Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Μόνο και μόνο

Ένα βράδυ που δειπνούσε ο Ντην στο σπίτι-δούλευε ήδη σ’ένα πάρκινγκ στη Νέα Υόρκη-έσκυψε από πάνω μου, ενώ χτυπούσα γρήγορα στη γραφομηχανή μου και είπε: «Εμπρός, φίλε μου, δεν πρέπει να κάνουμε τα κορίτσια να περιμένουν, βιάσου!». «Μια στιγμή», του λέω, «μόλις τελειώσω αυτό το κεφάλαιο είμαι δικός σου» -κι ήταν ένα απ’ τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου. Μετά ντύθηκα και τραβήξαμε για τη Νέα Υόρκη να βρούμε τα κορίτσια. Στο λεωφορείο, όπως τρέχαμε μέσα στο αβυσσαλέο υπερφυσικό και φωσφορίζον Λίνκολν Τάνελ στηριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κουνούσαμε τα χέρια, ξεφωνίζοντας και κουβεντιάζοντας ξέφρενα, άρχιζα να την ψωνίζω όπως ο Ντην.  Ήταν ένα παιδί παράφορα κυριευμένο απ’ τη ζωή, κι αν ήταν απατεώνας, κι αν δούλευε τον κόσμο, ήταν μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ζήσει μ’ όλες του τις δυνάμεις και ν’ανακατευτεί με τους άλλους που διαφορετικά δεν θα του ‘διναν καμία σημασία. Με δούλευε και το ‘ξερα (για στέγη και τροφή, για την «τέχνη της γραφής» κλπ.) και ήξερε πως το γνώριζα (αυτή ήταν η βάση της σχέσης μας), αλλά καρφί δεν μου καιγόταν και τα πηγαίναμε περίφημα, χωρίς ιστορίες και χωρίς να τη σπάμε ο ένας στον άλλο. Χοροπηδούσαμε ο ένας γύρω απ’ τον άλλο σαν ερωτοχτυπημένοι καινούριοι φίλοι. Πήγε να με δασκαλέψει για τόσα πράγματα που προφανώς θα μπορούσα να του μάθω. Για ό,τι αφορούσε τη δουλειά μου, έλεγε: «Απάνω τους, αυτό που κάνεις είναι μεγάλο». Κρυφοκοίταζε πάνω απ’ τον ώμο μου, καθώς έγραφα και ξεφώνιζε: «Μα, ναι! Υπέροχα! Ιδιοφυές φίλε μου!» ή ακόμα: «Αλίμονο!», και σκούπιζε το πρόσωπό του με το μαντήλι του. «Μα την πίστη μου, φίλε μου, υπάρχουν τόσο πράματα να κάνει κανείς, τόσα πράγματα να γράψει! Και πώς μάλιστα ν’αρχίσει να τα περνάει όλα στο χαρτί, χωρίς αυτά τα λεπτά εμπόδια κι όλους αυτούς τους κανόνες, τα ταμπού της λογοτεχνίας και τους μπαμπούλες της γραμματικής».

Τζακ Κέρουακ, Στο Δρόμο, Εκδόσεις Βήμα Βιβλιοθήκη, Μετάφραση Δήμητρας Νικολοπούλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: