Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Ο Θεός λαΐκιζε υπέροχα

Το χαράτσι, τα παιδιά, μοναχός να κρίνεις, άλλο να σ’ τα παίρνουνε κι άλλο ναν τα δίνεις. Κ. Βάρναλης.

Ο λογοτεχνικός δάσκαλος του Μπουκόφσκι ήταν ο πατέρας του. Όταν τον σάπιζε στο ξύλο και του μάθαινε τον πόνο. Τον πόνο δίχως λόγο. Έτσι, έλεγε, μπόρεσα να πω αυτό που με απασχολούσε. Η χώρα, τέσσερα χρόνια τώρα, ψάχνει τα λόγια της. Τα ουγκ είναι το τραύλισμα. Το ξύλο έρχεται σε δόσεις. Τα επόμενα τέσσερα ενδέχεται να βγει και από την Ευρωζώνη, αφού η τελευταία δεν θα υπάρχει, για να ολοκληρωθεί με επιτυχία το πείραμα δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνθήκες ασφυξίας. Εν ολίγοις, θα γίνει ό,τι οι περισσότεροι προβλέψαμε: θα πεθάνουμε γιατρεμένοι, διχασμένοι, αποκαμωμένοι. 120 χρόνια μετά, δυστυχώς επτωχεύσαμεν ξανά.

Επειδή δεν έχουμε λόγια, έχουμε νούμερα. Αν δεν είχε φύγει τόσος κόσμος, η ανεργία θα είχε αυτοδυναμία. Θυμάμαι που ανέβαινε μισή μονάδα και η κοινή γνώμη σοκαριζόταν. 9,2% από 8,7%. Συμφορά. Οι νέοι, που είχαν πάντα δίκιο, τώρα ενοχλούν. They don't need no education. Όταν τα μυαλά φεύγουν, είναι επόμενο ο φασισμός να συγκινεί. Αυτοί που μένουν, δεν φτάνει που θα είναι τυχεροί αν βρουν να δουλέψουν για 500 ευρώ, είναι υποχρεωμένοι να ακούνε στις 8 τα νέα του Κασιδιάρη. Μερικοί είναι τόσο άτυχοι που τον έκαναν και ίνδαλμα. Το «Ζήτω ο Θάνατος», η κραυγή που σκότωσε τον Ουναμούνο, είναι η επόμενη πίστα για τα πειραματόζωα. Δίνουμε μάλιστα τα σπίτια μας στις τράπεζες για να επιβεβαιώσουμε το μύθο της ελληνικής φιλοξενίας. Διπλάσιος ο τουρισμός του χρόνου, σπάει κάθε ρεκόρ, μπράβο στην Όλγα την Κεφαλογιάννη.

Οι άνεργοι, πιο σιωπηλοί, ζουν με λόγια δανεικά. Σηκώνονται κάθε πρωί, ντύνονται και κάθονται στον υπολογιστή, παριστάνοντας τους εργαζόμενους. Αντιγράφουν τις ατάκες τους, μπαίνουν στην ψυχολογία τους και κάνουν πρόβα για τη μεγάλη στιγμή. Τα κείμενα που περιγράφουν όσα βιώνουν είναι συνήθως πιο καταθλιπτικά από την ίδια την κρίση, λες και τα γράφουν ασφαλίτες προκειμένου να φρενάρουν τις κοινωνικές αντιδράσεις. Η διαστρέβλωση είναι η εξής: Στα ρεπορτάζ, δεν ακούμε τις κατάρες των απολυμένων, δεν στεκόμαστε παρέα στις ουρές του ΟΑΕΔ, στο αεροδρόμιο δεν αποχαιρετάμε μετανάστες, στη Λευκάδα και στη Χίο δεν τους περισυλλέγουμε νεκρούς. Μαζί τα φάγαμε, αλλά δεν ψάχνουμε μαζί δουλειά, χώρια αναστενάζουμε τα βράδια, στο Σκάιπ μόνο συναντιόμαστε με τους αγαπημένους. Όχι μοναχικοί, μοναξιασμένοι. Η κρίση παραμορφώνει, επιτίθεται, διαβρώνει. Μιλάμε βεβαίως. Και ζούμε και χαιρόμαστε και χιούμορ διαθέτει το μαγαζί. Τα λόγια όμως, λίγο αν τα μετακινήσεις, σηκώνουν πολλή σιωπή. Πού κουράγιο να ταξιδέψουμε στις ψυχές των άλλων, να γιατρέψουμε την πληγή τους, να μοιραστούμε τις δυσκολίες τους.

