Άνεργοι
Νικηφόρος Βρεττάκος
Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από
σίδερο• έχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απʼ τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απʼ έξω,
χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν νʼ ακούσουν.
«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
διευθυντής δε θα ʼρθει. Αύριο πάλι
πρωί. Πιο πρωί».
Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.
Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους.
στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απʼ τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απʼ έξω,
χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν νʼ ακούσουν.
«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
διευθυντής δε θα ʼρθει. Αύριο πάλι
πρωί. Πιο πρωί».
Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.
Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου