταυτόχρονα. Μπορεί στον τομέα σου να ήσουν εξειδικευμένος και να μην είχες ιδέα για χιλιάδες άλλα πράγματα, δεν σου επιτρεπόταν ωστόσο να μη ξέρεις τι είναι trendy αυτή την εποχή, τι είναι hot, τι είναι wow, να μην έχεις πάει στη Μύκονο, στην Ίο ή στην Αγία Νάπα. Η κατανάλωση ήταν το μοναδικό σου μέλημα και οι πάντες έσπευδαν να στο υπενθυμίσουν όταν έδειχνες κακόκεφος ή απλώς μπουκωμένος από την υπερβολική διαφήμιση, την σχετική άνεση και τη θολή κουλτούρα.

Η κρίση λοιπόν επέβαλλε εκτός από τη λιτότητα και την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, ένα πραξικόπημα πιο ισχυρό ακόμα και από το πρώτο μνημόνιο. Όσα έκαναν κάποιον πολίτη, ξαφνικά τοποθετήθηκαν πάνω από τις δυνατότητες του, προνόμια συγκυριακά που έπρεπε να ξεχάσει. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα δικαιώματά του, χάνονταν σιγά-σιγά μέσα από τις τσέπες του. Όπως μία γυναίκα σε χωρίζει όταν γίνεσαι όσα σου ζήτησε, η προδοσία άφησε μία βαθιά πληγή στην εμπιστοσύνη του πολίτη με το κράτος που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του πιο φτωχό κι από τον ίδιο. Η αμηχανία που η νέα κατάσταση δημιούργησε ήταν επειδή οι άνθρωποι δεν όφειλαν μόνο να πληρώσουν ακριβά κάθε στιγμή αμεριμνησίας τους αλλά ταυτόχρονα να ξαναγεννηθούν από τα σκουπίδια τους που τώρα τα έψαχναν κάποιοι άλλοι στους κάδους, ήσουν δεν ήσουν celebrity. Η κρίση έφερε μαζί της συν τοις άλλοις μία κρίση ταυτότητας που φαντάζει μέχρι και σήμερα τόσο δύσκολη στη διαχείρισή της όσο και η αμιγώς οικονομική.

Η αλήθεια είναι πως η ισχυρή Ψωροκώσταινα, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, δηλαδή περίπου από το περίφημο τέλος της ιστορίας και την πτώση του τείχους, βολόδερνε στις αγορές χρεοκοπημένη, ζητώντας δάνεια για να αποπληρώσει προηγούμενα δάνεια. Χωρίς το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι άνθρωποι που διέταζαν το χρήμα και με τη διανόηση να κάνει τα στραβά μάτια, έγιναν περισσότερο αχόρταγοι, περισσότερο άπληστοι και εξαιτίας τούτης της ορμής τους, παντοδύναμοι απέναντι σε οκνηρούς κατά κανόνα πολιτικούς. Όλοι και όλα μπορούσαν να γίνουν στοίχημα, ζαριά στο καζίνο, μία ή και μισή πιθανότητα. Καθώς το χρήμα απελευθερωνόταν, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν πρόωρα κυνηγώντας το, ώσπου κάποια στιγμή τα πάντα τινάχθηκαν στον αέρα.

Προς το παρόν, ο καπιταλισμός διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι τίποτα δεν τελείωσε παρά την βαθιά ύφεση, διαψεύδοντας τις φήμες περί θανάτου του. Και εγώ παρόλο που τώρα τελευταία ακολουθώ τη συμβουλή του Λειβαδίτη για να κοιμηθώ, όλο και κάποιος καινούριος αναλυτής του Bloomberg εμφανίζεται για να ταράξει τον ύπνο μου ζητώντας μου να τον συμπεριλάβω σε όσους συγχωρώ. Είναι πλέον πιθανό, αν εξακολουθώ να μη θεωρούμαι χρήσιμος, να κάνουν άθελά τους έναν ωραίο και μεγάλο πόλεμο για μένα, ούτως ώστε να μπορέσω περήφανα να χαθώ στο βωμό της ευτυχία τους, ή καλύτερα, της εξαγοράς της δυστυχίας τους. Επίμονη η τελευταία και εξουσιομανής, δε διστάζει στιγμή μπροστά σε χρήσιμους ηλίθιους, μπροστά σε χρήσιμους ελεύθερους που ξέρουν πως ο καιρός που κάναμε τραγούδι τον καημό μας ίσως πλησιάζει.


Υ.Γ. Η Μέρκελ δηλώσε πρόσφατα στο Ράιχσταγκ:«Κανείς δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένα άλλα πενήντα χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη».

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

φοβερό το κειμενο

pasaenas είπε...

Ανώνυμε, την επόμενη φορά που θα θελήσεις να μπεις εδώ μέσα και να αρχίσεις να βρίζεις, να μας χαρίσεις και το όνοματάκι σου.

Ανδριανάκη είπε...

Δε γνωρίζω αν τα συμπτώματά μου έχουν να κάνουν με αυτό που τα μοδάτα περιοδικά καλούν κρίση μέσης ηλικίας. Δεν είμαι σίγουρη αν το μητρικό μου ένστικτο με κάνει πιο ευάλωτη και πιο φοβική. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, αναζητώ μια θεματολογία συζήτησης με τους έφηβους μαθητές μου,υποψηφίους για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της παντέρμης χώρας μας, που να μην τρομοκρατεί, να μην αποθαρρύνει, να δίνει μια ελπίδα, ένα όραμα. Εις μάτην. Αδυνατώ. Εγώ;;; Πάντα κυμάτιζα τη σημαία του οπτιμισμού και αποστρεφόμουν τη μιζέρια σα μια εκούσια και κατ΄επιλογήν βαρύτατη νόσο. Με τη ματιά του "προχώ" μυαλού και του διανοητικά εξελιγμένου όντος αντιμετώπιζα όσους αναζητούν την ελπίδα στα εκκλησιαστικά κείμενα και στις υπερβατικές ερμηνείες με συμπάθεια και αποστροφή. Σήμερα όλα μοιάζουν να αλλάζουν θέση και όψη, δε βρίσκω απαντήσεις, δεν ονειρεύομαι ωραία πράγματα, δε μπορώ να εμπνευστώ και άραγε πώς να εμπνεύσω;
Ένα μόνο μάθημα απ'ολα όσα πήρα στη ζωή μοιάζει να μένει αναλλοίωτο στο χρόνο: η υπέρβαση του αριστοτελικού ή ακόμα και του "τραγικού" μέτρου οδηγεί πάντα στη Νένεσικαι την Τίσι. Αλλά φοβάμαι ότι η Κάθαρσις δεν ανακουφίζει αυτή τη φορά το κοινό.
Δε μένει λοιπόν τίποτα άλλο, εκτός ίσως από το στίχο του Μπωντλαίρ: "Πρέπει να μαστε όλο μεθυσμένοι.
Είναι το παν: η μόνη λύση.
Μη μας βαραίνει το φριχτό φορτίο του Χρόνου,
που μας τσακίζει και στη γης μας σπρώχνει,
μας πρέπει ένα μεθύσι χωρίς τέλος.
Μα με τί;
Με κρασί, με ποίηση ή μ' αρετή.
Διαλέχτε. Όμως μεθάτε."
Κ.Α.