Εθελοτυφλώντας εξάλλου και με λίγη θετική ενέργεια, κοιτώντας προς την Κεντροαριστερά, μπορούμε να λέμε πως δεν είναι δα και τόσο άσχημα τα πράγματα, πως εμείς θα τη βγάλουμε λάδι, πως είναι αποκλειστικά και μόνο στο χέρι μας η επιβίωση. Η επιβίωση του τόπου σε τίνος τα χέρια βρίσκεται άραγε; Είναι λύση να σηκωθούμε να φύγουμε όλοι; Ποιο είναι το όραμα της δουλοπρέπειας; Το να μιλάς, πάντως, σπάνια απαιτούσε μεγαλύτερο ρίσκο. Διότι τώρα κανείς δεν ακούει. Υπάρχει εξάλλου, έχω την αίσθηση, αναξιοπρέπεια τόσο στον κυνισμό όσο και στους συναισθηματισμούς. Κι η τραγωδία μοιάζει αναπότρεπτη καθώς δεν κάνει μόνο το ΔΝΤ κακά μαθηματικά. Κάνουμε κι εμείς. Tο βάρος του παράλογου σε συνδυασμό με την πίεση που προκαλεί η συγκυρία, δεν ευνοούν την κριτική του απέναντι. Είναι διαφορετικές οι αφετηρίες μας, το σώμα που κουβαλάμε, η μόρφωσή μας, το περιβάλλον που μεγαλώσαμε, ο δρόμος που επιλέξαμε, η ματιά που βλέπουμε τα πράγματα, η ιδιοσυγκρασία μας. Είναι πολλές οι ξένες δυνάμεις. Και τώρα κάνουν κουμάντο αυτές.

Περπατώ συνήθως γρήγορα. Τίποτα δεν μπορεί να με αναστατώσει περισσότερο από ένα άσχημο βλέμμα όταν δεν το έχω ανάγκη. Δεν πειράζω κανένα, έτσι λέω, και τα ψιλά μου τα σκορπάω. Εκείνη όμως καθόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τα μάτια μας διασταυρώθηκαν. Κουρασμένη, μόνη, γεμάτη τύψεις για τα δυο παιδιά της που περίμεναν να φάνε και συνεννοούνταν κάτι χαμηλόφωνα. Διέκρινα την ευγένεια της μητέρας στη στάση του σώματός τους. Ντράπηκα να γυρίσω πίσω ή να μιλήσω, προσπέρασα και έσφιξα τα πέντε ευρώ που είχα στην τσέπη, θυμωμένος για την αίσθηση ότι δεν είχα δικαίωμα να τους τα δώσω, με ταπεινωμένο τον υποτιθέμενο ανθρωπισμό μου μπροστά στην αξιοπρέπεια που θα αρνούνταν οποιαδήποτε φιλανθρωπία γιατί θέλει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Για την αξιοπρέπεια που πεθαίνει δίχως πάταγο, την περηφάνια που δεν έχει πάρει την άδεια της πολιτείας, τις καρδιές που χτυπούν παρά το όχι των οικονομικών δεικτών.

Επέστρεψα σπίτι και άκουσα ύστερα από καιρό το Μεγάλο μας Τσίρκο. Αφού καταλάγιασε η συγκίνηση από το «Λαέ μη σφίξεις κι άλλο το ζωνάρι», σκέφτηκα την ανεύθυνη ματιά του Καμπανέλλη που καθαγιάζει τον κοσμάκη, όπως θα έλεγε ο πρωθυπουργός, και συνειδητοποίησα τη διαστροφή που έχει φέρει η νέα γλώσσα. Είναι τόσο μεγάλη όση ήταν τα χρόνια του στάιλινγκ όπου πλησιάζοντας μία κοπέλα σκεφτόμασταν αν η μπλούζα της ταίριαζε με το παντελόνι της. Ο ελληνικός λαός δεν είναι ακριβώς αθώος, δεν είναι όμως ακριβώς και ένοχος. Δεν πρόκειται εξάλλου για τιμωρία για να υπολογίσουμε αν ήρθε η ώρα της αποφυλάκισης. Φαίνεται, πάντως, σαν ψέμα πως πριν 65 χρόνια, το Δεκέμβρη του '48, πάνω στα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψήφιζε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα είχε ενδιαφέρον να διαβαστούν ξανά τα 30 άρθρα εκείνου του κουρελόχαρτου.

Όταν ο Κέινς συνάντησε στο Cambridge τον Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν, έγραψε στη γυναίκα του: «Ο Θεός ήρθε. Τον γνώρισα στο τρένο των 5.15».Το 1944, ο Αυστριακός φιλόσοφος, αρνούμενος τη στατιστικοποίηση της φρίκης και την αριθμητική αποτίμηση του θανάτου, σημείωνε ποιητικά: «Καμία κραυγή οδύνης δεν μπορεί να είναι πιο δυνατή από την κραυγή ενός μόνο ανθρώπου. Ή, πάλι, κανένας πόνος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον πόνο ενός μόνο ανθρώπου. Ολόκληρος ο πλανήτης δεν μπορεί να υποφέρει περισσότερο από μία και μόνο ψυχή». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: