Δευτέρα 23 Απριλίου 2012
Θάνατος Τσοχατζόπουλου και υπόθεση Μητροπάνου
Πέμπτη 12 Απριλίου 2012
Παρερμηνείες
Στις 4 Απριλίου του 1968, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονούνταν στο Μέμφις. Οι εχθροί του δεν τόλμησαν να πουν ότι αυτοκτόνησε εξαιτίας όσων ονειρευόταν. Ο στόχος είχε επιτευχτεί από τις σφαίρες. 44 χρόνια μετά, ο Δημήτρης Χριστούλας τίναζε τα μυαλά του στην Πλατεία Συντάγματος. Οι συγκλονισμένοι στα Κοινωνικά Δίκτυα, βιαστικοί δήμιοι αρκετοί από αυτούς, μίλησαν για δολοφονία του από το κράτος στερώντας ακαριαία από την αυτοκτονία του την ίδια της τη σημασία.
Ο αδικοχαμένος, από την πρώτη στιγμή που έγινε η είδηση γνωστή, παρουσιάστηκε περίπου σαν ένα άβουλο και κακόμοιρο πλάσμα που το χέρι του όπλισαν οι γνωστοί-άγνωστοι κυβερνώντες. Η ανάλυση, που δεν τοποθετεί βεβαίως ανάμεσά στους πιθανούς ηθικούς αυτουργούς τον Γιώργο Τράγκα, τον Στέφανο Χίο ή τον Δημήτρη Καζάκη, πρόσωπα που χρησιμοποιούν συχνά την ακραία ρητορική του μακαρίτη, φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη της το ψυχικό σθένος ενός ηλικιωμένου αυτόχειρα που σηκώνεται το πρωί και πηγαίνει στο πιο κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας για να γίνει ο δολοφόνος του εαυτού του. Υπάρχει κάτι αντιηρωικό στην αυτοκτονία για τους επαναστατημένους. Αν δεχτούμε ότι αυτοκτόνησε, το έκανε εξαιτίας της απάθειάς μας, άρα είμαστε συνυπεύθυνοι. Αν τον δολοφόνησαν, φταίνε εκείνοι που θέλουμε να φταίνε, οπότε όλα καλά.
Η πολιτική πράξη του 77χρονου ήταν φυσικό να μην πετύχει το στόχο της αφού σχεδόν της απαγορεύτηκε από την πρώτη στιγμή να ιδωθεί ως τέτοια. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη βούληση στην απελπισία. Η τελευταία επιθυμία του συνταξιούχου φαρμακοποιού ήταν να κρεμαστούν μία μέρα οι εθνοπροδότες από την εξεγερμένη νεολαία. Όπως όμως στα μεγάλα έργα τέχνης, κάποια πράγματα πρέπει να αποσιωπούνται για να τα αποκωδικοποιεί ο δέκτης. Οι νέοι δεν πείθονται από τα λόγια ενός γέρου. Οι νέοι καταλαβαίνουν μόνο από ανεργία. Η ελληνική άνοιξη, εάν και όποτε έρθει, θα χρειαστεί το αίμα τους και η επανάσταση τα εγώ τους.
Όσο το βαθύ Twitter έψαχνε έναν Κορκονέα, την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα προσπαθούσε διακριτικά να αποσυνδέσει το γεγονός από την οικονομική κρίση θυμίζοντας τη Γενική Γραμματεία του Κομμουνιστικού Κόμματος μετά τη δολοφονία του Μαγιακόφσκι. Οι Σταλινικοί βιάστηκαν τότε να πληροφορήσουν τον κόσμο πως η αυτοκτονία του μεγάλου ποιητή:«δεν έχει καμία σχέση με τις κοινωνικές και λογοτεχνικές ασχολίες του», πράγμα που είναι όπως έγραφε ο Τρότσκι:«σαν να λες ότι ο θάνατός του δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή του ή ότι η ζωή του δεν είχε τίποτα κοινό με την επαναστατική και ποιητική δημιουργία του. Είναι σαν να μεταβάλεις το θάνατό του σ’ ένα τυχαίο μικρογεγονός!». Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι δίχως οράματα θανάτου δεν γίνεται ποίηση. Δίχως τη ζοφερή οικονομική ατμόσφαιρα, δύσκολα τραβάς σκανδάλη.
Ο Ντοστογιέφσκι ήξερε, σύμφωνα με τον Τριαρίδη, ότι το μυστικό του κόσμου βρίσκεται πίσω από την κουρτίνα. Είναι μερικές φορές που οι τίτλοι των ειδησεογραφικών πόρταλ και των εφημερίδων λένε περισσότερα από όσα μας αρέσει να υποθέτουμε, από όσα μας βολεύει να παραβλέπουμε, πιο πολλά από τα σημειώματα που αφήνουν πίσω τους οι αυτόχειρες, λιγότερα από όσα μπορούν να μας πουν τα παιδιά τους. Αυτοκτόνησε ηλικιωμένος στην Πλατεία Συντάγματος. Και φαινόταν πολύ νόρμαλ. Τελεία. Ας βάζουμε πού και πού και καμία τελεία.
Παρασκευή 6 Απριλίου 2012
Το χρέος του λευκού ανθρώπου
Αποδέξου το χρέος του Λευκού ανθρώπου
Και η ανταμοιβή σου θα είναι πάντα η ίδια:
Η κατάρα όσων σπλαχνίζεσαι,
Το μίσος εκείνων που βοηθάς,
Το παράπονο όσων οδηγείς
(δυστυχώς με αργό ρυθμό) στο φως…
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ εκθειάζει την Αποικιοκρατία στο ποίημά του White man’s burden.
Δε μου αρέσει να αφήνω ερωτήματα αναπάντητα. Ας τελειώνουμε λοιπόν. Γιατί δεν τους παίρνουμε σπίτι μας; Έλα μου ντε. Καλωσορίζω την πρόκληση και σου απαντάω φίλε. Είμαι αυτός που όταν γράφεις τα δικά σου, δεν σου κάνω ούτε block ούτε report. Μη θαρρείς όμως ότι δεν έχω την ασθένεια που ονομάζουμε άποψη. Τελευταία ακούω συνέχεια, μαθαίνω συνέχεια, σωπαίνω συνέχεια. Αν προλάβω, θα γίνω ανόητος.
Κατ’αρχάς να σου συστήσω τον αδερφό μου, τον Μοχάμεντ. Δε μοιάζουμε πολύ γιατί δεν έχεις φαντασία. Αν τον αφήσω να κοιμηθεί ένα βράδυ σπίτι μου, θα σηκωθεί μες στη νύχτα και θα με σκοτώσει όπως ο Κάιν τον Άβελ. Ποιος τον αδικεί; Καμιά φορά τον βλέπω να ζητιανεύει και δεν καταλαβαίνω γιατί δε με σφάζει. Στη θέση του, δεν θα χρονοτριβούσα. Εκείνος περιέργως μοιάζει να με συμπαθεί. Νομίζω ότι ο δυτικός πολιτισμός οφείλει πολλά στην εξάντληση των εξαθλιωμένων και των εργαζομένων. Το έλεγε κι ο Ρενάρ:«Δεν έχω εχθρούς, δεν έχω βοηθήσει κανένα».
Εγώ δεν τους παίρνω σπίτι μου λοιπόν. Φοβάμαι. Ικανοποιήθηκες τώρα; Το μόνο που θέλω είναι αν είναι αν με σκοτώσουν, να μην είμαι τουλάχιστον στη γειτονιά μου. Γούστα είναι αυτά, παραξενιές ενός εφιάλτη μου. Έννοια σου και σε βλέπω πώς τους κοιτάς. Σκέφτεσαι να τους συλλάβεις επειδή παραβιάζουν κάδους! Αν είναι να γίνεις πιο ανταγωνιστικός και να ιδρώνεις περισσότερο, κάντο. Χρειάζεται και το Κεφάλαιο μια φαντασίωση στο κρεβάτι του. Στα 12ποντα της γκόμενάς σου στηρίζεται ο καπιταλισμός. Πριν μας βομβαρδίσουν οι σύμμαχοι εξαιτίας της τεμπελιάς μας, φρόντισε να ανακαταλάβεις την πόλη σου. Ο φτωχός να σε έχει καλά στον δίκαιο αγώνα σου. Δε σκοπεύω να βοηθήσω.
Είπε κάποτε μία δούκισσα: «Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτό που μου είναι αδιάφορο». Η κοινή ανάγκη που περιγράφει η φράση ήταν το χαλί του καπιταλιστικού μας ονείρου, αγαπητέ φίλε. Όλοι μπορούσαμε να γίνουμε κάποιοι καταναλώνοντας, να έχουμε ξεσπάσματα ενδιαφέροντος, να κουνάμε το δάχτυλο επιτιμητικά προς όσους έθεταν σε κίνδυνο το κοινωνικό συμβόλαιο: σεβασμός στη διαφορετικότητα της αδιαφορίας του άλλου. Αλληλεγγύη απέναντι στα ζώα ή στους διάσημους, ποτέ στους όμοιούς μας, ακόμα πιο σπάνια στους διπλανούς μας. Προείχε το ασήμαντο που αντικαθιστούσε την απουσία παθών. Ήμασταν οι καλύτεροι αρκεί να προλαβαίναμε να επιτεθούμε εγκαίρως. Ποιος να μας το έλεγε ότι κάτω από την επιτυχία περίμενε η σφουγγαρίστρα;
Είμαστε δίκαιοι, λέγαμε οι Δυτικοί και καταδικάζαμε για πρωινό έναν αθώο. Είμαστε ειλικρινείς, ισχυριζόμασταν και παχαίναμε τρώγοντας τα ψέματά μας. Είμαστε αθώοι, φωνάζαμε και το πιστεύαμε γιατί δεν βρισκόταν ένας αστυνομικός να μας πυροβολήσει. Αλλά είμαστε ένοχοι. Και η ενοχή μας είναι ένας λόγος παραπάνω για να μιλήσουμε και να απαντήσουμε. Σε γενικές γραμμές, παραδόξως, συμφωνούμε αλλά αυτό είναι κάτι που για κάποιο περίεργο λόγο δεν επιτρέπουμε στους εαυτούς μας. Όσο μας παρατηρώ να συζητάμε, αμφιβάλλω αν μας αφορά στ’αλήθεια μία λύση. Πεθαίνοντας και κάνοντας, αυτό είναι το μότο μας. Ας πεθάνουν κι ύστερα βλέπουμε τι θα τους κάνουμε. Μόνο οι νεκροί εδώ που φτάσαμε θα μπορούσαν να μας ξυπνήσουν.
Άπειρος καθώς είμαι, ξέφυγα και μόλυνα το δημόσιο διάλογο με ιδιοτροπίες εκτός νόμου. Επιπλέον δε σου κρύβω πως με λύπη μου διαπιστώνω ότι είσαι εντιμότερος από μένα γιατί το μίσος σου ήταν ανέκαθεν ειλικρινές και επίμονο. Το δικό μου ενδιαφέρον θα εξαντληθεί για κάποιες μέρες μετά το κείμενο που διαβάζεις. Μέχρι πρότινος νόμιζα ότι η αυτοκριτική είναι κάτι σαν το peeling ή κανένα καινούριο application του Facebook. Αποδέχομαι ιπποτικά την ήττα και σε χειροκροτώ ολόθερμα για την διαολεμένη ευφυΐα του ερωτήματός σου που με ξεμπρόστιασε. Δε θα αρχίσει όμως μια μέρα ένας τρελός να χορεύει γύρω από έναν άστεγο και να ρωτά: «Ποιος το έκανε αυτό; Ποιος τον έβαλε αυτόν εδώ;». Θα βρεθεί. Και δε θα κάνει πίσω μέχρι να πάρει μία σαφή απάντηση και για μένα και για σένα.
Τι σχέση έχουν τα στρατόπεδα με το Άουσβιτς, ρωτάς και ξαναρωτάς. Αφελή θα σε χαρακτήριζα αμέσως και θα θύμωνες πιο πολύ. Τα πάντα έχουν σχέση με το Άουσβιτς κουτέ γιατί τίποτα το ανθρώπινο δεν πρέπει να μας είναι ξένο. Εάν αυτός ο κόσμος δεν επιτρέπει ευαισθησίες πέραν των οικολογικών ή εκείνων της Μαριάννας Βαρδινογιάννη, δεν έχει πια άλλοθι ύπαρξης, δε νομίζεις; Φυλακίζοντας ανθρώπους για να τους παρέχουμε τα απαραίτητα, ακυρώνουμε το ταξίδι θανάτου που κάνουν για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Δεν αποδεχόμαστε καμία λύση που περιέχει το όνομα στρατόπεδα! Αυτή θα έπρεπε να είναι η θέση των τοπικών κοινωνιών. Αν συναινέσουμε στη βαρβαρότητα για τους άλλους, εγκρίνουμε εκ των προτέρων τη δόση της που οι ίδιοι θα υποστούμε- έχει μείνει ακόμη αρκετή για μας που αποδεδειγμένα αγαπάμε το τομάρι μας. «Ζωή, όχι επιβίωση» γράφουμε παρακαλώντας τους τοίχους. Οι δικτάτορές μας όμως που παρέλασαν προχθές στους Φακέλους δε θα μας αφήσουν να πάρουμε ανθρώπινη ανάσα. Ταυτόχρονα σαν άσχετοι πατάμε στην μπανανόφλουδα των εταίρων. Ποιους θα βοηθήσουμε; Τους Έλληνες; Αυτοί στοιβάζουν σε στρατόπεδα ψυχές. Ανάψτε ξανά τους φούρνους της λιτότητας. Με δυο λόγια, αν η λύση που προτείνετε κύριε Υπουργέ είναι τα κέντρα κράτησης, προτιμώ να παραμείνω υποκριτής. Καλά δεν περνούσαμε όταν παριστάναμε τους ανήξερους;
Στα χρόνια της Αποικιοκρατίας οι κατακτητές ήταν οι «αγγελιαφόροι του Θεού», οι «ταξιδιωτικοί πράκτορές» του. Αυτόν θέλω να δεις φίλε στα μάτια του Μοχάμεντ. Όχι τον αγγελιαφόρο του Διαβόλου όπως λέει ο Γκαλεάνο αλλά τον απεσταλμένο του Θεού. Του Θεού σου που πέθανε. Μην ταράζεσαι. Το ξέρω ότι ως πνευματικό σου πατέρα αναγνωρίζεις μόνο τον Χριστόδουλο. Ο εκπολιτιστής που προτείνω και για τους δυο μας ήρθε να μας εκπαιδεύσει στα δύσκολα και να μας αφυπνίσει με το παράδειγμά του. Κανονικά θα έπρεπε να έρθει πάνοπλος και να μας βάλει μπροστά στο δίλημμα που του έβαλαν οι πρόγονοί μας: Δώσε μας ό,τι έχεις, διαφορετικά λιμοκτονείς.
Εσύ φυσικά είσαι έτοιμος να αποδεχτείς το χρέος του Λευκού ανθρώπου όπως σου έμαθε ο Κίπλινγκ. Το 2025 που οι «λάθρο» θα είναι περισσότεροι από τους Έλληνες ίσως βάλεις σε εφαρμογή και την τελική λύση. Γιατί ενύχτωσε και οι βάρβαροι έχουν φτάσει. Παρά την μέριμνά σου, ωστόσο, θα παραμείνεις περισσότερο λευκός παρά άνθρωπος. Μέρα-νύχτα, αυτό το χρέος θα ξεπλένει από πάνω σου το λευκό σαπούνι σου. Αν γλιστρήσει όμως, αναγκαστικά θα σκύψεις να το πάρεις. Και τότε δε σου εγγυώμαι τίποτα.
Υ.Γ Ο Πρίμο Λέβι μέσα στο Άουσβιτς και αφότου αποφυλακίστηκε έβλεπε συνεχώς το ίδιο τρομερό όνειρο: να διηγείται τις εμπειρίες του σε ανθρώπους που δεν τον προσέχουν. Είχαν πάρει την απόφασή τους. «Οι μεγάλοι πόλεμοι γίνονται αλλού, οι μεγάλες συμφορές συμβαίνουν σε άλλους»(Τσβετάν Τοντόροφ). Το πιστεύετε ακόμα;
(Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi).