Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Κλάρα

25χρονος του χθεσινού ποστ σπάει τη σιωπή του παρότι ζεσταίνεται. Παρόλο που σκέφτεται ότι ο Αρθούρος είχε δίκιο όταν έγραφε: «Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ’άλλα κουραφέξαλα»).

Ήταν μία πολύ καλή χρονιά η πρώτη χρονιά για το Πολύ την Κυριακή. Είχε, μεν, περάσει το ‘04 και το ‘05 που είχαμε πάρει Ευρωπαϊκό Ποδοσφαίρου, Μπάσκετ, Ολυμπιακούς και Γιουροβίζιον, όμως, στο εθνικό υποσυνείδητο διατηρούσαμε τη φόρα όλων αυτών των κατακτήσεων. Ο πλανήτης υπάκουε σε κάθε ελληνικό κέλευσμα: αρκούσε μόνο μία γκόμενα να διατάξει από την κερκίδα τον Μερκ με το επιτακτικό:«Σφύρα το ρε μαλάκα» για να πανηγυρίσουμε. Συνέχεια μας θυμάμαι να πανηγυρίζουμε. Κι η αλήθεια είναι ότι παραήμασταν καλοί. Το παρακάναμε μέχρι και εκεί. Τα γονίδια της Χαλκιά ήταν δυο φορές γονίδιά μας.

Όσο για τον Γρηγόρη, για μια περίοδο θεωρούνταν ο απόλυτος άρχοντας της βραδινής ζώνης και αντιμετωπιζόταν από αρκετούς ως ο μεγαλύτερος Έλληνας στοχαστής-στη συνέχεια τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου. Η Μαριέττα, που τον πλαισίωνε, ήταν μία ντροπαλή ανερχόμενη δημοσιογράφος που δεν θα παραξενευόσουν αν άκουγες ότι στις ελεύθερες ώρες της, της αρέσει να διαβάζει Αλεξάνδρα Κολλοντάι. Δεν είχε ανέβει ακόμα στο Αβέρωφ, ούτε είχε βρει τον εφοπλιστή της ζωής της. Το παραδέχομαι. Υπήρξα σχεδόν ερωτευμένος μαζί της. Τώρα με την κρίση, λίγοι θα άκουσαν, ότι πουλάει σανδάλια για να ζήσει. Κάθε Κυριακή περιμέναμε, λοιπόν, την εκπομπή του Γρηγόρη και της Μαριέττας, της Μαριέττας και του Γρηγόρη. Η άλλη Ελλάδα, του καναπέ και του καμπινέ, διασκέδαζε τηλεοπτικά την πλήξη της και «οι ένοχοι μικροαστοί λούφαζαν στα κλιματισμένα τους διαμερίσματα μασώντας ηδονικά τσίχλα» για να την παρακολουθήσουν, όπως θα έλεγε μεταμφιεσμένος σε Σεμίνα ο Ζουγανέλης. Η απουσία του κωμικού προσέδιδε, εξαιτίας της, έντονο κωμικό στοιχείο στο όλο σκηνικό, όπως ακριβώς στον Ηλίθιο του Φιοντόρ. Τα αστεία του Αρναούτογλου δεν ήταν του γούστου μου, αλλά ομολογώ ότι γελούσα αρκετές φορές με την αβάσταχτη ελαφρότητα που εναντιωνόταν στη μισητή μουσική της Αθλητικής Κυριακής.

Αδικώντας το σόου, θα λέγαμε ότι όλη η Ελλάδα περίμενε με αγωνία σε ποιο τετραγωνάκι θα αφήσει την κουράδα της η Κλάρα, όπως έγραψε χθες ο Γιώργος Τούλας. Για τους ουδέτερους, ασφαλώς, τα απόβλητα του ζωντανού είχαν θρεπτική αξία. Όλο και κάτι δημιουργικό θα γεννιόταν στο καθιστικό της οικογένειας, όλο και κάποια έξυπνη ατάκα θα συνεισέφερε ο τηλεθεατής στο βαρετό σε γενικές γραμμές σενάριο της εκπομπής. Την εποχή εκείνη το κλαρίνο της Σάσας Μπάστα σηματοδοτούσε τη στροφή στην ποιότητα, ο εθνικός σταρ και η Ρούλα Βροχοπούλου ανταγωνίζονταν για μία θέση στο διπλανό παράθυρο, τα κουτιά του Deal άνοιγαν άλλη μία πόρτα στον εύκολο πλουτισμό · η φραπελιά της Δρούζα συγκλόνιζε το πανελλήνιο με τις μαγικές της ιδιότητες, οι υπέροχες σταρ ήταν υπέροχες πριν καν αρχίσει το ρεπορτάζ που το επιβεβαίωνε και τα διάφορα Emo, που πρώτα αυτά προέβλεψαν την κρίση, εναλλάσσονταν μαζί με κάθε είδους μπαλάκια στις οθόνες μας. Στα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της επανίδρυσης του κράτους, βρέθηκε συν τοις άλλοις χρόνος για να συζητηθεί διεξοδικά καθετί επουσιώδες. Και όχι μόνο συζητήθηκε αλλά λύθηκε μάλιστα, επειδή κάποια στιγμή ο παρουσιαστής ευφυώς άλλαζε θέμα. Ζούσαμε εν γνώσει μας τη δικτατορία της ηλιθιότητας όπως το είχε θέσει ο εκκεντρικός Παναγιώτης Χατζηστεφάνου και το απολαμβάναμε. Αρκετοί εντοπίζουν σε όλα αυτά, εκ των υστέρων, τους λόγους για τους οποίους χρεοκοπήσαμε. Σύμφωνοι. Ας δούμε όμως λιγάκι σε ποια πραγματικότητα επιστρέψαμε και τι πρόοδο έχουμε επιτύχει.

Πρόοδος θα ήταν μία μέρα να μη δουλέψει κανείς, να μην αδικήσει κανείς κανέναν, να μη λείψει κανείς. Το άλμα όμως αποδεικνύεται επικίνδυνο για την ανθρωπότητα, πόσο μάλλον για την κουτσή Ελλάδα. Εκεί που είπαμε, αφελώς, να γυρίσουμε στα ουσιώδη, τα ανθρώπινα, τα λίγα, ο κόσμος δείχνει πιο βρομερός και ανούσιος από πριν. Εκείνοι που βλέπουν παντού ευκαιρίες, αλήθεια, τι ξεπεσμό και τι ζωντάνια αναγγέλλουν. Πόσοι χαρούμενοι θάνατοι μας περιμένουν εάν τους ακούσουμε, τι περίτεχνες εκατόμβες μας επιφυλάσσουν! Γιατί δεν ξέρω αν το μάθατε, αλλά ήρθαν νέες κουράδες, παχιές και μεγάλες. Αν έβλεπα την άλλη Ελλάδα να έρχεται, θα αποχωριζόμουν την ανόητη παλιά δίχως νοσταλγία. Μα αυτή η Ελλάδα κι αυτός ο κόσμος βαδίζουν αργά προς την καταστροφή του ανθρώπου και πάλι δεν τους προλαβαίνεις. Γιατί ποιος θα ισχυριζόταν ότι η μετάβαση από την κουράδα της Κλάρας στην κουράδα της Standard & Poor’s είναι εποικοδομητική, πέραν του κέρδους που έχουμε από τη συνειδητοποίηση της γελοιότητας της κατάστασης; Το αστείο του Γρηγόρη είχε ένα τέλος. Κακόγουστο, ξεκακόγουστο, ήταν εν πολλοίς αθώο. Το τηλεκοντρόλ είχε ακόμα δύναμη μέσα στα χέρια της νοικοκυράς. Το καλάθι της είχε αξία. Η συνταξούλα της ήταν αδιαπραγμάτευτη. Το αστείο που σήμερα αφηγούνται τα Μίντια εις βάρος των λαών, εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών, ποια κάθαρση ή ζάπινγκ προβλέπει; Και πώς αντιμετωπίζεται;

Το καινούριο που μας συμβαίνει δεν είναι άλλο παρά μία καλοκουρδισμένη φάρσα σε παγκόσμια μετάδοση που επαναλαμβάνει την ίδια άθλια ιστορία. Την εξαιρετική δικτατορία μίας διαφορετικής ηλιθιότητας. Τι μας λένε οι ηγέτες των εργατικών αριθμών; Ας διαλύσουμε επιτέλους τους λαούς και ας εκλέξουμε άλλους (Μπρεχτ). Το είδος των ψηφοφόρων που θα αναλάβει την δύσκολη αποστολή έχει εξάλλου δημιουργηθεί. Θέλει αρχίδια να σκοτώσει κανείς έναν αθώο, σκέφτεται πια ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος. Ένας ηγέτης της Υπερδύναμης το είχε εκφράσει ως εξής: Think big Henry. Είναι ωραία η ατομική βόμβα. Είναι cool να τινάξεις στον αέρα τον πλανήτη, να τινάζεις στον αέρα τον αθώο, μόνο και μόνο για να νιώσεις ωραία. Μη το σκέφτεσαι. Στο παιχνίδι των πλουσίων, οι αθώοι είναι μειοψηφία. Με την επιείκεια κανείς δεν πήγε μπροστά.

Το κακό είναι πάντοτε εδώ, πιο ενωμένο, πιο δυνατό, πιο σκοτεινό και περιμένει να βουλιάξει στο σκοτάδι τον κόσμο για το δικό του καλό. Διατυπώνει φωναχτά μάλιστα, ενώ κινδυνεύει, με αυθάδεια τα ιδανικά του. Και αυτή η αυθάδεια είναι που το κάνει ισχυρό. Η νέα ουτοπία, εάν ποτέ διατυπωθεί, θα συνεγείρει τα πλήθη μόνο εάν οριστεί με το πάθος ενός κακού, ενός διεστραμμένου ανθρώπου, μόνο εάν διαθέτει τη σαφήνεια των παραπάνω φράσεων.

Βλέποντας την κουράδα να πέφτει δεν θα είχε νόημα να κάνουμε ευχή. Τώρα πια πέφτει παντού. Τώρα κανείς δεν μένει στο απυρόβλητο των αποβλήτων. Τα ψέματα τελείωσαν τόσο για τον Κάμερον και τον Ομπάμα, όσο και για όλους εμάς. Τόσο καιρό ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, κύριοι. Καιρός να ζήσουμε κάτω από αυτές! Για την εμπειρία, φυσικά, όπως τότε που σε εμάς τους νέους εκτός από την επιλογή της πλατείας και της ανεργίας, δινόταν η ευκαιρία της συμμετοχής σε κάποιο φιλόξενο ριάλιτι.


(Κείμενο γραμμένο για την Παράλλαξη)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Όταν η κουράδα μιας αγελάδας μετουσιώνεται σε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας ενός λαού, αργά ή γρήγορα η μπόχα ξεχυλίζει από παντού. Τα σκατά βέβαια χρησιμεύουν και ως κοπριά, άρα ίσως η σύγκριση τους με τις πολιτικές συνιστώσες να τα αδικεί λιγάκι.

Συγκλονιστικό κείμενο!

pasaenas είπε...

Silentcrossing, κάνω φιλότιμες προσπάθειες αλλά δεν είναι ακόμα τόσο καλά τα κείμενά μου όσο τα δικά σου. Τα απολαμβάνω περισσότερο. Χαίρομαι που γνωριζόμαστε σιγά σιγά. Τώρα που το λες, πράγματι τα αδίκησα τα σκατά. Θα φροντίσω να τα αποκαταστήσω στο επόμενο ποστ!Χαχα!

Ανώνυμος είπε...

Το ότι αργησα να απαντήσω εδώ δε σημαίνει ότι συμφωνώ με την πρώτη σου προταση, κάθε άλλο, νομίζω πως όλοι μας γράφουμε για να αντέξουμε αυτό το χάος χωρίς να τρελαθούμε. Καλή συνέχεια!
(δεν σχολιάζω συχνά,αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν σε διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον ;)